του Γιάννη Παναγόπουλου //

 Η Κατερίνα Πολέμη μόλις κάθισε απέναντί μου. Είναι ένα κρύο πρωινό του Νοέμβρη. Από εκείνα που, αν σε βρει στον δρόμο, περπατάς βιαστικά για να μπεις σε χώρο ζεστό. Φοράει ένα μακρύ κασκόλ που νομίζεις πως θα μπορούσε να το τυλίξει εκατό φορές στον λαιμό της. Δώσαμε ραντεβού σε καφέ στον Νέο Κόσμο. Έχει νάιλον τέντες και ψηλές σόμπες υγραερίου που στην κορυφή τους μοιάζουν σαν τους έχουν φορέσει μπερέ. Λίγα δευτερόλεπτα πριν η Κατερίνα παρήγγειλε καπουτσίνο και τώρα δεν θυμάται αν το ζήτησε ζεστό ή φρέντο. “Τι είπα; Zεστό ή κρύο καφέ;” ρωτά. Δεν θυμάμαι. Όμως αυτό είναι πρωινό από εκείνα που, αν παραγγείλεις κρύο καφέ, ακόμα και η σερβιτόρα ή ο σερβιτόρος θα ρωτούσε: “Είστε σίγουροι πως τον θέλετε κρύο;”

H Κατερίνα Πολέμη δεν είναι η τραγουδοποιός, η ερμηνεύτρια που έχω συνηθίσει. Είναι τριάντα, τριάντα ετών έχει ήδη ζήσει περισσότερα απ’ όσα φαντάζομαι πως θα ζήσω. Από τις αρχές της δεκαετίας του 2010 ζει στην Ελλάδα. Έχει ζήσει στη Βρετανία, τη Βραζιλία – η μητέρα της είναι Βραζιλιάνα, τη Βοστόνη των Η.Π.Α., την Αθήνα. Η οικογένειά της από τη μεριά του πατέρα ασχολείται με τον εφοπλισμό. Από όπου και αν έρχεται η Κατερίνα Πολέμη υπάρχει ένα ερώτημα που παραμένει ενεργό πίσω από κάθε υπόθεση για εκείνη. Γιατί ζει εδώ την εποχή που όλοι θέλουν φύγουν από εδώ;

“Τώρα” η Κατερίνα τελειώνει τις ηχογραφήσεις της θεατρικής παράστασης “Γιούγκερμαν” του Καραγάτση που ανεβαίνει απόψε “Θέατρο Πορεία” σε σκηνοθεσία Δημήτρη Τάρλοου και μετάφραση Στρατή Πασχάλη. Ενώ από την Πέμπτη 29 Νοέμβρη και κάθε Πέμπτη θα εμφανίζεται στο Άλσος, μαζί με τις Βιολέτα Ίκαρη και  Κατερίνα Ντούσκα, στο πλευρό του Διονύση Σαββόπουλου στην ενότητα “Οι Καινούργιοι του Μήνα”. Η Κατερίνα έγραψε τη μουσική για την ταινία του Παντελή Βούλγαρη «Μικρά Αγγλία». Πήρε μέρος στη 50η επέτειο από την κυκλοφορία του άλμπουμ “Φορτηγό” του Σαββόπουλου. Κυκλοφόρησε το πρώτο προσωπικό της άλμπουμ το 2011 με τίτλο “Spread the Music not the Name”. Τώρα που ψάχνει να ζεσταθεί τυλίγοντας με τα μακριά λεπτά της δάχτυλα μια καυτή κούπα καφέ λέει: “Έχω ηχογραφήσει τέσσερα άλμπουμ για μουσική και θέατρο. Ήρθε η στιγμή να κυκλοφορήσω το επόμενο δικό μου άλμπουμ.”

