Της Σώτιας Παπαμιχαήλ //

…Αν έχεις λίγες και μία νύχτες να ανταλλάξεις, με τις χίλιες και μία που θα σου χαρίσει ο Ισίδωρος Ζουργός με αυτό το παραμύθι του, τότε ναι, να το διαβάσεις…

-Ξημερώματα Δευτέρας και με το βιβλίο του Ισίδωρου Ζουργού, “λίγες και μία νύχτες”, Εκδόσεις Πατάκη, αγκαλιά, κοιτάζω εδώ και ώρα το ταβάνι. Εκείνο μπορεί να τέλειωσε, εγώ όμως δεν τέλειωσα ακόμα μαζί του. Είμαι ακόμα εκεί. Ρίχνω μια κλεφτή ματιά στο messenger, η ηθική αυτουργός της αγρύπνιας μου είναι ενεργή.

«Μου είπες ψέματα. Μου είπες ότι θα μου αρέσει πολύ. Δε μου είπες ότι θα έπρεπε να διαγράψω μια ολόκληρη μέρα και νύχτα από το ημερολόγιό μου. Η 18η αυτού του Ιούνη δεν υπήρξε ποτέ για μένα και ποιος ξέρει πόσες ακόμα θα το σκέφτομαι.

 

Αποτέλεσμα εικόνας για λίγες και μία νύχτες, Εκδόσεις Πατάκη,

«Έχασες μια μέρα, μια νύχτα και σίγουρα αρκετές ακόμα, κέρδισες όμως μια ολόκληρη ζωή. Και τι ζωή! Λευτέρης Ζεύγος 1909 – 1979, εβδομήντα ολόκληρα χρόνια από τη δική του. Σου συστήθηκε χαμίνι να πουλάει γαζέτες στους δρόμους της Θεσσαλονίκης, να σκαλίζει τον κήπο της βίλλας Αλλατίνι, εντεκάχρονο αγόρι και σε αποχαιρέτησε γέρος πια στους ίδιους δρόμους.

«Οι δρόμοι δεν έμειναν ίδιοι, ούτε κι αυτός. Να ξέρεις πως τον αγάπησα πολύ για κείνες τις στιγμές που κρυφάκουγε πίσω απο τις βαριές ξύλινες πόρτες τα παραμύθια του σουλτάνου, για τα γράμματα που έστελνε στο κορίτσι που αγάπησε νωρίς και το στερήθηκε πολλές μέρες και νύχτες.

«…πλάι σε άλλα γυνακεία κορμιά. Ήταν κομματάκι εγωκεντρικός, λάτρης της γυναικείας σάρκας και του χρήματος. Για το τελευταίο πουλούσε και την ψυχή του μην το ξεχνάς.

«Δεν άφηνε κανέναν περαστικό να γίνει το πετραδάκι στο παπούτσι που θα τον ανάγκαζε να κουτσαίνει στην ανηφόρα που είχε διαλέξει. Ήθελε να ξεπλύνει τη φτώχεια από το κορμί του πριν γεράσει. Ήθελε να ζήσει. Θυμήσου τις στιγμές που πέρασε στην ουκρανική στέπα. Στα αλήθεια νόμιζα πως θα τον έχανα και το μόνο που με ηρεμούσε σ’ εκείνες τις σελίδες, ήταν πως ο Λευτέρης είναι ο ήρωας του βιβλίου και συνήθως οι ήρωες δε σε αφήνουν πριν από την τελευταία σελίδα.

«Πολύ σκληρός για να πεθάνει και για να ζήσει όμως, άλλο τόσο. Τα έβγαλε πέρα με θεριά στη Θεσσαλονίκη, στο Παρίσι, στη Μασσαλία. Δεν έχασε το δρόμο του σε εκείνες τις άγαρμπες στροφές της ιστορίας που κατάπιαν τόσες ζωές. Ήταν φτιαγμένος από τα υλικά ενός γνήσιου φοίνικα που γεννιέται ξανά και ξανά από τις στάχτες του. Ένας Έλληνας Κόμης Μόντε Κρίστο του εικοστού αιώνα. Εγώ όμως στο ξαναλέω, τον μίσησα για τον πόνο που χάρισε στις γυναίκες που βρέθηκαν στο δρόμο του. Τις ένιωθε βαρίδια.

«Όλες εκτός από εκείνη. Οι περαστικές συντροφιές δεν είναι για πάντα. Το κοριτσάκι όμως με τις ξανθές μπούκλες που αντίκρισε στα έντεκά του, ήταν. Η κοπέλα με τις ίδιες μπούκλες που τον αποχαιρέτησε πριν φύγει για το μέτωπο με λίγες και μια νότες στο πιάνο της, ήταν για πάντα.

«Και γι’ αυτήν αμφέβαλλε, μην το ξεχνάς.

«Η προδοσία πονάει κι ο πόνος είναι άτιμο πράγμα. Δεν ξέρεις πού θα σε βγάλει. Δε σε αφήνει να δεις καθαρά, να σκεφτείς. Σε εκείνον έβαλε φωτιά μα εξαιτίας της τα έβγαλε πέρα κι ο αναμάρτητος ας ρίξει πρώτος την πέτρα του σε αυτόν. Εγώ δεν είμαι.

«Τι θα ήθελες να θυμάσαι μετά από καιρό;»

«Πως όλα γίνονται για την επιβίωση και την αγάπη και πως πρέπει να παλεύεις και για τα δύο. Α, και το αεράκι στο πρόσωπο του Λευτέρη καθώς έτρεχε με το αναπηρικό καροτσάκι, εκείνο το πρωινό του Ιούνη του 1979, στους ίδιους δρόμους που κάποτε μοίραζε τις γαζέτες του για να ζήσει.

«Και τι θα μου έλεγες αν το είχες διαβάσει πρώτη;

«Θα σου έλεγα πως αν έχεις λίγες και μία νύχτες να ανταλλάξεις με τις χίλιες και μία που θα σου χαρίσει ο Ισίδωρος Ζουργός με αυτό το παραμύθι του τότε ναι, να το διαβάσεις.

«Καληνύχτα.»