γράφει ο Νικηφόρος Γκολέμης //

«Το παιδί των 17 ετών θα το ενδιαφέρει πώς θα είναι η Ελλάδα το 2030 αν το ενδιαφέρει πως ήταν η Ελλάδα το 1963;» αναρωτήθηκε προ εβδομάδος ο Κυριάκος Μητσοτάκης μέσω της συχνότητας του ΣΚΑΪ, ανοίγοντας για πολλοστή φορά την κουβέντα περί ιστορικής μνήμης και της γενικότερης «συναναστροφής» που οφείλουμε να έχουμε (ή μήπως να μην έχουμε;) με τα γεγονότα του παρελθόντος. Κατά τον επικεφαλής της αξιωματικής αντιπολίτευσης – αν έχουμε εννοήσει σωστά τα λεγόμενά του, καθότι τα προβλήματα στη δομή και σύνταξη του λόγου του είναι κάτι παραπάνω από εμφανή – ο νεαρός ψηφοφόρος οφείλει να κοιτάει μόνο μπροστά και να αφήνει πίσω του τις «διαιρετικές τομές» του 1963 και εν γένει του παρελθόντος.

Η προαναφερθείσα προσέγγιση για μια «ανάλαφρη» και «ενωτική» ανάγνωση της ιστορίας περιστρέφεται γύρω από δύο βασικούς άξονες, εκ των οποίων αντλείται και το σύνολο των επιχειρημάτων για την υποστήριξή της. Ο πρώτος επιχειρεί να παρουσιάσει την ιστορία ως «αναγκαίο κακό» που διχάζει την κοινωνία κάθε φορά που προσφεύγουμε στην ιστορική μνήμη για να βρούμε τις απαντήσεις. Όσο για τον δεύτερο, πρόκειται για απότοκο της νεοφιλελεύθερης σκέψης: Οτιδήποτε δεν μεταφράζεται σε χρηματική αξία, δεν απασχολεί τον «οικονομικό άνθρωπο». Αλήθεια όμως, ποιος φοβάται την ιστορία; Ποιος φοβάται τον κοινωνικό διχασμό; Μήπως αυτός που κατά το παρελθόν υποστήριξε και προώθησε τους διαχωρισμούς στη βάση αυτών των «διαιρετικών τομών»; Αυτός που ζητούσε βεβαίωση πολιτικών φρονημάτων, αυτός που άνοιξε τη Γυάρο και τη Μακρόνησο, αυτός είναι ο μόνος που έχει να φοβηθεί την ιστορία. Στην πραγματικότητα βέβαια, και επειδή ελάχιστοι από τους προαναφερθέντες – καταδικασμένους στη συλλογική μνήμη βρίσκονται ακόμα εν ζωή, όλο αυτό το γαϊτανάκι περί ιστορικής ανάγνωσης δεν είναι ούτε ζήτημα «διχασμού» ούτε βαθιάς ιδεολογικής πεποίθησης, αλλά καθαρή πολιτική.

Γνωρίζει πολύ καλά ο Κυριάκος Μητσοτάκης ότι βρίσκεται επικεφαλής ενός κόμματος – πολιτικού «κληρονόμου» του παρακράτους και των διώξεων, εξού και επιλέγει το «άλλα λόγια ν’ αγαπιόμαστε» και τα τετριμμένα περί «ταραγμένων» και «δύσκολων» εποχών, όταν η συζήτηση περιστρέφεται γύρω από τις σχέσεις δεξιάς και παρακράτους. Βέβαια, ακριβώς επειδή το αφήγημα της αποστασιοποιημένης οπτικής της ιστορίας δεν είναι παρά ακόμα ένα πολιτικό εργαλείο, η ευαισθησία ως προς την ιστορία μεταβάλλεται κατά το δοκούν: Μπορεί στον Λαμπράκη ο «φιλελεύθερος» ηγέτης να «νίπτει τας χείρας του», φοβούμενος τον διχασμό και αξιολογώντας το ζήτημα ως ασήμαντο για έναν 17χρονο, παράλληλα όμως τζογάρει πάνω στο ονοματολογικό της ΠΓΔΜ, θέτοντάς το (μέσω αντιπροσώπων που βγάζουν τη βρώμικη δουλειά, βλ. Άδωνις και λοιποί «Μακεδονομάχοι») ως αιχμή του αντιπολιτευτικού δόρατος. Πώς εξηγεί άραγε ο νεοφιλελευθερισμός τον «αγώνα» για την ονομασία της γείτονος; Πόσο σημαντικό είναι για έναν 17χρονο να διαμορφώσει την κρίση του με βάση τους «μακεδονομάχους» των συλλαλητηρίων;