-Η απόσταση ανάμεσα σε ένα προσωπικό άλμπουμ και ένα που υπηρετεί μια θεατρική παράσταση είναι μεγάλη;

Μου αρέσει που βάζεις τη λέξη υπηρετώ. Ναι, έτσι είναι. Ό,τι και να κάνεις, είτε άλμπουμ προσωπικό είτε όχι, έρχεσαι για να υπηρετήσεις μια κατάσταση. Μεταφράζω σε νότες και ήχους συναισθήματα καταστάσεις, σκέψεις. Το πλαίσιο ενός προσωπικού άλμπουμ είναι διαφορετικό. Στις προσωπικές δουλειές το ορίζω εγώ. Στην άλλη περίπτωση το ορίζει ο σκηνοθέτης. Υπηρετώ το όραμά του με τη μουσική μου.

•Κάθε άνθρωπος θέλει μέσα από τη δική του προσωπικότητα, το δικό του ύφος να βρίσκει ανταπόκριση από άλλους. Εσύ, αν γράψεις ένα καλό κείμενο, δεν περιμένεις ν’ ακούσεις κάτι γι’ αυτό; Θα ικανοποιηθείς αν αρέσει έτσι δεν είναι;

-Στις προσωπικές σου δουλειές αυτοσκηνοθετείσαι;

Ναι, έτσι συμβαίνει. Η μουσική συντροφεύει. Δίνει φως. Ανακουφίζει. Απολαμβάνω τη συμμετοχή μου σε όλο αυτό. Είναι μια διαδικασία που ανακουφίζει και εμένα την ίδια.

-Αναφέρθηκες προηγουμένως στο πλαίσιο μιας δημιουργίας. “Πλαίσιο”, μια λέξη που χρησιμοποιούμε για να ορίσουμε τον χώρο και τον χαρακτήρα μιας κίνησης, μιας δράσης. Το πλαίσιο που ονομάζουμε ελληνικό τραγούδι ποιο είναι; Ρωτώ γιατί έχω την αίσθηση πως έχει παραμένει και παραμένει στατικό στη μεγαλύτερή του έκταση.

Συμφωνώ σε έναν βαθμό μαζί σου. Υπάρχουν νέα πράγματα που δεν με αγγίζουν. Αυτοβαπτίζονται “καινούργια”, ανοίγονται στο ρεμπέτικο, τη μπόσα-νόβα, την τζαζ και όταν τα ακούω σκέφτομαι πως δεν έχουν τη “ρίζα”. Απλά έρχονται να αναπαράγουν κάτι χωρίς να του δίνουν όραμα. Όμως δεν μένω σ’ αυτό. Ζω για τις εξαιρέσεις. Πήγα πρόσφατα σε λάιβ της Χριστίνας Μαξούρη. Είναι ηθοποιός και τραγουδίστρια. Το άλμπουμ της «Το άσπρο μαμά νοσταλγώ», σε στίχους της Ελένης Φωτάκη και μουσική του  Άγγελου Τριανταφύλλου, είναι εξαιρετικό. Ακούγοντάς το είπα πως μέσα του υπάρχει αυτό που επιτέλους θα μπορούσαμε να ονομάσουμε πραγματική νέα ελληνική μουσική. Ξέρεις, υπάρχει ανάγκη να σκεφτούμε αλλιώς. Να αισθανθούμε αλλιώς. Τις Τρίτες πηγαίνω με φίλες μου στις φυλακές γυναικών στη Θήβα για να παίξουμε μουσική. Θεωρώ πως σήμερα υπάρχει η ανάγκη να επαναπροσδιορίσουμε τις ζωές μας. Όπως κάποιος εκεί έξω μπορεί να έχει ανάγκη ν’ ακούσει αυτό που του προσφέρω έτσι και εγώ χρειάζομαι και τους άλλους να με εμπνεύσουν. Νομίζω πως δεν υπάρχουν πολλοί άνθρωποι στην ηλικία μου που να το καταφέρνουν αυτό.

