Το Άγιο Πνεύμα του είπε να του τα πει;

«Ἡ Ἐκκλησία κατά τήν ἄποψή μου δέν πρέπει νά ζητήσει ποτέ τόν χωρισμό ἀπό τό λαό της, γιατί αὐτό ἐπιδιώκεται. Ἐκεῖ ἀποβλέπει τό ἐγχείρημα. Ἡ Ἐκκλησία ὑπῆρξε, εἶναι καί θα ὑπάρχει μάνα αὐτοῦ τοῦ λαοῦ μέ ὅ,τι αὐτό σημαίνει. Ἡ Πολιτεία ἄν τό θελήσει καί ἔχει τήν συγκατάθεση αὐτοῦ τοῦ λαοῦ ἄς τό ἐπιχειρήσει τηρώντας βεβαίως τίς ὑποχρεώσεις πού ἔχει ἀναλάβει ἀπέναντι τῆς Ἐκκλησίας καί τίς σχετικές συμβάσεις.» Τάδε έφη αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος.

Ο Χριστός ίσον αυτοπεποίθηση;

 «Η Πολιτεία, αν το θελήσει και έχει τη συγκατάθεση αυτού του λαού, ας το επιχειρήσει» είπε ο Μέγας Πατέρας. Προφανώς έχει το ελεύθερο και από τη «μάνα αὐτοῦ τοῦ λαοῦ μέ ὅ,τι αὐτό σημαίνει» Εκκλησία για να ζητά δημοψήφισμα για τον διαχωρισμό της σχέσης Εκκλησίας – Κράτους.

Τελικά ο θεός πλήττει αφόρητα την οικουμενικότητα; Πόλεμοι και πείνα είναι θέματα που τη λύση τους μπλοκάρει η παγκόσμια γραφειοκρατία και είπε να ασχοληθεί με τα πνευματικά εκτάρια τους εντός Ελλάδας και μόνο;

Ο αρχιεπίσκοπος σκέφτηκε πως αν πάμε σε δημοψήφισμα ίσως, η Εκκλησία, χάσει;

Ακολουθεί η δήλωσή του αυτούσια. 

thumbnail_2-16

Εἰσήγησις εἰς τήν Ἱεραρχίαν τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος 4-10-2016

(το κείμενο είναι copypaste από το site της Εκκλησίας της Ελλάδος).

(Κεφάλαιο) 10. Χωρισμός Ἐκκλησίας – Πολιτείας

Γιά τό κεφάλαιο αὐτό θά δανεισθῶ τίς σκέψεις τοῦ ἀγαπητοῦ ἀδελφοῦ, τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Πειραιῶς κ. Σεραφείμ «Τό πρόταγμα τοῦ λεγομένου χωρισμοῦ ἐπαναλαμβάνεται ἀπό προφανῶς ἀμοίρους Νομικῆς παιδείας, οἱ ὁποῖοι μέ ἐφαλτήριο τό λεγόμενο ΄΄θράσος ἀγνοίας τους΄΄ θέτουν πρός κατεδάφιση ὅ,τι συνιστᾶ τό κράτος δικαίου πού ἐπί διακόσια χρόνια σχεδόν πύργωσε ὁ λαός μας μέ αἷμα καί ἱδρώτα. Τά κόμματα τῆς ἀριστερᾶς μέ τή γνωστή φιλοσοφικοκοινωνική βιοκοσμοθεωρία τοῦ κομμουνιστικοῦ κοσμοειδώλου, ὅπως γνώρισε τόν χωρισμό αὐτό ὁ καταρρεύσας ὑπαρκτός σοσιαλισμός στό ἀνατολικό μπλόκ πού στήν οὐσία ἦταν διωγμός τῆς θρησκευτικῆς πίστεως, ἐλαύνονται ἀπό ἀποτυχημένα ἀθεϊστικά ἰδεολογήματα καί συναντῶται μέ τά ὑπόλοιπα κόμματα τοῦ νεοφιλελεύθερου χώρου κάτω ἀπό τίς ντιρεκτίβες τῆς Νέας Ἐποχῆς καί τῆς Νέας Τάξεως…. Μιλοῦν γιά χωρισμό Ἐκκλησίας καί Κράτους, διάβαζε Ἔθνους ἐπικαλούμενοι δῆθεν προοδευτικά συνθήματα. Οἱ ἀντιλήψεις ὅμως περί χωρισμοῦ εἶναι τοῦ περασμένου αἰώνα πού γεννήθηκαν κάτω ἀπό μισαλλόδοξο ἀντιθρησκευτικό καί ἀντικληρικαλιστικό λαϊκιστικό πνεῦμα, πού δέν συμβιβάζεται μέ τίς σημερινές κοινωνικές, πολιτειακές καί θρησκευτικές ἀντιλήψεις». Ὁ χωρισμός χωρίς νά ληφθοῦν ὑπ’ ὄψιν ἡ συλλειτουργία τῶν κοινωνικῶν θεσμῶν, ἡ ἰδιομορφία τοῦ πολιτιστικοῦ καί Ἐθνικοῦ παρελθόντος, οἱ ἀντιλήψεις καί ἡ ἰδιοσυγκρασία τοῦ Ἑλληνικοῦ λαοῦ εἶναι μία ἀφελής συνθηματολογία πού περιέχει μόνο ἄγνοια καί προκατάληψη».47  Ἡ προσωπική μου ἄποψη εἶναι, ὅτι ἡ Πολιτεία οὔτε θέλει, ἀλλ’ οὔτε μπορεῖ πράγματι νά χωρισθῆ ἀπό τήν Ἐκκλησία μέ ὅρους κοινωνίας, ὅπως δέν μπορεῖ νά χωρισθῆ ἀπό ὁποιαδήποτε «γνωστή θρησκεία». Προφανῶς μπορεῖ ἡ Πολιτεία νά ἐπιβάλη μέ ἰδεολογικά κριτήρια τόν χωρισμό τῆς Ἐκκλησίας ἀπό τίς θεσμικές λειτουργίες τοῦ Κράτους, ἀλλά δέν μπορεῖ νά ἐπιβάλη καί τόν χωρισμό τῆς Ἐκκλησίας ἀπό τήν Κοινωνία, ἀφ’ ἑνός μέν γιατί ὁ ὅρος χωρισμός δέν ὑπάρχει στήν πνευματική ἀποστολή τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία συνάπτει καί τά διεστῶτα, ἀφ΄ ἑτέρου δέ γιατί ἡ ἐντυπωσιακή ἱστορική ἀντοχή τῆς πνευματικῆς σχέσεώς της μέ τόν λαό παραμένει ἀλώβητη ἤ καί ἐνισχύεται ἀπό τίς ἰδεολογικές προκλήσεις, ὅπως ἀποδείχθηκε ἐπίσης ἀπό τήν ἱστορική ἀντοχή τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν τῆς Ἀνατολῆς στήν καταπιεστική τῶν καθεστώτων τοῦ ὑπαρκτοῦ σοσιαλισμοῦ. Ἡ Ἐκκλησία, ἡ ὁποία ὀφείλει νά ὁρίζει τίς σχέσεις της πρός τήν Πολιτεία μέ ὅρους κοινωνίας καί ὄχι μέ ὅρους ἰδεολογίας, δέν γνωρίζει τόν ὅρο «χωρισμός» στήν πνευματική της ἀποστολή, ἀφοῦ δέν μπορεῖ νά τόν ἐφαρμόσει στήν κοινωνία, ἔστω καί ἄν ἐπιβληθῆ μονομερῶς ἀπό τήν Πολιτεία μέ ἰδεολογικούς ὅρους, γι΄ αὐτό τήν ὁριστική ἀπάντηση στό ζήτημα αὐτό τή δίνει πάντοτε, «θᾶττον ἤ βράδιον» ὁ ἴδιος ὁ εὐλαβής ἑλληνικός λαός.

