της Σώτιας Παπαμιχαήλ //

Η Φάνη Φλαγκ, διάσημη για τα βιβλία και τα σενάρια που μας έχει χαρίσει, είναι μια γυναίκα που ήθελε πάντα να γίνει συγγραφέας και πάλεψε πολύ για αυτό. Πάλεψε με τον εαυτό της και τις αδυναμίες της. Δυσλεξία και διάσπαση προσοχής ήταν δύσκολοι αντίπαλοι. «Αποσπάται τόσο εύκολα η προσοχή μου», λέει σε μία συνέντευξή της, «που ακόμα κι αν δω ένα φύλλο να πέφτει, χάνομαι.» Δεν ήταν εύκολο, μα η αγάπη της για τη συγγραφή ήταν πιο δυνατή. Στην Ελλάδα έγινε γνωστή με το βιβλίο της «Πράσινες τηγανητές ντομάτες στο Χουΐστλ Στοπ Καφέ» και τη μεταφορά του στον κινηματογράφο. Γνωρίζουμε ήδη, λοιπόν, πόσο αγαπάει τους ήρωές της, ήρωες καθαρούς, αληθινά καλούς που ζουν στον Αμερικανικό Νότο, δουλεύουν σκληρά και αγαπούν πολύ, χωρίς να περιμένουν τίποτα, χωρίς δεύτερες σκέψεις. Παραμύθια θα μου πείτε. Μα, ναι, η Φάνη Φλαγκ λέει τα πιο όμορφα παραμύθια και το τελευταίο της βιβλίο «Όλοι Γι’ αυτό Μιλούν»-Εκδόσεις Ωκεανός είναι ακριβώς αυτό, μια ιστορία φτιαγμένη από τα υλικά του παραμυθιού. Μια φορά κι έναν καιρό, λοιπόν…

…έφτασε στο Μιζούρι ο Λόρντορ Νόρντστρομ. Το ημερολόγιο έγραφε 1880 κι εκείνος έχοντας αφήσει, στα εικοσί οχτώ του χρόνια, την πατρίδα του τη Σουηδία, έναν κόσμο που γνώριζε καλά, ταξίδεψε μέχρι την Αμερική για να βρει τον τόπο που θα έχτιζε, από το τίποτα, τον δικό του κόσμο. Δούλεψε πολύ για αυτό το όνειρο. Μια φάρμα, μια δική του φάρμα μέσα σε καταπράσινα λιβάδια, πηγές με καθαρό νερό κι έναν ήλιο ζεστό, τον ήλιο που του έλειπε τόσο στην πατρίδα. Βρήκε και συνοδοιπόρους. Τον Χένρι και τη Νάνσι Νοτ, την Μέρντι και τον Λαρς Σβένσεν, τους Λίντκουιστ, τους Τίλντχολμ, τους Έγκστρομ. Μια αγγελία που καλούσε νεαρούς αγρότες να έρθουν για να στήσουν μια νέα κοινότητα, έφερε γείτονες μιας ολόκληρης ζωής. Στα εύκολα και στα δύσκολα. Μαζί στα χωράφια, μαζί στα ζώα, μαζί στα γλέντια και στις αναποδιές. Αδέρφια.

