του Παύλου Θ. Κάγιου //

Από τη μια άκρη στην άλλη αυτή η κινηματογραφική εβδομάδα καθώς κυριαρχούν το αισθητικό κομψοτέχνημα «Ψυχρός πόλεμος» και η νέα συνέχεια των θρυλικών ταινιών τρόμου «Η νύχτα με τις μάσκες».

 

«Ψυχρός πόλεμος»
Ο ασυμβίβαστος έρωτας δεν μπορεί να ανθίσει ούτε στην καταπιεστική ανατολική Ευρώπη, ούτε στην «ελεύθερη» Δύση και οδηγείται στο αδιέξοδο. Αυτή είναι η κατάληξη των εραστών στον «Ψυχρό πόλεμο» που, φυσικά, δεν διαλέγεται τυχαία κι ο τίτλος…

Μετά την «Ida» που εντυπωσίασε τους πάντες και έφερε στην πρώτη γραμμή των δημιουργών με ψυχισμό, «άποψη» και στυλ, ο Πάβελ Παβλικόφσκι επιστρέφει με τον «Ψυχρό πόλεμο» που περιγράφει μια αδιέξοδη ερωτική ιστορία εμπνευσμένη από ένα πανέμορφο μελαγχολικό λαϊκό τραγούδι της Πολωνίας. Φιλμ που κέρδισε το βραβείο σκηνοθεσίας στο Φεστιβάλ Καννών. Πρόκειται για μια σπαρακτική ιστορία αγάπης που διατρέχει την μεταπολεμική ιστορία της Πολωνίας αλλά και της Ευρώπης την περίοδο που καθιερώθηκε ο όρος «ψυχρός πόλεμος» χωρίζοντας τη γηραιά Ήπειρο στα δύο: Ανατολική-κομμουνιστική, Δυτική-καπιταλιστική. Επίσημη υποβολή της Πολωνίας για το Όσκαρ Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας.

Σκηνοθεσία: Πάβελ Παβλικόφσκι
Παίζουν: Τζοάνα Κούλιγκ, Τόμας Κοτ, Μπόρις Σικ, Αγκάτα Κουλέζα, Σεντρίκ Καν, Ζαν Μπαλιμπάρ

«Ο τελευταίος παρτιζάνος»
Μια μοναδικά ξεχωριστή ταινία. Ο σκηνοθέτης προσεγγίζει τον Μανώλη Γλέζο με έναν τρόπο γεμάτο φρεσκάδα και διαύγεια αποκαλύπτοντας τη φλογερή προσωπικότητά του, ενώ άλλοτε με χιουμοριστικό και άλλοτε με βαθιά συγκινητικό τρόπο καταφέρνει να αναδείξει το πάθος του για την ίδια τη ζωή. Σε ένα δεύτερο επίπεδο, η αφήγηση της ιστορίας του Μανώλη Γλέζου μας δίνει το πορτρέτο της σύγχρονης ιστορίας της Ελλάδας.

Ο μοναδικός αυτός τρόπος με τον οποίο ο Ανδρέας Χατζηπατέρας έρχεται σε επαφή με τον Μανώλη Γλέζο οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στο εντελώς διαφορετικό δικό του σημείο αφετηρίας. Γεννημένος και μεγαλωμένος στο Λονδίνο, γόνος ελληνικής οικογένειας, ο Ανδρέας Χατζηπατέρας σπούδαζε το 2015 στη Νέα Υόρκη στην περίφημη σχολή κινηματογράφου του NYU (από την οποία έχουν αποφοιτήσει κορυφαίοι σκηνοθέτες όπως ο Μάρτιν Σκορτσέζε, ο Τζιμ Τζάρμους και πολλοί άλλοι) όταν άκουσε για πρώτη φορά το όνομα του Μανώλη Γλέζου.

Ήταν όταν μια καθηγήτριά του στη σχολή διάβασε ένα άρθρο στους York Times που διηγούνταν ότι ο Γλέζος είχε γίνει Ευρωβουλευτής σε ηλικία 92 ετών και ρώτησε τον Χατζηπατέρα εάν γνώριζε τον αειθαλή πολιτικό άνδρα. Αυτή ήταν η πρώτη φορά που ο Ανδρέας άκουσε για τον Μανώλη Γλέζο.