Ἡ Ἐκκλησία κατά τήν ἄποψή μου δέν πρέπει νά ζητήσει ποτέ τόν χωρισμό ἀπό τό λαό της, γιατί αὐτό ἐπιδιώκεται. Ἐκεῖ ἀποβλέπει τό ἐγχείρημα. Ἡ Ἐκκλησία ὑπῆρξε, εἶναι καί θα ὑπάρχει μάνα αὐτοῦ τοῦ λαοῦ μέ ὅ,τι αὐτό σημαίνει. Ἡ Πολιτεία ἄν τό θελήσει καί ἔχει τήν συγκατάθεση αὐτοῦ τοῦ λαοῦ ἄς τό ἐπιχειρήσει τηρώντας βεβαίως τίς ὑποχρεώσεις πού ἔχει ἀναλάβει ἀπέναντι τῆς Ἐκκλησίας καί τίς σχετικές συμβάσεις.48 Τό ζήτημα τῶν σχέσεων Κράτους καί Ἐκκλησίας ὑπῆρξε πάντοτε μεῖζον θέμα γιά δύο ὁλόκληρες χιλιετίες καί προκάλεσε πάντοτε ἀπρόβλεπτες πολιτικές, ἐκκλησιαστικές καί κοινωνικές ἐντάσεις, ἰδιαίτερα ὅταν ἀντιμετωπίσθηκε ἀπό τίς δύο πλευρές μέ δογματική ἰδεολογική ἤ ἐκκλησιαστική ἐσωστρέφεια. Οἱ σοβαρότερες κρίσεις σχέσεως Ἐκκλησίας καί Πολιτείας πάντοτε κατέληξαν σέ συμβατικές ρυθμίσεις μετά ἀπό ὀξύτατες καί ἀλυσιτελεῖς ἀντιπαραθέσεις, οἱ ὁποῖες ὑπῆρξαν πάντοτε ὀδυνηρές γιά τούς χριστιανικούς λαούς τόσο τῆς Ἀνατολῆς ὅσο καί τῆς Δύσης καί μέ σύγχρονες προοπτικές. Ἡ σύνδεση τῆς προτάσεως γιά τήν ἀναθεώρηση τοῦ ἄρθρου 3 τοῦ Συντάγματος μέ τήν ἰδεολογική πρότασή του γιά χωρισμό Ἐκκλησίας καί Πολιτείας ὑπερβαίνει τά ὅρια ἁρμοδιοτήτων ὄχι μόνον τῆς Ἐπιτροπῆς τῆς Βουλῆς. Ἄλλωστε οἱ σχέσεις Ἐκκλησίας καί Πολιτείας οὔτε εἶναι, οὔτε μπορεῖ νά εἶναι μιά προσωπική ἤ ἰδεολογική ὑπόθεση ἐργασίας, ἀφοῦ εἶναι ὑπόθεση ἑνός λαοῦ καί μάλιστα ὄχι μόνο μέ μεγάλο ἱστορικό βάθος. Ὅλη αὐτή ἡ ἐπιδίωξις εἶναι ρῆξις ἰδεῶν.