Από τον Μιχάλη Καφαντάρη //

Σχολικό έτος 1982-1983.

Γεννήθηκα την εποχή που οι Ινδιάνοι ήταν ακόμα οι κακοί στις ταινίες αν και εργάρες όπως το “Μεγάλο-Μικρό Ανθρωπάκι” με τον Ντάστιν Χόφμαν, είχαν ήδη εμφανιστεί στο πανί για να πουν το αντίθετο.

Τα πρώτα χρόνια με έντυναν Ινδιάνο τις Απόκριες. ‘Ένας ξάδελφός μου είχε μεγαλώσει πια, οπότε η στολή του δεν έπρεπε να πάει χαμένη. Εγώ γκρίνιαζα και ζητούσα καινούρια στολή. Η μάνα μου για να με βάλει στο φιλότιμο μού έλεγε τη διδακτική ιστορία του Αρλεκίνου που ήταν φτωχός αλλά του έφτιαξε η δικιά του μάνα, λέει, την πιο ωραία στολή στο καρναβάλι της Βενετίας από παλιά κουρέλια … βασικά αυτό που εννοούσε η δικιά μου μάνα πάλι ήταν: “Κωλόπαιδο, διάλεξε ή Ινδιάνος ή σφουγγαρόπανο…” και αφού συνεννοούμαστε έτσι ωραία μετά μου ζωγράφιζε με το κραγιόν της μια γραμμή κάθετα στη μύτη, το βάψιμο των Σιού και καλά.

Μια-δυο Απόκριες πήγα με τα μούτρα κάτω στη γιορτή του σχολείου για να χωθώ μέσα σε ένα πλήθος από ευτυχισμένες στολές που γέμιζαν το προαύλιο. Κάπου εκεί μέσα στο μπούγιο ήταν και δυο τρεις άλλοι ταλαίπωροι και εκείνοι ντυμένοι όπως-όπως με τίποτα φτερά ή με κανένα άθλιο σετ Ινδιάνου, πλαστικό τόξο με βέλος βεντούζα δηλαδή και κανά μαχαίρι, από αυτά που κρέμονταν σε χάρτινη καρτέλα στα ψιλικατζίδικα.

Μια χρονιά που οι Απόκριες είχαν αργήσει, είχε μπει η Άνοιξη πια, έτυχε να δω μέσα στο πλήθος και ένα μικρόσωμο παιδί που είχε ντυθεί επίσης Ινδιάνος άλλα δεν προσπαθούσε να το κρύψει. Το απολάμβανε και στεκόταν στη μέση αμάσητος.

Δίκαια. Βασικά η στολή του ήταν κυρίως ένα γαμάτο ψεύτικο καπέλο από συνθετικό δέρμα απομίμηση Βούβαλου με δυο άσπρα πλαστικά κέρατα δεξιά αριστερά, από αυτά που έδειχναν Σάββατο απόγευμα κάτι ντοκιμαντέρ “Κόσμος του Ντίσνεϊ – απόδοση διαλόγων Χαρά Τσακίρη”, να τα φοράνε οι Ινδιάνοι φύλαρχοι.

Αυτό το καπέλο δεν υπήρχε στην Ελλάδα, του το είχε φέρει η θεία του από την Αμερική.

Ένα μυστήριο σινιάλο έπεσε στον αέρα και, δεν ξέρω πώς, οι “Ινδιάνοι” της σχολικής γιορτής δεν αργήσαμε να μαζευτούμε γύρω από το μικρόσωμο παιδάκι.

2Αυτό το καπέλο έμοιαζε να στέφει με μια εξωτική λάμψη την απογοήτευση όλων μας, μιας και νιώθαμε οι χαμένοι της Αποκριάς.

Είχε έρθει η ώρα να πάρουμε την εκδίκησή μας.

Ανάμεσά μας στέκονταν και πραγματικά φτωχά παιδιά, πιο φτωχά από τον Αρλεκίνο που έλεγε η μάνα μου, που δεν είχαν να ντυθούν τίποτα αλλά έρχονταν στη γιορτή παίζοντας με δανεικά πιστόλια, σπαθιά, καψούλια σκόρπια και καραμούζες πατημένες που μάζευαν από κάτω. Ήρθαν μαζί μας χωρίς δεύτερη κουβέντα.

Το παιδάκι με το καπέλο βούβαλο το κάναμε Αρχηγό, τον ανεβάσαμε σε ένα παγκάκι στην άκρη και του ζητήσαμε να καταστρώσει σχέδιο.

Η σοφία του Αρχηγού μας στηριζόταν στην απλότητα:

-Λέω να πλακώσουμε τους καουμπόηδες στις μπουνιές !!!

Εκείνες τις Απόκριες, αρχές Άνοιξης, δεν ήμασταν πια ένα μάτσο σκόρπιοι ταλαίπωροι Ινδιάνοι.

Ήμασταν μια περήφανη Φυλή που διεκδικούσε. Ήμασταν οι Σιού …

-Όχι, δεν είμαστε οι Σιού, είπε το παιδάκι Αρχηγός, είμαστε οι Σεγιέν, το καπέλο είναι από τους Σεγιέν, μου το είπε η θεια μου.