Και η α λα καρτ ανάγνωση της ιστορίας δεν σταματάει εδώ. Αν γυρίσουμε το νόμισμα από την άλλη όψη, θα δούμε έναν πρωθυπουργό και μια κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ να μην έχει αφήσει επέτειο για επέτειο ανεκμετάλλευτη, επιχειρώντας με τον πλέον αναιδέστατο τρόπο να οικειοποιηθεί τους αγώνες και τις θυσίες άλλων και να εμπλουτίσει με ολίγον τι από «επανάσταση» το αφήγημα της «πρώτης φοράς». Εδώ βέβαια χρειάζεται και το απαιτούμενο θράσος: Διότι, όταν νομοθετείς καθ’ υπαγόρευσιν… εκ των έξω, όταν δεσμεύεσαι για μέτρα ακόμα και μετά το τέλος της δανειακής σύμβασης, όταν έχεις απεμπολήσει και το τελευταίο ψήγμα λαϊκής κυριαρχίας, θέλει πολύ θράσος να πηγαίνεις με το στεφάνι στην Καισαριανή και να μιλάς για «Γκοτζαμάνηδες», την ίδια ώρα που δίνεις τα κλειδιά στο (παρα)κράτος των Βρυξελλών και της Ουάσινγκτον.

Αλλά ας επανέλθουμε στο αρχικό ερώτημα. Τελικά, τι θα πρέπει να ενδιαφέρει το «παιδί των 17 ετών», για το οποίο τόσο κόπτεται το σύνολο του πολιτικού κόσμου; Το παιδί των 17 ετών λοιπόν οφείλει να γνωρίζει για το παρακράτος στην Ελλάδα, για την αντικομμουνιστική φρενίτιδα που προκάλεσαν όλοι αυτοί που στην Κατοχή παρέμεναν απαθείς «έντιμοι», πρόθυμοι υποταγμένοι και απρόθυμοι να προβούν σε οποιαδήποτε αντιστασιακή πράξη και είχαν βρεθεί ξαφνικά και εντελώς ανέλπιστα – με τις ευλογίες του ξένου παράγοντα – στη διακυβέρνηση της χώρας. Το παιδί των 17 ετών σαφέστατα και θα πρέπει να στρέψει το βλέμμα του στις διαπραγματεύσεις για το Σκοπιανό, για να δει πώς το υποτιθέμενο «κυρίαρχο κράτος» του σέρνεται σε συνομιλίες κατόπιν ρητής εντολής των ΗΠΑ και του εγχειρήματος για την ένταξη των Βαλκανίων στη σφαίρα επιρροής τους. Να παρατηρήσει τους κυβερνώντες που προσπαθούν να «πλασάρουν» τις υπηρεσίες στους Αμερικανούς ως δήθεν «γροθιά» στον εθνικισμό, να ρίξει όμως και μια ματιά στην ιστορία για αυτούς που σήμερα πιάνουν τις σημαίες στα συλλαλητήρια και μερικά χρόνια πριν συμφωνούσαν πως «σε δέκα χρόνια κανείς δεν θα θυμάται τίποτα». Ας δώσει επιτέλους κάποιος μια ηχηρή απάντηση σε όσους έχουν την ψευδαίσθηση ότι η ιστορία είναι μια πλαστελίνη που μπορούν να τη χειρίζονται κατά το δοκούν – κι ας είναι και 17 ετών.