του Γιάννη Παναγόπουλου //

Άνθρωποι σε κίνηση, που γνωρίζουν τι θέλουν από τα καλοκαίρια τους. Άνθρωποι που μπαίνουν στη μνήμη τους και μας ξεναγούν σε προορισμούς της Ελλάδας που αγάπησαν, που δέθηκαν μαζί τους ή γεννήθηκαν πάνω τους. Αν η Ελλάδα είναι όμορφη δεν μπορεί… όμορφοι είμαστε κι εμείς. Η Τζέλη Χατζηδημητρίου* γεννήθηκε στη Λέσβο. Και “επιστρέφει” με λέξεις και εικόνες στο νησί με τον δικό της τρόπο. Στο λόγο μου. Πιο αυθεντικά το παρακάτω κείμενο δεν θα μπορούσε να βγει.

-Πότε είδες τη Λέσβο πρώτη φορά; 

-Αντίκρισα τον κόσμο για πρώτη φορά σε ένα μαιευτήριο της Μυτιλήνης. Η Λέσβος λοιπόν, ή ό,τι γνώριζα απ’ αυτήν μεγαλώνοντας, ήταν όλος μου ο κόσμος. Γέννημα θρέμα του νησιού, πέρασα τα σημαντικότερα χρόνια της ζωής μου στις θάλασσες και τις εξοχές ενός τόπου ευλογημένου απ’ τους Θεούς.

-Ποια ήταν η πρώτη εικόνα που έχεις από το νησί σου;

-Τί να πρωτοθυμηθώ; Τα πρώτα χρόνια οι γονείς μου ήταν δάσκαλοι στην Ανεμότια και κατεβαίναμε με λεωφορείο στη Μυτιλήνη για να περάσουμε το καλοκαίρι μας. Κοιτούσα έξω από το παράθυρο τους στενούς δρόμους που σιγά-σιγά μας έφερναν από την ηφαιστειογενή πλευρά του νησιού, στον εύφορο και απλωτό κάμπο της Καλλονής. Μετά ανηφορίζαμε στο “τσαμλίκι” όπως λέμε ακόμα τον απέραντο πευκώνα στο μέσον του νησιού και στην τελευταία κατηφόρα φαινόταν ο κόλπος της Γέρας να γυαλίζει, με τα νερά του σχεδόν πάντα ήρεμα, ανάμεσα στους ελαιώνες. Την πόλη της Μυτιλήνης την καταλάβαινα τότε από τη μυρωδιά. Μοσχοβολούσε γιασεμί κι είχε μια γλύκα ανατολίτικη, ράθυμη και κοσμοπολίτικη για τα δικά μου μάτια. Πιο πολύ θυμάμαι τις μυρωδιές. Ούζο και χταπόδι ψητό στα Τσαμάκια που πηγαίναμε τα απογεύματα οικογενειακώς, πεύκα που καίγονται στον ήλιο κι ανασαίνουν ρετσίνι, κολλιτσίδες και χόρτα ξερά πηγαίνοντας στα μποστάνια, ντοματιές και πεπόνια που μύριζαν καλοκαίρι. Ήταν τόσο χρυσά τα χωράφια με τα στάρια και τόσο ζουμερά τα καρπούζια τότε…

-Ποια ήταν η δυσκολότερη επιστροφή, από το νησί σου, στην Αθήνα;