Με την περιέργεια του κεντρισμένη έψαξε στο διαδίκτυο, τηλεφώνησε σε συγγενείς στην Αθήνα να μάθει περισσότερα και άρχισε να έρχεται σε επαφή με τον Μανώλη Γλέζο για να κάνει μια ταινία με θέμα τον ίδιο. Με τα «σπαστά» ελληνικά του και την απόστασή του από την ελληνική μικροπολιτική πραγματικότητα, ο Χατζηπατέρας ενδιαφέρεται να εντοπίσει την ουσία του Μανώλη Γλέζου. Ακολουθώντας τον Γλέζο από το σπίτι στο γραφείο του, στο ασταμάτητο, πυρετώδες καθημερινό του πρόγραμμα, αλλά και στο ταξίδι του στην Ευρωβουλή, αποκαλύπτει έναν άνθρωπο που τυγχάνει συγκινητικής αποδοχής, όπου και αν βρεθεί και που η ιστορία του είναι η σύγχρονη ιστορία της χώρας του.

Έτσι, εν μέσω αστεϊσμών, επιπλήξεων και συμβουλών, το συνεργείο αναλαμβάνει ενεργό δράση πίσω από την κάμερα, προσπαθώντας πάση θυσία να αποκαλύψει τον Μανώλη Γλέζο, τον άνθρωπο που κρύβεται πίσω από τον μύθο.

Ο Χατζηπατέρας ταυτόχρονα με το μοναδικό πορτρέτο, γεμάτο καθαρότητα, χιούμορ και συναίσθημα, που καταφέρνει να πετύχει, καταφέρνει να αποδώσει και ένα πορτρέτο της χώρας που γέννησε μια προσωπικότητα του βεληνεκούς του Μανώλη Γλέζου. Της χώρας – που όπως γράφει ο πρόσφατα μεταφρασμένος στα ελληνικά Αμερικανός ιστορικός Γουίλιαμ Μακ Νηλ – πέρα από τον ατομισμό και τον συμφεροντολογισμό, από καιρό σε καιρό, εμπνέει και ένα έντονο, σχεδόν παράλογο, ηρωικό στοιχείο. Αυτό το ηρωικό στοιχείο που ιστορικά δίνει στην Ελλάδα την τελική της μορφή, βρίσκει την καλύτερη έκφρασή του στο πρόσωπο του Μανώλη Γλέζου.

«Η νύχτα με τις μάσκες»
H τεράστια εισπρακτική επιτυχία του 1978 αναγεννιέται θριαμβευτικά φέτος για να καλύψει την ανάγκη του κοινού για επιστροφή σε διαχρονικά πρότυπα τρόμου. Η ιστορία του Μάικλ Μάγιερς, ενός ανθρώπου χωρίς ταυτότητα και χωρίς πρόσωπο, ο οποίος επιστρέφει για να συνεχίσει το έργο σφαγής, είναι τόσο λιτή και εύστοχη ώστε αποκτάει μόνη της αρχετυπική διάσταση για τα δεδομένα των ταινιών τρόμου.

Η Νύχτα με τις Μάσκες (1978), η πρώτη ταινία Halloween που εμπνεύστηκε ο Τζον Κάρπεντερ, στάθηκε η αφορμή οι κινηματογραφικές αίθουσες να γεμίσουν με slasher movies στις επόμενες δεκαετίες, και η αλληγορική διάστασή τους σε σχέση με τον «αναίτιο κακό» να γεννήσει μια ολόκληρη μυθολογία τρόμου. Σαράντα χρόνια μετά, ο σκηνοθέτης Ντέιβιντ Γκόρντον Γκριν θα δώσει συνέχεια στον μακάβριο εφιάλτη του Κάρπεντερ, με την Τζέιμι Λι Κέρτις ξανά στον ρόλο που την έκανε superstar.

