Από Τον Γιάννη Παναγόπουλο.
Φωτογραφία: Γιάννης Κέμμος.

Καλοκαίρι 2006, αν δεν κάνω λάθος. Ο Ηλίας δουλεύει σε καφενείο στο λιμάνι της Φολεγάνδρου. Δεν του αρέσει καθόλου. Βαριέται. Καμία φαντασία. Οι περισσότερες παραγγελίες είναι: κόκα-κόλα ή φρέντο μέτριο, σε πλαστικό ή ice tea. Από φίλους και γνωστούς βαρέθηκε ν’ ακούει: «Κάνε υπομονή ρε. Ο καιρός θα περάσει». Έχει σχέδια στο μυαλό του. Φαντάζεται πράγματα. Και όταν τον διακόπτει η φωνή του μπουφετζή: «Ηλία πιάσε μια κόκα», σαλτάρει. Θα το έλεγες «ταλέντο» να του διακόπτει το όνειρο πάντα στο καλύτερο σημείο. Δέκα χρόνια μετά, στην καρδιά της Αθήνας, μπαίνοντας στο μπαρ «42» τον ξαναείδα. Πίσω από την μπάρα μοιάζει απόλυτα συγκεντρωμένος στη δουλειά του. Χαθήκαμε και ξαναβρεθήκαμε. Μιλάμε. Ο Ηλίας φτιάχνει περίτεχνα, υπέροχα κοκτέιλ με παράξενα ονόματα. Τον ρωτήσαμε:

-«Ποια είναι η πιο χαρακτηριστική στιγμή που βίωσες ως μπάρμαν; Τι ήταν εκείνο που την έκανε σημαντική σε σένα;»

-«Μάλλον η πρώτη μέρα που μπήκα πίσω από το μπαρ. Η συνειδητοποίηση όσων συμβαίνουν μπροστά η πίσω από το έπιπλο που λέγεται: «μπαρ». Ο ενωτικός ή ο διαχωριστικός ρόλος του. Τα πάντα εξαρτώνται από την οπτική που θέλεις να τα δεις. Όπως εξαρτάται από την οπτική που αντιμετωπίζεις τα υλικά σου. Μπορείς να δημιουργήσεις με πολλά, μπορείς με λίγα. Υπάρχει ένα cocktail για τον καθένα. Είναι όπως στους ανθρώπους. Ο καθένας έχει ένα ταίρι εκεί έξω. Μπορεί να το βρει ή να τον βρει. Ή μπορεί να μη συναντηθούν ποτέ. Ο bartender ψυχογραφεί. Κάνει μοναδικό τον άνθρωπο που κάθεται απέναντι του. Φαντάζεται πράγματα και τον ταυτίζει με ένα ποτό. Όπως κάνει ένας τσαγκάρης με ένα παπούτσι. Γνωρίζει πως για τον καθένα υπάρχει ένα ιδανικό ζευγάρι. Όλα τα παραπάνω, σε συνδυασμό με τη συναναστροφή κατάλληλων ανθρώπων, σου μεταδίδουν σεβασμό για αυτό που κάνεις. Ναι, η δουλειά του μπάρμαν είναι διασκεδαστική, δημιουργική και όχι τόσο εύκολη όσο ακούγεται, όσοι πολλοί πιστεύουν. Αλλά, όπως λέει και ένας φίλος, προκαλεί λιγότερο άγχος από το να δουλεύεις, για παράδειγμα, σε μια τράπεζα. Όταν πρέπει να πάρεις αποφάσεις που ενδεχομένως σου στοιχίσουν άπειρες ώρες χαμένου ύπνου τα βράδια. Η καλύτερη στιγμή μου είναι, ίσως, η κάθε στιγμή που δεν μετανιώνω για την επιλογή μου να κάνω αυτή την δουλειά. Μάλλον αυτό οφείλεται στο ότι με εμπιστεύτηκαν ικανοί άνθρωποι με αναλλοίωτη στον χρόνο προσωπικότητα που έχουν ως γνώμονα την εξέλιξη του εαυτού τους παράλληλα με το επάγγελμα. Όταν «μεγαλώνεις» μαζί με τέτοιους ανθρώπους μόνο χαρούμενος είσαι».

thumbnail_μέσα

Ο Ηλίας γράφει το βιογραφικό του.

Γεννήθηκα στην Αθήνα, τον Αύγουστο του 1986. Παιδικά, εφηβικά και πρώτα χρόνια ενηλικίωσης έλαβαν χώρα στη Φολέγανδρο (αναφέρομαι στα μεγάλης διαρκείας καλοκαίρια και όχι στους χειμώνες. Σ’ εκείνα που διαρκούσαν όσο είναι. Σαν εποχές. Όχι με βάση τις ημέρες της άδειας). Με τις υποχρεώσεις να περιορίζονται από Σεπτέμβρη μέχρι Μάη, θυμάμαι τους καλοκαιρινούς μήνες να περπατώ ξυπόλυτος στο λιμάνι της Φολεγάνδρου. Οι μήνες που μεσολαβούσαν κάθε χρόνο, μέχρι να έρθει το εκάστοτε καλοκαίρι, ήταν μάλλον αδιάφοροι. Οι πανελλήνιες με στείλανε στις Σπέτσες, στη σχολή τουριστικών επιχειρήσεων. Η μανά μου ήθελε να με στείλει στο πολεμικό ναυτικό. Τελικά πήγα στο Εργαστήρι επαγγελματικής δημοσιογραφίας γιατί ήθελα να ταξιδέψω τον κόσμο και να γράψω κάποια στιγμή για αυτόν. Το δημοσιογραφιλίκι μού έφυγε γρήγορα. Η θέληση να δω τον κόσμο παραμένει ενεργή. Γνώρισα τον Χρήστο Χουσέα, τότε bartender στο bar «Guru Bar», ένα καλοκαίρι στη Φολέγανδρο. Κάπως έτσι βρέθηκα να δουλεύω στο ίδιο μαγαζί για περίπου 2 χρόνια. Μετά συνεργαστήκαμε στο «Baba au rum» (μαγαζί ιδιοκτησίας Χρήστου Χουσέα και – αρχικά – Θάνου Προυνάρου) για περίπου 3 χρόνια. Τα τελευταία 4 χρόνια είμαι bartender στο «42».