-Ποτέ δεν ήταν εύκολο ν’ αφήσω το νησί. Ένιωθα να μου ξεριζώνεται η καρδιά κάθε φορά, σαν να με διώχνουν απ’ τον παράδεισο. Όταν πέρασα στο πανεπιστήμιο κι ήρθε ο πρώτος μεγάλος αποχωρισμός, μαζί με τη χαρά της ελευθερίας, ένιωσα σαν χαμένη, χωρίς ταυτότητα σχεδόν. Όλος μου ο κόσμος, όλες μου οι αναφορές ήταν αυτό το νησί. Πώς ανατέλλει το φεγγάρι πίσω από τα βουνά της Μικρασίας, πώς μυρίζει η γη στο πρωτοβρόχι, πώς βουτάς από τα βράχια στ’ Απηλί και νιώθεις το νερό παγωμένο στο σώμα σου να σε ξυπνά από τη νάρκη του χειμώνα. Δεν ξέρω πώς θα ήταν η ζωή μου αν δεν είχα γεννηθεί σ’αυτό το νησί που έχει το πιο αισθησιακό φως στον κόσμο. Όπως ο Οβελίξ στους Γαλάτες, ποτίστηκα με το φως της Λέσβου και δεν υπάρχει τίποτα που να μπορεί να με πάρει μακριά του. Εδώ έμαθα να βλέπω, να νιώθω. Ίσως αν είχα γεννηθεί σε έναν άλλο τόπο, που το φως δεν είναι τόσο ιδιαίτερο, να μην ήθελα να διηγηθώ ιστορίες με τις εικόνες μου.

-Πόσο άλλαξε το νησί σου στο πάρε – δώσε του χρόνου;

-Πολύ, πάρα πολύ…αλλά εγώ μετράω 55 χρόνια. Όλη η Ελλάδα άλλαξε. Ήρθαν τα χρόνια της χούντας και της μεταπολίτευσης που έριξαν κάτω τα αρχοντικά της Μυτιλήνης ή, στην καλύτερη περίπτωση, τα στρίμωξαν ανάμεσα σε μεζονέτες, στερώντας τα από τους υπέροχους κήπους τους. Η θέα φτάνοντας με το πλοίο από την Αθήνα ήταν τότε συγκλονιστική, για μένα καλύτερη από το Lago di Como. Το εξαιρετικό μουσείο Θεοφίλου κι η Πινακοθήκη Terriade ανέπνεαν μέσα στους ελαιώνες. Δρόμοι φτιάχτηκαν, ξενοδοχεία χτίστηκαν, πλούτισε ο κόσμος και ¨ξπάστκε¨όπως λἐμε στο χωριό, το πήρε πάνω του κι άρχισε να καταστρέφει όσα υπήρξαν η βάση του κι ο πλούτος του. Αυτό που σίγουρα δεν άλλαξε είναι το φως. Και τα ορεινά χωριά. Τουλάχιστον όχι πολύ. Πάω στο Σκαλοχώρι, στην Ανεμότια, στο Ακράσι, στον Ασώματο, στο Μπουρό, κάθομαι στα καφενεία και ξαναβρίσκω τους αργούς ρυθμούς και τις μυρωδιές της παιδικής μου ηλικίας. Κατεβαίνω στο Τσαμούρ Λιμάνι κι ο χρόνος μοιάζει να ’χει σταματήσει. Στη Συκούντα, στους Αγίους Ανάργυρους, στη Βατούσα, στους Πύργους, στο Μεγαλοχώρι, στη Κλειού, χαζεύω τις αυλές με τους κρίνους, το δυόσμο, τα βασιλικά, το λεμόντσιτσι, όλα ανάκατα, φυτεμένα μέσα σε τενεκέδες από φέτα. Στη Λέσβο οι κήποι στα χωριά μοσχοβολάνε, δεν είναι μόνο χρώματα. Αυτά δεν άλλαξαν. Και οι δρόμοι στις αγορές με τα πετρόκτιστα καφενεία, τα μαγαζιά με τις σκαλιστές προσόψεις. Στύψη, Βασιλικά, Λισβόρι, Πολιχνίτος, Αγία Παρασκευή, Φίλια κι η Βρίσα μέχρι προχτές που τη ρήμαξε ο σεισμός. Α, ναι. Αυτό που δεν άλλαξε επίσης είναι το πνεύμα των Λέσβιων! Από την Αγιάσσο μέχρι τη Μυτιλήνη τη Σκαμιά ή την Αποθήκα, αν κάτσεις σ’ ένα τραπέζι με ντόπιους, θα χαρείς κουβέντα. Ενδιαφέρονται για τα πάντα, ενημερώνονται, σε κερνάνε ούζο, σαρδέλα παστή και ντομάτα στα τέσσερα, κι αφού έχει αρχίσει να γυρίζει ο κόσμος γύρω σου, σε αρχίζουν στις πλάκες. Ξανανιώνεις κι αναθεωρείς!