Στην ταινία Η Νύχτα με τις Μάσκες, η Τζέιμι Λι Κέρτις επιστρέφει στον κλασικό της ρόλο, για να αντιμετωπίσει τη μασκοφόρα φιγούρα που την στοιχειώνει τέσσερις ολόκληρες δεκαετίες. Σύμφωνα με τα λόγια του παραγωγού Μάλεκ Ακάντ: «Ο Μάγιερς, με τη μάσκα του και τη στολή του στο βενζινάδικο, είναι ένας χαρακτήρας που ακροβατεί ανάμεσα στο ανθρώπινο και το υπερφυσικό. Είναι η απόλυτη δύναμη του κακού. Είναι αδίστακτος και καμία προσευχή δεν μπορεί να σας σώσει. Έχει ένα μόνο σκοπό: να σκοτώσει. Ο Μάγιερς είναι μια αδυσώπητη δύναμη της φύσης». Ο Ακάντ, του οποίου η εταιρεία παραγωγής Trancas International Films, δημιουργεί τις ταινίες Halloween από το ξεκίνημά τους, ήταν ανοιχτός σε μια φρέσκια ματιά στην ιστορία και βρήκε έναν δημιουργικό συνεργάτη στο πρόσωπο του Τζέισον Μπλουμ και της Blumhouse που έγινε συμπαραγωγός. Ο Μπλουμ δήλωσε: «Η ευλογία του Τζον Κάρπεντερ ήταν η απαραίτητη προϋπόθεση για την εμπλοκή της Blumhouse στην ταινία αυτή. Δεν θα προχωρούσα σε ένα σίκουελ χωρίς αυτόν. Έτσι, ο πρώτος άνθρωπος στον οποίο πήγα ήταν ο Κάρπεντερ. Τον ρώτησα: Θέλετε να συμμετάσχετε; Ευτυχώς συμφώνησε».

Σκηνοθεσία: Ντέιβιντ Γκόρντον Γκριν
Μουσική: Τζον Κάρπεντερ, Κόντι Κάπρπεντερ
Παίζουν: Τζέιμι Λι Κέρτις, Τζούντι Γκριρ, Γουίλ Πάτον, Βιρτζίνια Γκάρντνερ.

«Η διαπαιδαγώγηση της Κάμερον Ποστ»
Η Κάμερον Ποστ είναι, φαινομενικά, το πρότυπο της μαθήτριας λυκείου. Αλλά, όταν την πιάνουν στα πράσα με μία συμμαθήτριά της στο πίσω κάθισμα ενός αυτοκινήτου τη βραδιά του σχολικού χορού, την στέλνουν σε ένα κέντρο επαναπροσδιορισμού & θεραπείας για έφηβους που «πάσχουν» από ερωτική έλξη για άτομα του ίδιου φύλου. Στο κέντρο, η Κάμερον υπόκειται σε εξωπραγματική πειθαρχία, αμφίβολες μεθόδους «απo-ομοφυλοποίησης» και τραγούδια χριστιανικής ροκ. Όμως, αυτό το παράδοξο μέρος τής προσφέρει, ταυτόχρονα, τη δυνατότητα να συμμετέχει σε μια γκέι κοινότητα. Για πρώτη φορά, η Κάμερον έρχεται σε επαφή με άτομα που της μοιάζουν και καταφέρνει να βρει τη δική της θέση ανάμεσα σε άλλους «απόβλητους».

Μεταφορά στην οθόνη του νεανικού μυθιστόρηματος “The Miseducation of Cameron Post” της Emily M. Danforth. Είναι ένα βιβλίο 470 σελίδων που διαδραματίζεται στην Μοντάνα στις αρχές των ’90s και εξιστορεί 8 χρόνια από τη ζωή της ομώνυμης ηρωίδας. Η Κάμερον είναι 12 ετών και μόλις αρχίζει να συνειδητοποιεί πως είναι ομοφυλόφιλη όταν πεθαίνουν οι γονείς της. Την κηδεμονία της Κάμερον αναλαμβάνουν η θεία και ο θείος της, που είναι Ευαγγελιστές κι αποφασίζουν να την στείλουν σε ένα χριστιανικό κέντρο θεραπείας της ομοφυλοφιλίας όταν ανακαλύπτουν τον σεξουαλικό της προσανατολισμό.

