Γράφει η Νατάσα Μίτσικα //

Το Βαρανάσι είναι ένα καλειδοσκόπιο χρωμάτων, θορύβων, μυρωδιών και συναισθημάτων. Είναι ένας τόπος μαγικός που μπορεί να τρομάξει κάποιους ταξιδευτές με τις τόσο έντονες αντιθέσεις του. Οι μεθυστικές μυρωδιές των μπαχαρικών ανακατεύονται με αυτές της σκόνης, της βρωμιάς αλλά και του θανάτου. Ένας πολύχρωμος ζωγραφικός πίνακας, ένα συνονθύλευμα αισθήσεων… Κάθε στενό του μπορεί να κρύβει και μία έκπληξη, οι αγελάδες ανακατεύονται με τα ποδήλατα και τα tuk tuk, ένα οδικό χάος, καυσαέρια, κορναρίσματα, φωνές-άνθρωποι, ζώα, μηχανές γίνονται ένα. Κι ανάμεσα στους ανθρώπους ξεχωρίζουν οι Ανέγγιχτοι – η πιο χαμηλή κάστα ανθρώπων που υποτίθεται πως δεν πρέπει καν να τους ακουμπάς.. φροντίζουν την οικογένεια, προετοιμάζουν τους νεκρούς κι ετοιμάζουν την πυρά. Μπορεί να τους δεις ξαπλωμένους δίπλα στα πτώματα να κοιμούνται, περιμένοντας να έρθει η ώρα της αποτέφρωσης.

…ξυπνάς πριν την αυγή…

Προχωράς μέσα στην πόλη, παραπατώντας στους φιδίσιους μουσκεμένους δρόμους με μια λαχτάρα μεγάλη… τα πόδια σου αφήνουν τα ίχνη τους στα αιώνια λιθόστρωτα της ιερής πόλης. Μπαίνεις προσεκτικά σε μία εύθραυστη, παλιά, ασταθή βάρκα και ο ρυτιδιασμένος βαρκάρης ξεκινά. Τα κουπιά γλιστρούν στα νερά του ιερού ποταμού-παλιά όσο κι ο χρόνος.

Κατιφέδες, ιβίσκοι και μικρές λάμπες από πηλό-προσκύνημα των πιστών-στροβιλίζονται ανάλαφρα στα νερά, λάμποντας.

Περιμένεις υπομονετικά, να ξεδιπλωθεί το πρωινό θαύμα..

…και τότε, σα να περίμενε το κοινό να τακτοποιηθεί ευλαβικά στις θέσεις του, ο θεός Ήλιος φανερώνεται θριαμβευτικά στον ορίζοντα. Και καθώς τα μακριά χέρια του απλώνονται στο στερέωμα, ένας αναστεναγμός λες κι υψώνεται από τις συγκεντρωμένες χιλιάδες των προσκυνητών, ανδρών και γυναικών που περίμεναν υπομονετικά στην άκρη.

Ο ήχος από τις καμπάνες των ναών γεμίζει τη ροζ αυγή. Το ήσυχο μέχρι τώρα μουρμουρητό των πιστών υψώνεται σε μία φωνή, σ΄ ένα κρεσέντο απαράμιλλης ευλάβειας και χαράς.

Είναι αυγή στο Benares….είναι φως στην πόλη του φωτός

Αργότερα, κάθεσαι υπνωτισμένος, γοητευμένος κι αναρωτιέσαι αν ποτέ κάτι άλλο, άγγιξε τόσο βαθιά στα μύχια της ψυχής σου…

Γάγγης, για τους δυτικούς ίσως ο πιο μολυσμένος ποταμός στον πλανήτη αλλά για έναν ινδουιστή είναι η γήινη προσωποποίηση της θεάς Ganga, που διευκολύνει την απελευθέρωση από τον κύκλο ζωής και θανάτου-μέσα από το μπάνιο στα νερά του.  Ο ιερός ποταμός αποτελεί την κεντρική αρτηρία στο σώμα ολόκληρου του Ινδουισμού.

Προσκύνημα στον Γκάνγκα-μα (γάγγης-μητέρα, θεά που δίνει ζωή, που καθαρίζει το σώμα και το πνεύμα) είναι το όνειρό τους, γιατί σύμφωνα με την παράδοσή τους, αν οι στάχτες του νεκρού απλωθούν στα νερά του Γάγγη στις όχθες του Βαρανάσι, τον ιερότερο τόπο γι΄ αυτούς, τότε ο νεκρός δεν περνάει από τα στάδια της μετενσάρκωσης, γίνεται καθαρή ενέργεια και φτάνει στη νιρβάνα. Εκεί προσεύχονται, πλένονται, μαζεύουν ιερό νερό και αποχαιρετούν τους νεκρούς τους.

Στις όχθες του ποταμού και δίπλα στους χώρους αποτέφρωσης, οι sadhus η αλλιώς ‘ιεροί άνθρωποι’ γεμίζουν την ατμόσφαιρα με τις ψαλμωδίες τους – είναι συνήθως γυμνοί και το κορμί τους καλυμμένο με τέφρα νεκρών. Κι όταν φτάνεις στα γκατς, πλατφόρμες πάνω στις όχθες του ποταμού, είναι σαν να ζεις σε μια διαφορετική πραγματικότητα, ένα άλλο σύμπαν…Εκεί η ζωή συναντά τον θάνατο σε έναν αέναο κύκλο. Πάνω σε αυτά βρίσκονται ναοί, ξενοδοχεία αλλά και τα κρεματόρια. Εκεί όλα είναι πιο έντονα.. Σκόνη, νεκρικές φωτιές, καπνοί, φλόγες φωτίζουν το τοπίο. Ένα μίγμα γλεντιού και θρήνου μαζί.
Κάποιοι από αυτούς που έχουν ζήσει την εμπειρία λένε ότι αυτή η μυρωδιά δεν φεύγει ποτέ από πάνω σου… αυτό που ξέρω με σιγουριά εγώ είναι ότι δεν φεύγει ποτέ από το μυαλό σου…

Δείτε το βίντεο https://matadornetwork.com/