-Ποια είναι η αγαπημένη σου γωνιά στο νησί σου;

-Η Λέσβος για να εξηγούμαστε, δεν είναι νησί, είναι ολόκληρη ήπειρος! Έτσι την περιγράφω στον οδηγό που έγραψα σχεδόν δώδεκα χρόνια πριν. Δεν υπάρχει πιθανότητα να διαλέξω μία, ούτε δέκα. Κάθε φορά, ανάλογα με το πώς νιώθω, πάω να βρω μια γωνιά που ξέρω πως θα μ’ αγκαλιάσει, θα με γλυκάνει, θα μου δώσει τις απαντήσεις που ψάχνω. Οι Θεοί ευλόγησαν τη Λέσβο με τη λαγνεία της Ανατολής και την αυστηρότητα της πέτρας. Αλλά και με πολιτισμό, με ιστορία μεγάλη, με παράδοση, με Τέχνες και Φιλοσοφία. Αυτό το αναγνωρίζεις παντού, δεν είναι μόνο η ομορφιά που σε μαγεύει, είναι οι άνθρωποι, είναι κάτι στον αέρα που σε κάνει ν’αναθεωρείς τις προτεραιότητές σου και τις αποφάσεις σου στη ζωή. Η Λέσβος είναι τόπος μαγικός που σε μεταμορφώνει. Γιατί είναι αληθινή. Όσο κι αν χτίστηκε, όσο κι αν ήρθαν οι τουρίστες κι άλλοι που δεν ήταν τουρίστες, η αλήθεια του νησιού παραμένει συγκλονιστικά δυνατή, σαν να βουτάς από τα βουνά με τις ελιές, κατακόρυφα, στο βαθύ μπλε. Μου αρέσει να βλέπω τα πέτρινα σπίτια στα χωριά, αλλά και να κρύβομαι στη σπηλιά της Παναγιάς της Κρυφτής πάνω στον Προφήτη Ηλία. Να γυρίζω στους ελαιώνες του Πλωμαριού, στα περιβόλια της Γέρας, αλλά και να ξεκουράζομαι στους παλιούς φούρνους δίπλα στη θάλασσα, όπου έφτιαχναν τα τσουκάλια οι Μανταμαδιώτες. Η Λέσβος είναι 4χ4! Τέσσερις εποχές, μπορεί να σε ξετρελάνει. Τι καστανιές και καρυδιές το χειμώνα, τι άγριες ορχιδέες την άνοιξη, εκεί πάνω στα βουνά της Αγιάσσου, τι καταρράκτες στο Μανταμάδο, τι θάλασσες ολοζώντανες όλο τριγύρω στο νησί το καλοκαίρι. Οι ανατολικές ακτές μυρίζουν Μικρασία, αλμύρα, πουρνάρια και ψαροχώρια. Από τη Σκάλα Μυστεγνών μέχρι τον Παλιό και ανεβαίνοντας στον Κόρακα, τη Σκαμνιά, για να δεις το κάστρο του Μολύβου με τον υπέροχο οικισμό, έχει απίστευτες γωνιές. Εγώ μένω έξι μήνες τον χρόνο στον κάμπο της Ερεσσού, με τα ωραία σύκα και την ησυχία και το καλοκαίρι φεύγω με τη βάρκα στις σπηλιές ανάμεσα στο Σίγρι και την Ερεσσό, κι ακόμα παραπέρα, στα Λάψαρνα, στα Ορφίκια όπου ο μύθος λέει πως έφτασε η λύρα και το κεφάλι του μυθικού μουσικού. Δεν χωράει η Λέσβος σε κείμενα και σε βιβλία. Η Λέσβος σε κατακλύζει κι η μόνη γιατρειά είναι να γυρνάς, να γυρνάς στις θάλασσες και τα βουνά και να βλέπεις, να νιώθεις, να ζεις. Έτσι μόνο περνάει ο έρωτας γι’ αυτόν τον τόπο.