Σκηνοθεσία: Ντέζιρε Άκαβαν
Παίζουν: Κλόι Γκρέις Μορέτς, Τζον Γκάλαγκερ Τζ., Σάσα Λέιν, Φόρεστ Γκούντλακ, Τζένιφερ Ίλι

«Dance fight love die – Ταξιδεύοντας με τον Μίκη»
Ένα αλλιώτικο ντοκιμαντέρ με στοιχεία μυθοπλασίας για τον Μίκη Θεοδωράκη. Από ένα ακατέργαστο οπτικό υλικό περίπου 600 ωρών που γύρισε σε διάστημα 30 ετών, ο Αστέρης Κούτουλας συμπυκνώνει μέσα σε μιάμιση ώρα στιγμές που παρουσιάζουν την αυθεντική εικόνα του «πνευματικού αναρχικού» Μίκη Θεοδωράκη. Ο Αστέρης Κούτουλας είναι μουσικός παραγωγός και διοργανωτής εκδηλώσεων, συγγραφέας και σκηνοθέτης που ζει στο Βερολίνο. Γεννήθηκε το 1960 στη Ρουμανία κι είναι παιδί Ελλήνων μεταναστών. Το 1968 μετακόμισε με την οικογένειά του στην Ανατολική Γερμανία.

 

«Εντιμότατοι κλέφτες»
Ο Μπράιαν Ρίντερ υπήρξε διάσημος κλέφτης στα νιάτα του, τώρα στα 77 του συγκροτεί μια συμμορία από αλλοπρόσαλλους εγκληματίες με σκοπό να διαπράξουν μια πρωτοφανή ληστεία στο θησαυροφυλάκιο του Hatton Garden. Οι κλέφτες, όλοι μεταξύ 60 και 70 ετών, εκτός από έναν, επιστρατεύουν τις παλιομοδίτικές μεθόδους τους και σχεδιάζουν την ληστεία για το Σαββατοκύριακο του Πάσχα.

All star καστ από γερόλυκους του βρετανικού σινεμά (Μάικλ Κέιν, Τζιμ Μπρόουντμπεντ, Τομ Κόρτνεϊ, Τσάρλι Κοξ, Πολ Γουάιτχαουζ, Μάικλ Γκαμπόν, Ρέι Γουίνστοουν) για μια περιπέτεια δράσης με έμφαση στο φλέγμα και το στιλ!

Σκηνοθεσία: Τζέιμς Μαρς
Παίζουν: Μάικλ Κέιν, Τζιμ Μπρόουντμπεντ, Τομ Κόρτνεϊ, Τσάρλι Κοξ, Πολ Γουάιτχαουζ, Μάικλ Γκαμπόν, Ρέι Γουίνστοουν

«Τυφλό σημείο»
Όουκλαντ, Καλιφόρνια. O Κόλιν (Νταβίντ Ντιγκς) προσπαθεί να περάσει τις τελευταίες τρεις ημέρες της αστυνομικής του επιτήρησης όσο πιο ομαλά γίνεται στην ύστατη προσπάθειά του να κάνει ένα νέο ξεκίνημα. Ωστόσο, ο παιδικός του φίλος Μάιλς (Ραφαέλ Κασάλ) είναι ένας πραγματικός μαγνήτης για μπελάδες. Οι δύο κολλητοί επιστρέφουν στην παλιά τους γειτονιά όπου η νοσταλγία μπλέκεται με καινούργια απρόσμενα σκηνικά και σπαρταριστά γεγονότα. Μία αναποδιά όμως αρκεί ώστε να βάλει τον Κόλιν σε νέες περιπέτειες και να κάνει τα πράγματα να σοβαρέψουν…

Σκηνοθεσία: Κάρλος Λόπεζ Εστράδα
Παίζουν: Νταβίντ Ντιγκς, Ραφαέλ Κασάλ, Τζανίνα Γκαβανκάρ