-Ανέκαθεν δεν υπήρχαν; Μεγάλωσα στη δεκαετία του 1980…

Οι Πυξ–Λαξ και όλοι αυτοί δεν έφεραν έμπνευση τότε;

-Εμπορικά έφεραν το νέο. Είπαν σε μια γενιά ανθρώπων πως μια μπάντα που κάνει το κέφι της μπορεί να γίνει μεγάλη αν πάρει τον εαυτό της σοβαρά. Καλλιτεχνικά δεν νομίζω πως έκαναν το ίδιο. Εσύ όμως τι πιστεύεις γι’ αυτό;

Είμαι μια Ελληνοβραζιλιάνα – Έλληνας πατέρας, Βραζιλιάνα μητέρα – που γεννήθηκε στην Αγγλία. Έζησα πολλά χρόνια στο Λονδίνο και πολλά χρόνια στην Αμερική. Σήμερα ζω στην Ελλάδα. Από τότε που τελείωσα το πανεπιστήμιο εργάζομαι και ζω εδώ. Και αυτό ήταν μια συνειδητή απόφαση. Ήταν η περίοδος που είχε αρχίσει να γίνεται φανερή η κρίση και γίνονταν μικροπόλεμοι στο κέντρο της Αθήνας. Ήθελα να είμαι παρούσα όταν η πόλη έβραζε. Για μένα ήταν μια πρωτόγνωρη εμπειρία. Μέχρι εκείνη τη στιγμή Ελλάδα για μένα ήταν επισκέψεις στα βόρεια και τα νότια προάστια της Αθήνας. Είχα ανάγκη να γνωρίσω τη χώρα, τους ανθρώπους της και γι’ αυτό γύρισα. Δεν το μετάνιωσα. Εδώ κατάφερα να κάνω αυτό που θέλω. Εδώ μπόρεσα να τριφτώ καθημερινά με λάιβ, με μουσικούς. Και το όλο πράγμα πήγε σιγά–σιγά. Το πήρα από το μηδέν. Γνώρισα έναν μουσικό, μετά εκείνος μου γνώρισε άλλους μουσικούς. Το πράγμα μεγάλωσε και μεγαλώνει φυσιολογικά. Όλο αυτό είναι μια πρόκληση. Είμαι άνθρωπος της πρόκλησης.

-Σε έχω ακούσει να τραγουδάς στα αγγλικά, στα πορτογαλικά. Μέρος της πρόκλησης ήταν να τραγουδήσεις στα ελληνικά;

Εγώ λοιπόν ζω εδώ. Το κοινό, το ελληνικό, θέλει την ελληνική γλώσσα. Είναι πολύ νέα η ενασχόλησή μου με την ελληνική μουσική, τον ελληνικό στίχο, την άρθρωσή του. Από την εποχή που κάναμε με τον Σαββόπουλο τις γενέθλιες παραστάσεις για το “Φορτηγό” έχω μπει σε αυτή τη διαδικασία. Να προσφέρω όσα μπορώ στην ελληνική μουσική. Το dna μου είναι ένα κράμα πολιτισμών. Η Ελλάδα και η Βραζιλία είναι η βάση του και μετά προστέθηκαν και άλλοι όπως των Η.Π.Α. Γιατί έζησα αρκετό καιρό εκεί. Στην προσωπική μου δουλειά θέλω να κάνω κάτι που βασισμένο σε όσα έχω ζήσει εντάσσοντας πολλά ελληνικά στοιχεία μέσα του.