-Μπορείς να μας γράψεις έναν στίχο για το νησί σου που σε εμπνέει περισσότερο;

-Θα ήταν υπεροψία και υπερβολή να γράψω στίχους εγώ, ενώ για τη Λέσβο έγραψε ποίηση ο Ελύτης. Και πριν απ’ αυτόν η Σαπφώ. Όταν είμαι στεναχωρημένη, θυμάμαι την εισαγωγή από το βιβλίο “ο ζωγράφος Θεόφιλος”, κι αμέσως μεταφέρομαι στα περιβόλια και στις μυρωδιές τους, ακούω τα καρπούζια να σκάνε μέσα στη ζέστη και τα τριζόνια να κάνουν πάρτι τη νύχτα.

…Γιατί ο έρωτας, το μυστήριο, η γνώση, όλα στα μέρη

αυτά, θα ’λεγες ότι ακολουθούν την κατεργασία των φυσικών

στοιχείων. Τόσο που αν απομονωθεί κανείς στα βάθη

ενός μπαξέ της Γέρας, για να ωτακουστήσει σα μαθητής,

μπορεί, συντέμνοντας τη γνώριμη βραδύτητα της φύσης, να

καταμετρήσει στάλα στάλα τη σοφία που ξέρει να πήζει

μαζί με το φως, μέσα σε ένα ρόδι, ο ήλιος. Τα δόντια, όταν

η στιγμή φτάσει να δαγκώσουν, δεν είναι πια ο χυμός,

είναι η αλήθεια που ξεχειλίζει ανάμεσά τους, λερώνοντας

υπέροχα το πιγούνι. Και συμβαίνει, ώρες πολλές μετά το

ηλιοβασίλεμα, η γεύση του καρπού ν’ αφήνει μια στυφάδα

στον ουρανίσκο ίδια με τη συνείδηση της μοίρας της

ανθρώπινης που κατασταλάζει όταν η νύχτα πέφτει αργά

στην ψυχή μας.

-Θυμάσαι πότε είπες, σε σένα, πως τελικά η Λέσβος είναι το νησί σου; 

-Μερικές φορές θυμώνω, ιδιαίτερα όταν επιστρέφω και βλέπω δυσάρεστες και κακόγουστες αλλαγές, αλλά στην πραγματικότητα ούτε μια στιγμή δεν σκέφτηκα πως υπάρχει πιθανότητα να ζήσω μακριά από τη Λέσβο. Με τρέφει ο αέρας της, οι μυρωδιές της κι αυτό το φως που μεταμορφώνει τα πάντα. Ακόμα και τις ασχήμιες των ανθρώπων.

-Τι είναι, τελικά, για σένα το νησί σου;

-Έμπνευση, αγκαλιά και καταφύγιο, αυτό είναι. Εδώ γεμίζω τις μπαταρίες μου, γιατρεύομαι από τους φόβους και ξεκινάω τα καινούργια μου σχέδια. Γυρίζω τα χωριά με μια βιντεοκάμερα και μιλώ με τους ανθρώπους τους αληθινούς, μοιράζομαι το φαγητό τους και τους προβληματισμούς τους και καταγράφω έναν κόσμο που χάνεται. Έτσι κρατιέμαι ζωντανή.

 

*περισσότερα γύρω από την Τζέλη υπάρχουν εδώ http://www.odoiporikon.com/