«Mandy»
Ο ελληνικής καταγωγής Panos Cosmatos (Beyond the Black Rainbow) καταθέτει, μόλις με τη δεύτερη ταινία του, ένα αισθητικά συγκλονιστικό έργο με μοναδικό όραμα και αριστοτεχνική εκτέλεση. Ο Nicolas Cage αναλαμβάνει πρωταγωνιστικό ρόλο σ΄ αυτό το αιματηρό, ψυχεδελικό, κολασμένο οδοιπορικό, ένα μακελειό αφιερωμένο στην τέχνη του φανταστικού και ντυμένο με τη μουσική του σπουδαίου Johann Johannsson. Η ταινία έχει αποσπάσει διθυραμβικές κριτικές, έχει κλέψει τις καρδιές του κοινού και κατέχει ήδη τη θέση ενός cult αριστουργήματος με σκηνές που θα αφήσουν το σημάδι τους στο σινεμά.

 

Σύνοψη
1983. Ο Red και η Mandy, ένα περιθωριακό και αγαπημένο ζευγάρι, ζουν γαλήνια στο δάσος, μέχρι που το καταφύγιό τους δέχεται ανελέητη επίθεση από μία παρανοϊκή θρησκευτική σέκτα με επικεφαλής τον σαδιστή Jeremiah. Ο Red επιβιώνει και εξαπολύει ένα μανιασμένο ανθρωποκυνηγητό που κορυφώνεται σε αιματοκύλισμα.

Σκηνοθετικό σημείωμα
Μου αρέσει να σκέφτομαι το Mandy σαν ένα έργο ναΐφ τέχνης. Μία δυνατή ανάμνηση του παρελθόντος μου και της τέχνης, της μουσικής και των ταινιών που αγάπησα μεγαλώνοντας.

Συνέλαβα την ιδέα του Mandy ταυτόχρονα με την πρώτη μου ταινία, το Beyond the Black Rainbow, αμέσως μετά τον θάνατο του πατέρα μου. Όταν ο κόσμος μου, όπως τον ήξερα, έφτασε σε ένα τέλος και το πένθος για τον θάνατο της μητέρας μου μία δεκαετία νωρίτερα, αναδύθηκε στην επιφάνεια και με πλημμύρισε. Η πρώτη μου ταινία πραγματεύτηκε τα συναισθήματα της μεταμέλειας και της ενοχής, το να αφήνω τα πράγματα που δεν μπορώ να αλλάξω. Το Mandy έχει να κάνει με την οργή και την απόγνωση που ακολουθεί.

Στην πρώτη ταινία αποπειράθηκα να εξασκήσω την αυτοκυριαρχία σε όλες μου τις διαστάσεις για να δημιουργήσω ένα πολύ ελεγχόμενο και καθορισμένο σύμπαν. Στο Mandy αφήνομαι λίγο, επιτρέποντας στα καλλιτεχνικά μου φετίχ, στα πάθη και την προσωπικότητα μου να ανθίσουν μέσα στα πλαίσια της ταινίας.

«Hunter killer»
Ο κυβερνήτης ενός αμερικάνικου υποβρυχίου αποστέλλεται σε βαθιά ρωσικά ύδατα για να σώσει τον εκλεγμένο Ρώσο πρόεδρο εν μέσω ενός στρατιωτικού πραξικοπήματος.

Η έμπνευση για την ταινία ήρθε από το βιβλίο «Firing Point» του Τζορτζ Γουάλας, ενός έμπειρου πρώην κυβερνήτη μονάδας υποβρυχίων. Το βιβλίο είναι γεμάτο στιγμές δράσης και αγωνίας και έχει κινηματογραφική αίσθηση. Αυτό ήταν που «κέρδισε» τους σεναριογράφους Αρν Σμιντ και Τζέιμι Μος και προχώρησαν στη μεταφορά του βιβλίου σε σενάριο .

Σκηνοθεσία: Ντόνοβαν Μαρς
Πρωταγωνιστούν: Τζέραρντ Μπάτλερ, Γκάρι Ολντμαν, Κόμον