του Γιάννη Παναγόπουλου //

Ο άνθρωπος που μοιραζόμαστε το ίδιο τραπέζι σε καφέ της Νεάπολης είναι ένας από τους πολυτιμότερους συνθέτες ελληνικής μουσικής. Ο Κυριάκος Σφέτσας γεννήθηκε στη Λευκάδα, έζησε στην Αθήνα, έζησε στο Παρίσι, γύρισε στην Ελλάδα για να εργαστεί το Γ’ Πρόγραμμα μετά από πρόσκληση του Μάνου Χατζιδάκι και πια, από επιλογή, ζει στο χωριό του στη Λευκάδα.  Το μουσικό έργο του είναι ένα ηχητικό διαμάντι. Με βάση την παραδοσιακή μουσική της Ελλάδας απλώνεται με μοναδική αρμονία στην τζαζ και τη ροκ μουσική. Τα άλμπουμ Greek Fusion Orchestra Vol.1 και Vol. 2, που κυκλοφορούν σήμερα από τη δισκογραφική φίρμα του Αδαμάντιου Καφετζή/Teranga Beat, είναι η κατάδυση σε μια πραγματικότητα της ελληνικής μουσικής που ενθουσιάζει.

– Διαβάζοντας συνεντεύξεις σας οι λέξεις με τις οποίες συναντήθηκα συχνά ήταν: “δημοτική μουσική”, “παραδοσιακή μουσική”. Θα λέγαμε πως η δική σας μουσική είναι παραδοσιακή μουσική; Πώς θα θέλατε να σας “διαβάζουν” οι μουσικοί του μέλλοντος;

Οι αναφορές μου στον όρο «παραδοσιακή» μουσική έχουν σχέση κυρίως με τους διάφορους τρόπους που μετέρχομαι για να εντάξω στη μουσική μου γραφή στοιχεία της μουσικής αυτής. Στοιχεία, όμως, που έχω στο μεταξύ επεξεργαστεί μέσα από ποικίλες διεργασίες. Οι περιπτώσεις που έχω χρησιμοποιήσει θέματα παραδοσιακής μουσικής στην «πρωτότυπη» μορφή τους είναι ελάχιστες. Η ένταξη λοιπόν των στοιχείων αυτών και η ποικιλότροπη μίξη τους με άλλα στοιχεία που προέρχονται από άλλες πηγές, χτίζει την «προσωπική» μου γλώσσα άρα και ύφος έκφρασης. Το αποτέλεσμα είναι μια σημερινή γραφή…

– Μουσικό σας υλικό κυκλοφορεί σήμερα. Σειρά νέων ανθρώπων έρχονται σε επαφή μαζί σας. Πόσο προκλητικό – καλλιτεχνικά – μπορεί να είναι αυτό;

Δεν είναι μόνο γοητευτική και βαθύτατα συγκινητική η συνάντηση με νέους ανθρώπους, είτε πρόκειται για νέους μουσικούς, είτε για νέους που αγαπούν και εκτιμούν τη δουλειά μου. Ιδιαίτερα όταν οι νέοι αυτοί, δημιουργοί ή μη, φέρνουν εντός τους με ανατρεπτική ορμή, τα οράματά τους, και μια βαθιά άδολη επιθυμία να αλλάξουν τον κόσμο. Με γεμίζει ομορφιά όλο αυτό και φέρνει στη μνήμη μου τον μεγάλο Max Deutsch, τον δάσκαλό μου στο Παρίσι, και μια κουβέντα του που αποτελούσε και πεποίθησή του: «η νεολαία έχει πάντα δίκιο».

•Δεν υπήρξα σώνει και καλά δέσμιος του φαίνεσθαι, ούτε του επιχειρείν καλλιτεχνικά αναμασώντας πράγματα ή υπακούοντας σε κελεύσματα της μουσικής βιομηχανίας. Είχα δε διακόψει τις όποιες παλιότερες σχέσεις μου με τις μεγάλες δισκογραφικές. Επιλογή μου λοιπόν ήταν να κρατήσω την ψυχή μου για μένα, και όχι για τον διάβολο. Γι’ αυτό άλλωστε, ζω εδώ και είκοσι χρόνια σε ένα ορεινό μικρό χωριό της Λευκάδας.

– Γιατί το Παρίσι υπήρξε ο δημοφιλέστερος σταθμός καλλιτεχνών από την Ελλάδα τη δεκαετία του 1970;

Η γαλλική πρωτεύουσα υπήρξε από πολύ παλιά ένας τόπος υποδοχής και φιλοξενίας διάφορων κατατρεγμένων στις χώρες τους. Είτε επρόκειτο για πολιτικούς είτε για λόγιους, καλλιτέχνες, ακόμη και σε αρκετές περιπτώσεις και για φυγόδικους. Δεν θα διακινδυνεύσω να αναφερθώ σε περιπτώσεις άλλων. Προσωπικά, από πολύ νέο, λόγω διαβασμάτων, γαλλικής μουσικής και σινεμά, πόλη της ελευθερίας, του ουμανισμού αλλά και της αναρχίας το Παρίσι με μάγευε από πολύ νέο. Είχα μέσα μου χτίσει τη βεβαιότητα ότι αυτός θα ήταν ο μόνος μου… προορισμός.

