Από τον Μιχάλη Καφαντάρη //

Τελευταία στιγμή βρήκες κάποιον γνωστό να σου δανείσει χρήματα, ίσα-ίσα για λίγη βενζίνη και δύο μπύρες από το περίπτερο, αλλιώς θα έπρεπε να πας με τα ποδιά μέχρι εκεί, 25 λεπτά δρόμος ή να μην πας καθόλου.
Σε περιμένει στη γωνία.
“Έλα να κάτσουμε στα σκαλιά… “
Της δίνεις το ένα κουτάκι.
Η τελευταία μέρα του καλοκαιριού, τέλος εποχής, θέλεις να πεις κάτι άλλα δεν σου βγαίνει, η υγρασία σε λίγο θα σε κάνει κώλο, μίλα ρε μαλάκα, δεν σου βγαίνει, χειρότερο το κάνεις, περιμένει να της μιλήσεις και το κάνεις χειρότερο.
“Σήμερα τελειώνει το καλοκαίρι” σου λέει για να σπάσει τη μούγκα.
“Τέλος εποχής … ” συμπληρώνεις και ξαφνικά σηκώνεται αέρας.
Σημαδιακό.
Είναι κινηματογραφικό αλλά μη γίνεσαι σινεφίλ τέτοιες ώρες.
Συγκεντρώσου.
-Εδώ ήρθες για να της πεις με κάποιον τρόπο να μην ξαναβρεθείτε. Τα πράγματα τα έχεις σκεφτεί όσο πιο λογικά μπορούσες και έχεις προβλέψει ότι αν δεν το πεις εσύ, σύντομα θα στο δείξει εκείνη με κάποιο τρόπο και τότε ο εγωισμός σου δεν θα ξαναγυρίσει ποτέ από την Απόβαση της Νορμανδίας.
Τελικά δεν λες τίποτα για άλλη μια φορά.
Λέτε άσχετα.
Τα μαγαζιά έχουν κλείσει, κόσμος πουθενά. Ταξιτζήδες περνάνε και κόβουν λίγο ταχύτητα όταν φτάνουν μπροστά από τα σκαλιά.
Είναι όμορφη και θέλουν να την πάρουν μάτι.
Φυσάει περισσότερο. Δεν θα πεις τίποτα και ίσως να είναι καλύτερα έτσι. Θα τελειώσει με μια καληνύχτα. Όλα τα πράγματα κάπως τελειώνουν κάποτε.
Μια καληνύχτα δεν γαμιέται, πες την, αλλά δεν σου αρέσουν τα “καλήμερα” και τα “καληνύχτα”.
Αυτό που θέλεις να της πεις είναι ότι σε λίγο θα σκάσει χειμώνας, οι φήμες λένε για χειμώνα από αυτούς που παίζουν πασιέντζα με παγωμένα πτώματα άστεγων αντί για τραπουλόχαρτα.
Καλά ήταν όσο κράτησε το καλοκαίρι μαζί της, στους δρόμους, στο αμάξι, στους λόφους, στα πάρκα, αλλά τώρα που θα σκάσει κρύο δεν έχεις ένα σπίτι της προκοπής να τη φωνάξεις, να το παίξεις ο “καικαλάς” σαξοφωνάς που παίζει 15 παραλλαγές του Ολ οφ μι στο ημίφως με το βλέμμα μελαγχολία να κοιτάει από την τζαμαρία στο βάθος τη γέφυρα του Μπρούκλιν την ώρα που αυτή θα κοιμάται στο κρεβάτι σου ήρεμα και ζεστά και από πίσω ένας μεγάλος τοίχος με κόκκινα αμερικάνικα τούβλα που 45 μάστορες και εξήντα μαθητάδες τα έψησαν σε τίποτα εργοστάσια κοντά στο Χάντζον ρίβερ…
-Γίνεσαι πάλι σινεφίλ τέτοιες ώρες και αυτό γιατί ντρέπεσαι, γιατί αυτή είναι μαθημένη αλλιώς ενώ εσύ ζεις σε αποθήκη που μπάζει από παντού και είσαι άφραγκος.
Κάτι πας να της πεις, κάτι πάει να ακούσει και τότε πιάνει μια βροχή κάθετη σαν αυτές που πέφτουν κατά τον Μισισίπι την ώρα που η ιδιοκτήτρια του λευκού ξύλινου σπιτιού διπλά στις λεύκες και τα καλαμπόκια σερβίρει τσάι με παγάκια στον πράκτορα του FBI που της έκανε επίσκεψη με χαλαρή γραβάτα και το καπέλο στο χέρι …
Εκείνη μένει στη βροχή. Ακόμα περιμένει να της πεις.
Την παίρνεις πιο πάνω σε ένα υπόστεγο γιατί έχει γίνει μούσκεμα, ίσα ίσα χωράτε όρθιοι από κάτω και το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να βγάλεις το πουκάμισό σου και τη σκεπάζεις για να μην κρυώσει και σκέφτεσαι πως μακάρι τα σπίτια να ήταν πουκάμισα, θα τη σκέπαζες κάθε μέρα και με ένα διαφορετικό όταν θα έσκαγε ο Χειμώνας. Για τα πουκάμισά σου δεν ντρέπεσαι, ακόμα και όταν είναι τσαλακωμένα, που είναι συνήθως όπως και λίγο σκισμένα εδώ και εκεί, σαν αυτά που έχουν κάτι ντετέκτιβ της δεκαετίας του ’50 μετά το ξύλο που έχουν φάει από ολόκληρη  οργάνωση σατανιστών στην προσπάθειά τους να λύσουν μια υπόθεση βουντού ή κάποια μαλακία στο έτσι τέλος πάντων, κάπου στη Νέα Ορλεάνη, παραπατώντας ανάμεσα σε μπουκάλια κόκα-κόλα και τσαλακωμένα πακέτα Λάκι-στράικ, κάτι νύχτες που μοιάζουν σαν και αυτή…
-Το θέμα είναι ότι εκείνη ξέρει τελικά από την αρχή τι θέλεις να της πεις, σε αγκαλιάζει με όλη της τη δύναμη και σε ξαφνιάζει. Ακουμπάει το κεφάλι της στο σώμα σου, εκεί στη μέση του δρόμου και αφού δεν της λες εσύ τίποτα με τη φωνή σου, αποφασίζει να σου πει κάτι εκείνη, όχι με ανθρώπινα λόγια αλλά γράφοντας με τα “φου” που κάνει η ανάσα της δύο φράσεις πάνω στο λαιμό σου:
“Οι άνθρωποι δεν είναι πάντα ήρωες από ταινία του Άλαν Πάρκερ …”
“Σε θέλω βρε μαλάκα και μη γίνεσαι σινεφίλ με τα θέλω μου …”