Βρήκε και τη γυναίκα της ζωής του. Κατρίνα Όλσεν. Νύφη δι’ αλληλογραφίας που έφτασε από το Σικάγο με μια φωτογραφία του στο χέρι κι ένα σωρό γράμματα στη βαλίτσα της. Ο Λόρντορ κι η Κατρίνα αγαπήθηκαν πολύ κι αγάπησαν ακόμα πιο πολύ αυτόν τον τόπο. Κι όσο η αγάπη μεγάλωνε, τόσο ο τόπος άνθιζε για να δώσει τον πιο γλυκό καρπό του. Κι οι αγελάδες της φάρμας τους χορτάτες, έδιναν κι αυτές το πιο γλυκό γάλα του κόσμου. Με αυτό μεγάλωσαν τα παιδιά και τα εγγόνια τους, που ήρθαν για να μεγαλώσουν το όνειρο. Και να κάνουν αυτά τα λιβάδια πόλη ολόκληρη, με εκκλησία, σχολείο, δρόμους χαραγμένους, πλατείες και μαγαζιά. Μια ακόμα αγγελία έφερε νέους ανθρώπους στην πόλη που πλέον την έλεγαν Έλμγουντ Σπρινγκς. «Παρακαλούμε όσους σκέφτονται να ταξιδέψουν δυτικά για να βρουν δουλειά, να έλθουν στο Έλμγουντ Σπρινγκς, Μιζούρι. Έχουμε ανάγκη από γιατρό, οδοντίατρο, έναν καταστηματάρχη να πουλά αγροτικά αγαθά, φάρμακα, πανωφόρια, καπέλα. Επίσης έναν Λουθηρανό ιεροκήρυκα, ήπιου χαρακτήρα.» Παλιοί και νέοι προχωρούσαν πια μαζί κι ο χρόνος έφερνε λύπες, χαρές, αγωνίες κι ό,τι άλλο φυλάγε για τον καθένα. Τα βράδια κάποιος έπαιζε βιολί, κάποιοι χόρευαν στη μέση κι όλα τα δύσκολα γίνονταν χθες.

Κι όταν ερχόταν η ώρα να φύγουν από τούτη τη ζωή, η γη που αγάπησαν τους αγκάλιαζε έναν-έναν. Το Στιλ Μέντοουζ, στον λόφο πάνω από την πόλη που είχαν ετοιμάσει από καιρό, τους περίμενε. Και ξαναβρίσκονταν σιγά-σιγά όλοι μαζί. Ο Λόρντορ και η Κατρίνα, η Νάνσυ και ο Χένρι, η Μέρντι, ο Λαρς. Συντροφιά, όπως ξεκίνησαν, να κοιτάζουν από ψηλά και να αφουγκράζονται την πόλη τους.

-Ζήσανε, λοιπόν, αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα; Όχι ακριβώς. Όχι ακόμα. Όπως σε όλα τα παραμύθια ήρθαν νύχτες δύσκολες που δεν έλεγαν να τελειώσουν. Ο ουρανός του Έλμουντ Σπρινγκς σκοτείνιασε πολλές φορές μέσα στα χρόνια που ήρθαν και τα βιολιά σώπαιναν κι οι χοροί σταματούσαν μέχρι να ξημερώσει. Μέσα στα σκοτάδια του, παραφυλούσαν λύκοι κακοί, με δόντια κοφτερά έτοιμα να κατασπαράξουν τα όνειρα των άλλων. Κι έκαναν ό,τι μπορούσαν γι’ αυτό. Μα δεν τα κατάφεραν ποτέ γιατί η αγάπη είναι πιο δυνατή. Έχει μαζί της τα πουλιά, τα σύννεφα, τα δέντρα, τα σαλιγκάρια που βγαίνουν με τη βροχή, το χώμα που πατάμε. Κι έτσι στο τέλος πάντα νικάει η αγάπη για να ζήσουν οι ήρωες των παραμυθιών καλά κι εμείς να ελπίζουμε καλύτερα.

Η Φάνη Φλαγκ μάς χάρισε μια ιστορία καμωμένη από ζάχαρη. Γεμάτη όνειρα, θάρρος κι αλήθειες πολλές, ανάμεσα σε ξύλινα αγροτόσπιτα, χωράφια με ηλιοτρόπια και καθαρές πηγές. Στον ουρανό της δυο πεταλούδες χορεύουν ελεύθερες, επιτέλους κι ένα κοράκι πετάει πάνω από το Στηλ Μέντοουζ. Αν μπορούσε θα χαμογελούσε πονηρά, μα μπορεί μόνο να πετά. Όχι, που θα άφηνε έναν ζηλιάρη λύκο με ένα φύσημα να γκρέμιζε την ιστορία τους. Την ιστορία του Έλμουντ Σπρινγκς. Η Φάνη Φλαγκ ξέρει πως τα όμορφα παραμύθια πρέπει να τελειώνουν πάντα όμορφα κι «όλοι να παίρνουν αυτό που τους αξίζει».