– Πόσο βαριά ήταν η καλλιτεχνική σας σιωπή; Θέλω να πω πως ακούγοντας το Greek Fusion Orchestra Vol. 1 άρχισα να επιστρέφω νοερά στο παρελθόν. Θυμόμουν το όνομά σας. Θυμάμαι το ηρωικό – καλλιτεχνικά – Τρίτο Πρόγραμμα της δεκαετίας του 1970. Το να μείνετε μακριά από την επικαιρότητα της ελληνικής μουσικής σκηνής ήταν επιλογή σας;

Αν εννοείτε τη μη παρουσία μου στη μουσική σκηνή με όρους της σόου μπίζνες, θα σας πω ένα ηχηρό ναι. Όμως, εγώ δεν υπήρξα σώνει και καλά δέσμιος του φαίνεσθαι, ούτε του επιχειρείν καλλιτεχνικά αναμασώντας πράγματα ή υπακούοντας σε κελεύσματα της μουσικής βιομηχανίας. Είχα δε διακόψει τις όποιες παλιότερες σχέσεις μου με τις μεγάλες δισκογραφικές. Επιλογή μου λοιπόν ήταν να κρατήσω την ψυχή μου για μένα, και όχι για τον διάβολο. Γι’ αυτό άλλωστε, ζω εδώ και είκοσι χρόνια σε ένα ορεινό μικρό χωριό της Λευκάδας. Ποτέ όμως δεν έπαψα να γράφω μουσική και να συνεργάζομαι με πρόσωπα ή φορείς της δικής μου επιλογής, των δικών μου απαιτήσεων. Δεν υπήρξε λοιπόν βαριά ούτε καλλιτεχνική κι ούτε υπαρξιακή (εντός μου) σιωπή. Υπάρχω ως δημιουργός με τους δικούς μου όρους. Μπορεί ίσως για λιγότερους αλλά πιότερο κοντινούς μου…

– Έχετε μιλήσει γι’ αυτό αλλά θα ήθελα να σας ρωτήσω. Ήσασταν μόλις 18 ετών όταν συνοδεύσατε στο πιάνο τη Μαρία Κάλλας σε συναυλία στη Λευκάδα. Πέρα από το δέος που αισθανθήκατε, υπήρξε εκείνη η στιγμή που η μουσική σάς παρέσυρε αποδεκατίζοντας πιθανούς δισταγμούς σας; Τι δεν θα ξεχάσετε ποτέ από τη συμβίωση σας στη σκηνή;

Το μεγαλείο, τη φυσική ομορφιά, την αιθέρια απαλότητα, πέρα βεβαίως από την ανεπανάληπτη και καθηλωτική μουσική παρουσία, μέσα από τις μαγικές δεινότητες αυτής της γυναίκας. Αισθάνθηκα να βρίσκομαι δίπλα σε μια θαυματοποιό…

– Όταν ο Χατζιδάκις σας κάλεσε στην Ελλάδα ποιο ήταν το πρώτο πράγμα που πέρασε από τη σκέψη σας;

Είχα γνωρίσει τον Μάνο Χατζιδάκι στη Ρώμη, γύρω στο 1969 αν θυμάμαι καλά. Έκτοτε, όταν περνούσε από το Παρίσι, βρισκόμαστε και τα λέγαμε. Πολλές φορές τεστάραμε ο ένας τον άλλο για την ενημέρωσή μας πάνω σε νέες δισκογραφικές κυκλοφορίες ή στην αποκάλυψη ενός νέου ταλαντούχου συνθέτη. Είχε πλάκα. Ήταν σαν παιγνίδι ποντικού και γάτας με εναλλασσόμενους ρόλους. Κάποια στιγμή λοιπόν, στα μέσα (;) του 1975, μου τηλεφώνησε στο Παρίσι και με το γνωστό του χιούμορ μου ξεστόμισε τη γνωστή πλέον φράση «έμαθα βρε ότι έχεις γίνει καλός συνθέτης και θέλω να έρθεις κάτω». Έτσι κάπως έγιναν τα πράγματα. Μια η πρόσκλησή του, (γνώριζα ότι ο Μάνος είχε αναλάβει τα ηνία της ΕΡΑ), μια η δική μου νοσταλγία ύστερα από 10χρονη σχεδόν συνεχή απουσία, μια η πτώση της χούντας και το αίτημα αλλαγής που ήταν ισχυρό στη χώρα και τέλος και η διάθεση όλων μας να προσφέρουμε προς αυτόν το σκοπό, συνομολόγησαν υπέρ της επιστροφής μου. Το πρώτο πάντως πράγμα που σκέφτηκα ήταν: να μια υπέροχη ευκαιρία να αλλάξουμε τα πράγματα…