του Μιχάλη Καφαντάρη //
Στη σκοτεινή “Μέση Πατησίων” της Κολιάτσου, αρχές δεκαετίας του ’90, στριμωχτήκαμε για λίγο σε ένα μαγαζί αρπαχτή, με λάμπες μπλακ λάιτ ανάκατες με φιμέ χρωματιστές, που έκαναν τις μπύρες στα ποτήρια να φωσφορίζουν σαν χημικό πείραμα της CIA. Εκεί μέσα λάμπαμε και εμείς μοναχικά, φιγούρες σε πίνακα του Χόπερ κάθε απόγευμα σχεδόν, την ώρα που τα κάγκελα των μπαλκονιών στις απέναντι πολυκατοικίες της λεωφόρου, άρπαζαν ένα χρώμα μουστάρδα ΒΕΜ.

– Εκείνο το απόγευμα, για να περάσει η ώρα, είχαμε χωριστει πάλι στη μέση να γινουμε κώλος σε μεγάλα ερωτήματα της ζωής, όπως ας πουμε, αν ο Μάικ Τάισον πλακωνόταν με τον Μπρους Λη, ποιος θα έτρωγε περισσότερο ξύλο. Μετά από κάνα δίωρο που είχαμε πιάσει πάτο από άποψη διαλεκτικής ξέρω γω, μάς βρήκε ένα με το πάτωμα και ο Ορέστης, το “Μογγολάκι” όπως τον φώναζαν διάφοροι στην περιοχή, όχι όμως για να τον κοροιδέψουν. Το πιο επίσημο που μπορούσες να ακούσεις εκείνη την εποχή για άτομα με “σύνδρομο ντάουν” και καθώς ο όρος δεν έπαιζε ακόμα, ήταν η λέξη “μογγολισμός” ή σπανιότερα ένα παγερό: “Μογγολική Ιδιωτία” να τη λέει γιατρός σε ταινία του Τάσιου.

 Είχαν περάσει ήδη δυο-τρεις μήνες από την πρώτη φορά που πέρασε δειλά έξω από το μαγαζί, μάς άκουσε να μαλώνουμε και μπήκε περίεργος. Οι άλλες καφετέριες εκεί κοντά τον είχαν διώξει όλες γιατί μιλούσε μονάχος του στο τραπέζι που καθόταν και πήραν το παραμιλητό του κακό για την πελατεία του. Εδώ πάλι ο ιδιοκτήτης δεν ενδιαφερόταν και πολύ για πελάτες, με το ζόρι εμφανιζόταν και ο ίδιος.

