Γράφει η Σώτια Παπαμιχαήλ //

Ο τίτλος τίμιος και καθαρός. “Ο δερματοστίκτης του ΑΟΥΣΒΙΤΣ” της Χέδερ Μόρρις, εκδόσεις Ωκεανός. Καμία αυταπάτη. Θα ακολουθήσεις τα βήματά του ένα-ένα μέχρι το τέλος. Το τέλος; Το τέλος του εφιάλτη.

ARBEIT MACHT FREI ή αλλιώς η εργασία απελευθερώνει.

Και βρίσκεσαι εκεί, κάτω από τη μεταλλική πινακίδα. Μαζί του. Το ταξίδι που σας έφερε μακρύ. Το τρένο ήταν ο πρόλογος. Ένα κακώς ορίσατε στην κόλαση. Κλείστε και την πόρτα πίσω σας. Δε θα τη χρειαστείτε. Μια βαλίτσα. Λίγα πράγματα. Αχρείαστα όλα. Το κορμί και το μυαλό. Τίποτα άλλο δεν έχεις πια. Κουρέλια όλοι. Κι εσύ κι αυτός. Αξιοπρέπεια. Σεβασμός. Ανθρωπιά. Δε χωράνε να περάσουν. Σας σπρώχνουν. Σας γδύνουν. Σας μαστιγώνουν με παγωμένο νερό. Σας ξυρίζουν. Ύπνος. Φαγητό. Πολυτέλειες περασμένων μεγαλείων. Εδώ με το ζόρι ζεις. Κάθε λεπτό παραπάνω είναι από τύχη δικό σου. Οι σφαίρες πολλές. Πιο πολλές κι από τις ανάσες. Κάθε μέρα ένα ωχ κι ένα ουφ μαζί. Που είσαι όρθιος, που άντεξες κι ας μη βλέπεις κι ας μην περιμένεις το φως στην άκρη του τούνελ σου.

Ο ήρωας καταλαβαίνει αμέσως τι συμβαίνει και λέει “Εγώ θα ζήσω”… κι αν μπορέσω θα βοηθήσω. Μη μιλάς. Μην αντιδράς. Μη ρωτάς. Κάνε ό,τι σου λένε. Μην τους κοιτάς στα μάτια. Μην τους κοιτάς καθόλου. “Ζήσε κι αν μπορείς σώσε έστω έναν” σκέφτεται. Όλες οι οδηγίες νόμος. Σκύβει το κεφάλι στο νόμο με τα μάτια ανοιχτά σε ό,τι τρέχει, σε ό,τι σκαλώνει. Σε όποιον του απλώνει το χέρι. Δε βλέπει άλλο τρόπο. Κι ελπίζει. Δεν του έχει μείνει τίποτα άλλο.

Τον παρατηρείς. Παρατηρείς και τους γύρω του. Τους απρόσεχτους, τους ανένταχτους. Δεν αντέχουν τον ζυγό. Παίζουν με τη φωτιά. Κι η φωτιά δε συν-χωρά. Και τους άλλους τους τρομαγμένους, τους παραδομένους, τους αδύναμους. Η παραίτηση, παγίδα. Μυρίζουν οι φύλακες το πρόθυμο αίμα. Κι όλοι μαζί στο ίδιο σκοτάδι το αξημέρωτο. Δουλειά και δουλεία στην ίδια φυλακή. Ένας τόνος τις ξεχωρίζει. Κι αναρωτιέσαι, έτσι από τη βολή της πολυθρόνας σου ή ακόμα καλύτερα της ξαπλώστρας σου. Εσύ τι θα έκανες; Αν έτσι ξαφνικά βρισκόσουν εκεί. Σε ένα στρατόπεδο καταναγκαστικής εργασίας με τα όπλα να σε σημαδεύουν και τα κρεματόρια να σε περιμένουν. Τι θέση θα έπαιρνες στην κόλαση; Λες πως ζορίζεσαι και δεν μπορείς να το σκεφτείς καν και πως ο άνθρωπος γίνεται απρόβλεπτος σε τέτοιες καταστάσεις. Ψέμα. Αναλογίσου τη θέση σου σε αυτό τον κόσμο και θα καταλάβεις. Τίποτα δε θα άλλαζε ούτε κι εσύ. Καμία αυταπάτη. Όλοι έχουμε πάρει θέση από νωρίς.

…πάνε στο βάθος του παραπήγματος και προσεύχονται στο θεό τους. Τα λόγια τους είναι ακατάληπτα. Προσεύχονται για καθοδήγηση, εκδίκηση ή αποδοχή;…

Μεγάλη δοκιμασία αυτό το βιβλίο, το οποίο στηρίζεται σε αληθινή ιστορία. Τόσο απλά και φυσικά που κυλά σε παρασύρει ανώδυνα μαζί του. Και προχωρά βήμα-βήμα χωρίς ένταση, χωρίς πίεση στο αναπόδραστο ώσπου σου παίρνει την ανάσα σου και λες: τώρα; Τώρα πρέπει να δεις τη στάση σου στον χώρο και τον χρόνο που σου έλαχε. Τα `παμε και πριν. Πώς στέκεσαι και πώς αντι-στέκεσαι. Να την εξετάσεις ξανά πριν να είναι αργά άλλωστε ακόμα η εργασία “απελευθερώνει” κι οι οδηγίες παραμένουν σταθερές. Μη μιλάς. Μην αντιδράς. Μη ρωτάς. Κάνε ό,τι σου λένε.