Εκείνες τις Απόκριες, αρχές Άνοιξης, δεν ήμασταν πια ένα μάτσο σκόρπιοι ταλαίπωροι Ινδιάνοι. Ήμασταν οι Σεγιέν.

Κάναμε την ξαφνική μεγάλη επίθεση μέσα σε ένα ανυποψίαστο κουβάρι από Πειρατές, Κολομπίνες, Βασίλισσες της Νύχτας, Κοζάκους, Δράκουλες και δεν ξέρω τι άλλο, με έναν και μόνο σκοπό: να βρούμε τους φυσικούς μας εχθρούς Καουμπόηδες όπως όριζαν οι άγραφοι νομοί των Πλεϊμομπίλ και των παλιών γούεστερν που έδειχνε κάθε Τρίτη και να τους τσακίσουμε, ενώ από τα μεγάφωνα μάς φανάτιζε ακόμα πιο πολύ το παραδοσιακό ινδιάνικο πολεμικό τραγούδι “Eye of the Tiger” των Survivor, που σε κάθε αποκριάτικη γιορτή έπαιζε στα προαύλια σχολικών εκδηλώσεων, με την ίδια ακριβώς ευλαβική συνέπεια που παιζόταν κάθε Πάσχα ο «Ιησούς ο Ναζωραίος» του Τζεφιρέλι στην τηλεόραση.

Λίγη ώρα μετά δεν είχε μείνει ούτε ένας καουμπόης όρθιος στο προαύλιο, τους πετάξαμε όλους στο τσιμέντο. Πλακώσαμε με την ευκαιρία και κανα δυο Ζορό που βρήκαμε επειδή καουμπόηδες ήταν και αυτοί αλλά δεν το ήξεραν, ή τουλάχιστον έμοιαζε το καπέλο τους, ενώ ένας Ρομπέν των Δασών ήρθε από μόνος του μαζί μας και κάναμε τα στραβά μάτια γιατί είχε φτερό και τόξο. Τώρα πια είχαν μείνει κάτι τρεις σωματοφύλακες, κάτι πειρατές, ένας γαλάζιος πρίγκιπας, όλοι εκτός εποχής Ινδιάνων και το πράγμα θα άρχιζε να ξεφεύγει, γιατί η μανία μας δεν είχε κοπάσει.

– Αρχηγέ, τι θα κάνουμε με αυτούς τους άσχετους που έμειναν, τον ρωτάω.

Ο περήφανος Αρχηγός της φυλής των Σεγιέν είπε κάτι αλλά δεν άκουσα καλά. Η φωνή του έχει σκεπαστεί από σειρήνες που πλησιάζουν όλο και πιο κοντά.

-Τι είπες? Μίλα πιο δυνατά

Ο αρχηγός μού δείχνει από πίσω μου, τον ακούω να μου λέει με αγωνία: “Πρόσεχε την καρέκλα!”

– Τι λες ρε, ποια καρέκλα…?

-Κάτσε ηρέμησε ρε μαλάκα, σου έσπασε η μύτη. Μη μιλάς. Έρχεται ασθενοφόρο.

3Δεκαεφτά χρονών γαϊδούρι ξαπλωμένος στο τσιμέντο, κοντεύουν να κλείσουν δέκα χρόνια από την τελευταία φορά που ντύθηκα Ινδιάνος. Συνεχίζω να φοράω στολή όμως, όχι μονάχα Απόκριες, πέτσινο περφέκτο, μπότες, αλυσίδα και ένα μαλλί κοκόρι πιο ψηλό από φτερό. Στη μύτη, αντί για το κραγιόν της μάνας μου έχω αίματα που τρέχουν. Πριν πέντε λεπτά, μου ήρθε ξαφνικά στη μάπα μια καρέκλα από μαντέμι 25 κιλά, την ώρα που άρχιζε ο τσαμπουκάς έξω από το Καγκού* και λιποθύμησα.

Δεν πρόλαβα να ρίξω ούτε μια ενώ η μύτη μου είχε γίνει κουρέλι, σαν αυτά στη στολή του Αρλεκίνου

-Πού είναι οι φλώροι …?

-Ποιοί φλώροι ρε, εδώ έπεσε το ξύλο της αρκούδας, δεν λες που είσαι ζωντανός, είπε ο Πέρυ, ο μόνος που στεκόταν όρθιος ακόμα.

Οι άλλοι από την παρέα σέρνονταν μέσα στα αίματα δεξιά αριστερά. Είχαν φάει ξύλο και από το πουθενά.

Εκείνη την Κυριακή του Μαρτίου καμιά τριανταριά χουλιγκάνια, απογοητευμένα που έχασε η ομάδα τους, αποφάσισαν ξαφνικά να κατέβουν από το τραίνο στα Άνω Πατήσια και με αλαλαγμούς τα έκαναν γυαλιά καρφιά για να ξεσπάσουν εκεί που εμείς πίναμε καφέ ανυποψίαστοι.

Γεννήθηκα την εποχή που οι Ινδιάνοι ήταν ακόμα οι κακοί στις ταινίες και ας έλεγε ό,τι ήθελε το “Μεγάλο-Μικρό Ανθρωπάκι” με τον Ντάστιν Χόφμαν.

1 Ανοιγμα (1)* Καγκού. Φαστ Φουντ στο τέρμα Πατησίων τη δεκαετία του ’80 και μέχρι τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’90.