– Σύντομα καταλάβαμε πως ο Ορέστης παραμίλαγε γιατί έσερνε μαζί του παντού έναν φανταστικό φίλο, κατασκευή ανάγκης, σε ένα περιβάλλον οικιακής υπερπροστατευτικότητας και δημόσιας μοναξιάς που μεγάλωνε ο ίδιος, όπως περίπου και εμείς κάναμε παρέα με τα φαντάσματα του Έλβις και του Κόχραν και δίναμε σάρκα, οστά και ανθρώπινες ιδιότητες σε πεθαμένα τραγούδια.
kaf-1
 -Τον δεχτήκαμε όσο μπορούσαμε ισότιμα. Όσο μπορούσαμε γιατί η αλήθεια είναι ότι εμείς δεν μπορέσαμε να τον φτάσουμε ποτέ στο θάρρος.
Ένα λάθος χρωμόσωμα σε μια λάθος εποχή και σε μια λάθος χώρα, που μέχρι πολύ πρόσφατα διαπόμπευε κομμένα κεφάλια στις πλατείες και κούρευε ζωντανά κεφάλια στα αστυνομικά τμήματα, τού είχε δώσει το στίγμα του άχρηστου και χωρίς μέλλον ανθρώπου ρίχνοντάς τον στο όνομα ενός μπαγιάτικου διαφωτισμού, σε ένα σχολείο “ειδικών αναγκών”, για “ζαβά” παιδιά όπως τα λέγανε ακόμα στις αρχές του ’90. Ο Ορέστης αποφάσισε να αλλάξει την τράπουλα μόνος του. Παράτησε το ίδρυμα και βγήκε στον δρόμο να διεκδικήσει από τη Φύση και τους ανθρώπους όσα του στερούσαν οι ανθρώπινες απόψεις για τη Φύση. Δεν είναι τυχαίο που το πρώτο πράγμα που ζήτησε, όταν άρχισε να μας γνωρίζει καλύτερα, ήταν το να μάθει να βρίζει. Τον ακούγαμε να επαναλαμβάνει κρυφά τις βρισιές στον αόρατο φίλο του. Ένα “ρε μαλάκα” πάνω στην κουβέντα που δεν σήμαινε τίποτα για εμάς, για τον Ορέστη ήταν μια αερογέφυρα, μεγάλη όσο αυτή του Μπρούκλιν που κρεμόταν αφίσα πάνω από το μπαρ, για να περάσει στην κανονικότητα όπως τουλάχιστον την όριζε αυτός ο Κόσμος.
 Για να περάσει στη δικιά μας πλευρά.
Εμεις πάλι, στη δικιά μας πλευρά, ούτε δεκαοχτώ ακόμα, φαινόταν σαν να είχαμε ξαφνικά δεχτεί, αντίθετα από τον Ορέστη, να μας φορέσουν οι γύρω το στίγμα των άχρηστων και χωρίς μέλλον ρεμπεσκέδων αλλά και τις απόψεις τους για τη ζωή γενικότερα.
Πήγαμε λοιπόν και χωθήκαμε σε μια τρύπα να τους διευκολύνουμε, να ιδιωτεύσουμε, να μετράμε μέρες για να τελειώσει το Λύκειο και όπως πλέον φαινόταν πως δεν θα βγάζαμε την τάξη, μοιραζόμαστε με τα ξεφτισμένα πρόσωπα των ροκ σταρ που μας παρατηρούσαν βουβά από το πρόχειρο κολάζ που κάλυπτε τη μισή εξώπορτα, μια αδιόρατη αίσθηση αποτυχίας και για πρώτη φορά μια ανησυχία για το μέλλον που την κρύβαμε ο ένας από τον άλλον κι αυτό μας έσπρωχνε σε κάτι παράξενα αψυχολόγητα νούμερα.
– Ο Σ. για παράδειγμα άρχισε πριν δύο εβδομάδες να κάνει πειράματα με ρίγανη που μάζευε η γιαγιά του στο χωριό και υποστήριζε ότι μπορείς να μαστουρώσεις άμα την καπνίσεις. Το είχε πιστέψει και νταγκλάριζε μόνος του. Εμείς φυσικά τον πήραμε στο δούλεμα. Μονάχα ο Ορέστης τον συντρόφευε στις τζούρες του, πνίγοντας τον λαιμό του από το άκυρο ντουμάνι αλλά και από ευτυχία.
Ο Κ. έβαλε το κράνος της μηχανής του πριν κάνα μήνα και για δικούς του, άγνωστους, λόγους βγήκε από το μαγαζί και άρχισε να παριστάνει τον διαστημάνθρωπο στους περαστικούς που μάλλον δεν το έπιασαν το θεατρικό και τρόμαξαν. 20 λεπτά μετά μια μπλε λάμψη απο σειρήνα αστυνομικής μοτοσυκλέτας, έσκασε απ’έξω για να κάνει έναν γύρο του θανάτου στους τοίχους του μαγαζιού, και εμείς κάναμε στην άκρη για να μη δίνουμε στόχο από την τζαμαρία. Ποτέ δεν ξέρεις.
kaf-2
Μόνο ο Ορέστης, χωρίς να φοβάται, συνέχισε να κάνει τον διαστημάνθρωπο στο πεζοδρόμιο, μαζί ίσως και ο αόρατος φίλος του, όσο οι “Ζητάδες” έψαχναν από πάνω μέχρι κάτω τον Κ. αφού πρώτα τον κόλλησαν με ανοιχτά πόδια στην είσοδο της διπλανής πολυκατοικίας.
– Η Ρ., η γκαρσόνα του μαγαζιού, ήταν πάλι χεβιμεταλού που τα έφτιαχνε κάθε τόσο με σκυλάδες. Ο τελευταίος γκόμενός της ήπιε τόσο πολύ που έφυγε με το αμάξι και την ξέχασε μέσα στο σκυλάδικο κάπου στην Αθηνών-Κορίνθου. Εμείς της γκρινιάζαμε γιατί έβαζε Χόκγουιντ, το ιδιο κομμάτι τέσσερις μέρες, να κλάψει την καψούρα της.
– Μόνο ο Ορέστης σηκώθηκε να χορέψει μαζί της …
Ο Δ. ηταν ο πρώτος που τον έβρισε οταν μπήκε ξανά μετά από μια εβδομάδα απουσίας:
-Ήρθες πάλι ρε μουνόπανο;
Οι υπόλοιποι χαχανίσαμε μηχανικά.
Ο Ορέστης έστρωσε ένα χαμόγελο που γέμισε το μισό του πρόσωπο, φώναξε ένα “άντε γαμήσου μαλάκα” στον Δ. και μας αγκάλιασε χαρούμενος. Χωρίς να το ξέρει ούτε η μάνα του, αποφάσισε να δώσει κάτι ειδικές εξετάσεις, τα αποτελέσματα είχαν βγει εδώ και δύο μέρες …
Από Σεπτέμβριο θα ξεκίναγε μάθημα σε σχολείο, ίδιο με αυτό που πηγαίναμε εμείς, για πρώτη φορά στην εικοσιτετράχρονη ζωή του.
– Ο καιρός πέρασε λίγο ακόμα. Ένα απόγευμα ο Ορέστης, σηκώθηκε με τρόπο, βγήκε έξω από το μαγαζί, στάθηκε απέναντι στη διαχωριστική λωρίδα της λεωφόρου και εκεί, χωρίς να ξέρει ότι εμείς στο μεταξύ τον κοιτάζαμε κρυφα από την τζαμαρία, αποχαιρέτησε τον φανταστικό του φίλο και του έκανε νόημα με τα χέρια του να φύγει. Δεν τον χρειαζόταν πια. Δεν θα ξαναπαραμίλαγε ποτέ πια. Τα κάγκελα των μπαλκονιών στις απέναντι πολυκατοικίες της λεωφόρου άρπαζαν, ως συνήθως τέτοια ώρα, ένα χρώμα μουστάρδα ΒΕΜ από το τελευταίο φως της μέρας που πριν χαθεί, στη σκοτεινή “Μέση Πατησίων” της Κολιάτσου, έκανε μια στιγμιαία αντανάκλαση στο γελαστό πρόσωπο του Ορέστη όπως έβλεπε ήρεμα τον αόρατο φίλο του να απομακρύνεται για πάντα και φώτισε για λίγο και τις δικές μας σκοτεινές ψυχές.
Οι φωτογραφίες που συνοδεύουν το κείμενο είναι πίνακες του Έντουαρντ Χόπερ