-Οι δουλειές που αφορούν το θέατρο είναι εσωτερικής καύσης. Αφορούν την Ελλάδα. Στις δικές σου ηχογραφήσεις για τα δικά σου άλμπουμ σκοπός και στόχος είναι το ελληνικό κοινό;

Ποτέ δεν ήταν. Ο κάθε άνθρωπος έχει τα δικά του φόρτε. Παίρνω την κιθάρα μου και κάνω ό,τι κάνω με τη βραζιλιάνικη, την τζαζ, την ελληνική μουσική με δικό μου τρόπο. Δεν βρίσκω τον λόγο να γίνω καλή σ’ εκείνον τον κύκλο τραγουδιού που σειρά Ελλήνων καλλιτεχνών έχουν κατακτήσει με την ερμηνεία τους, την άρθρωσή τους, τις συνθέσεις τους. Θεωρώ πως η μουσική μπορεί να ταξιδέψει παντού. Το ότι ζω εδώ δεν σημαίνει πως θέλω ν’ απευθυνθώ στο ελληνικό κοινό και μόνο. Τελικά δεν έχει και τόση σημασία πού ζω. Αυτό που έχει περισσότερο ενδιαφέρον είναι να κάνω πράγματα που είναι σε ευθεία γραμμή με το κέντρο μου. Από εκεί και πέρα θα υπάρξουν και οι άνθρωποι που θα τους αρέσει η δουλειά μου.

-Λίγοι άνθρωποι έχουν δυνατότητα να ζήσουν αυτό που λες. Οι περισσότεροι ανεξαρτήτως δυνατοτήτων πρέπει να ντιλάρουν με μια καθημερινότητα τερματισμένη στο άγχος για επιβίωση. Εσύ αυτό το έχεις λυμένο;

Ναι. Όμως υπάρχει και κάτι άλλο. Κάθε άνθρωπος θέλει μέσα από τη δική του προσωπικότητα, το δικό του ύφος να βρίσκει ανταπόκριση από άλλους. Εσύ, αν γράψεις ένα καλό κείμενο, δεν περιμένεις ν’ ακούσεις κάτι γι’ αυτό; Θα ικανοποιηθείς αν αρέσει έτσι δεν είναι;

-Είσαι μισή Βραζιλιάνα, έχεις ζήσει στη Βραζιλία. Σε πολλούς η χώρα νοηματοδοτεί αυτόματα τον ορισμό “εξωτικός προορισμός”. Τι είναι η Βραζιλία για σένα;

Μια ονειροπραγματικότητα. Δεν έχω ζήσει ποτέ επίσημα στη Βραζιλία. Από δύο μηνών πάω για έναν-δύο μήνες τον χρόνο. Τα τελευταία τέσσερα χρόνια κάνω συναυλίες εκεί. Δεν είμαι ο τουρίστας που θα καθίσει δύο-τρεις εβδομάδες και έχει μάτια μόνο για τις ατραξιόν της χώρας. Δεν είμαι όμως και ο κάτοικος που ζει εκεί κάθε μέρα όλο τον χρόνο κάθε χρόνο. Αυτός είναι ο λόγος που ονομάζω τη Βραζιλία “Ονειρπαραγματικότητα”. Για μένα η Βραζιλία περιέχει πολλά από την ενέργεια της παιδικής μου ηλικίας που μπολιάστηκε από γερές δόσεις ελευθερίας. Με θυμάμαι να περπατώ ξυπόλητη στους δρόμους της Βιτόριας, ένα μακρινό προάστιο του Ρίο. Θυμάμαι τα γλέντια που κάναμε οικογενειακώς παίζοντας ποδόσφαιρο, τραγουδώντας, γελώντας. Πλέον ως επαγγελματίας περνώ περισσότερο χρόνο στην αχανή μεγαλούπολη του Ρίο. Οι Βραζιλιάνοι απολαμβάνουν τη ζωή, μιλούν δυνατά. Η οικογένεια είναι πολύ σημαντική για εκείνους. Και αυτό είναι ένα κοινό χαρακτηριστικό που μοιράζονται εκείνοι με τους Έλληνες.

-Παίζεις κιθάρα…

Τα βασικά μου όργανα είναι η κιθάρα, το πιάνο και η φωνή.

-Η φωνή είναι όργανο;

Ναι, το πρώτο όργανο. Και μετά τα κρουστά.

-Ασχολείσαι με το τραγούδι. Θα μπορούσες να εμφανιστείς σε μαγαζί κατηγορίας “μεγάλη πίστα” που το κοινό θα πετούσε γαρίφαλα στη σκηνή;

Δεν νομίζω πως εκεί θα μπορούσα να είμαι ο εαυτός μου. Απλά αυτό.

Η Κατερίνα Πολέμη γεννήθηκε στο Λονδίνο από Έλληνα πατέρα και Βραζιλιάνα μητέρα. Σπούδασε μουσική στο φημισμένο Berklee College of Music στις ΗΠΑ οπού έζησε 5 χρόνια. Το 2011 ηχογράφησε τον πρώτο της δίσκο Spread the Music not the Name με υψηλές κριτικές. Πέρα από τα αναρίθμητα μικρά τζαζ μπαρ ανά τον κόσμο, έχει τραγουδήσει στο Carnegie Hall, στο Boston Symphony Hall, Stravinsky Auditorium στην Ελβετία και στον Κήπο Μεγάρου Αθηνών.

Το 2012 έγραψε τη μουσική για την θεατρική παράσταση – μιούζικαλ, Ευρυδίκη της S. Ruhl σε σκηνοθεσία Δ. Τάρλοου όπου και ηχογράφησε τον δεύτερό της δίσκο Ευρυδίκη και πήρε το 1ο βραβείο μουσικής στα Θεατρικά Βραβεία Κοινού 2013 του περιοδικού «Αθηνόραμα». Το 2013 έγραψε το soundtrack της ταινίας Μικρά Αγγλία του Π. Βούλγαρη και σενάριο της Ι. Καρυστιάνη, για το οποίο ήταν υποψήφια για καλύτερη μουσική από την Ελληνική Ακαδημία Κινηματογράφου το 2014. Επίσης η ταινία κέρδισε τρία βραβεία στο 17ο διεθνές κινηματογραφικό φεστιβάλ της Σαγκάης, καλύτερης ταινίας, καλύτερης σκηνοθεσίας και καλύτερης γυναικείας ερμηνείας (για την Π. Τσιλίκα). Επίσης έγραψε μουσική για τις θεατρικές παραστάσεις Τρωικός Πόλεμος σε σενάριο του Στ. Πασχάλη και σκηνοθεσία της Σ. Σπυράτου και για το Blasted της S. Kane σε σκηνοθεσία Δ. Τάρλοου και το 2014 για την παράσταση Η Μεγάλη Χίμαιρα βασισμένο στο ομώνυμο βιβλίο του Καραγάτση για το φεστιβάλ Αθηνών 2014, σε σκηνοθεσία του Δ. Τάρλοου στο οποίο πήρε το 1ο βραβείο μουσικής στα Θεατρικά Βραβεία Κοινού 2015 του περιοδικού «Αθηνόραμα». Το 2016-17 πήρε μέρος στην παράσταση Το Φορτηγό του Δ. Σαββόπουλου όπου ξεχώρισε με τις ερμηνείες της και το καλοκαίρι του 2017 εμφανίστηκε στο Καλλιμάρμαρο στη μεγάλη συναυλία με τίτλο ΖΗ το ελληνικό τραγούδι. Αυτή την περίοδο τελειώνει τη μουσική σύνθεση και τον δίσκο που θα συνοδεύσει την παράσταση Γιούγκερμαν από το ομώνυμο βιβλίο του Μ.Καραγάτση, σε σκηνοθεσία Δημήτρη Τάρλοου και διασκευή του Στρατή Πασχάλη που κάνει πρεμιέρα στις 28 Νοεμβρίου. Τέλος από τις 23 Νοεμβρίου έχει τη χαρά να συμμετέχει στις παραστάσεις που ετοιμάζει ο Διονύσης Σαββόπουλος για την επαναλειτουργία του ιστορικού χώρου Άλσος.

 

πηγή: https://www.fileleftheros.gr/