γράφει η  Μαριλιάνα Ρηγοπούλου*//

Απ’ τα ηχεία ακούγεται: « Σε λίγο αρχίζει η παράσταση, παρακαλώ να κλείσετε τον ήχο στα κινητά σας τηλέφωνα, αλλά να μην τα απενεργοποιήσετε καθώς μπορείτε να φωτογραφίζετε, να τραβάτε βίντεο, αρκεί να κάνετε άμεση ανάρτηση στα social media». Κι όλα αυτά εν μέσω κυνηγητού επί σκηνής του φτερωτού Θεού έρωτα και της Θεάς Αφροδίτης.

Έναρξη ανατρεπτική απ’ το πρώτο λεπτό, κωμική, άκρως σουρεαλιστική που υπερβαίνει τα συνήθη, τα αναμενόμενα δημιουργώντας ευθύς εξαρχής μια πιο χαλαρή διάθεση στο κοινό κατακρημνίζοντας την αμήχανη νευρική σιωπή της θεατρικής αίθουσας και αποκαλύπτοντας την οπτική που θα έχει η παράσταση ακολούθως.
«La belle Helene – The Return of the Queen» του Jacques Offenbach στην κεντρική σκηνή του Ιδρύματος Μιχάλη Κακογιάννη και σε σκηνοθεσία Παναγιώτη Αδάμ που ανεβαίνει για πέμπτη χρονιά.

Ο Ζάκ Όφενμπαχ, γεννημένος στην Κολωνία, συνθέτης και βιολοντσελίστας που πρόσκειται στον ρομαντισμό ως ρεύμα της Τέχνης, ήταν από τους πρωτεργάτες της οπερέτας αλλά και τους δημιουργούς της μουσικής κωμωδίας κατά τον 19ο αιώνα. Το 1850 έγινε μαέστρος του Γαλλικού θεάτρου και το 1855 δημιούργησε το δικό του θέατρο, το Bouffes Parisiens εκεί μπόρεσε να αφιερωθεί απερίσπαστος μέχρι τον θάνατό του τόσο στην οπερέτα όσο και στην κωμική όπερα, με σημαντικό αριθμό δημιουργικών έργων όπως: «Η Περισόλ», «Η Μεγάλη Δούκισσα του Γκέρολσταιν», μέχρι τα «Παραμύθια του Χόφμαν», υψηλής αισθητικής όπερα την οποία δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει διότι απεβίωσε και την έφερε εις πέρας ο φίλος του Ερνέστ Γκιρό.

Ο Όφενμπαχ, άριστος γνώστης του μπουφονικού θεάτρου, δημιούργησε μια οπερέτα απόλυτα άρτιο δείγμα αυτού του είδους κι ο σκηνοθέτης Παναγιώτης Αδάμ το εκμεταλλεύτηκε με ιδιαίτερα έξυπνο τρόπο ως το έπακρο.

•Κεντρικό ζήτημα του έργου ο μύθος της «Ωραίας Ελένης».

Ο Όμηρος παρουσιάζει την Ελένη, ως ένα πλάσμα με ανθρώπινες αδυναμίες και πάθη που συχνά αυτοκαταδικάζεται γι’ αυτό και χρησιμοποιεί η ίδια το επίθετο «κυνώπις» για τον εαυτό της, ερωτεύεται παράφορα τον Πάρη, ωστόσο τον αφήνει γιατί δεν είναι όσο γενναίος, θα ήθελε.

Ο Όμηρος την ονομάζει «καλλίκομον» που σημαίνει ομορφομαλλούσα και τανύπεπλον δηλαδή ομορφοντυμένη, αλλά και ριγεδανήν – (φρικτή) γιατί αποτέλεσε την αιτία για το χαμό πολλών ηρώων.

Για τον ίδιο λόγο και ο Αισχύλος την ονομάζει Ελεύναν, έλανδρον, ελέπτολιν, δηλαδή καταστροφή για τα καράβια, τους άνδρες και τις πολιτείες, χρησιμοποιώντας ως πρώτο συνθετικό το όνομά της.

Ο Αλκαίος ο λυρικός ποιητής εστιάζει το ενδιαφέρον του στην απιστία, εν αντιθέσει με τη Σαπφώ η οποία δεν κατακρίνει, αλλά τη δικαιώνει, έτσι δικαιώνεται και ο Έρως ο οποίος μπορεί να προκαλέσει μέγιστα δεινά και τυραννία.

Κι ο Ευριπίδης την παρουσιάζει ως θύμα.

Στην οπερέτα αυτή «La belle Helene», η οποία είναι μια μουσική κωμωδία σε τρεις πράξεις και λιμπρέτο των Ludovic Halevy και Henri Meilhac, ο Όφενμπαχ χτίζει μια παρωδία του μύθου της Ωραίας Ελένης, επιτυγχάνοντας την απομυθοποίησή του. Παρουσιάζει την Ωραία Ελένη να ζει μέσα σε ένα περιβάλλον καθαρά ανδροκρατούμενο και ματαιόδοξο, αποτελούμενο από βασιλείς, πρίγκιπες που θέλουν να εξουσιάζουν πέρα απ’ τα βασίλειά τους, τους πάντες και τα πάντα, με την εξουσία να είναι διεφθαρμένη ακόμα και τους ιερείς και μέσα σε όλο αυτό το κλειστό κοινωνικό πλαίσιο με ηθικούς φραγμούς και κοινωνικές επιταγές που δομούν υποτελείς σχέσεις και στερούν τις προσωπικές ελευθερίες, η Ωραία Ελένη κάνει την επανάστασή της, ανατρέποντας κάθε τι κατεστημένο, γίνεται μια επαναστάτρια των ηθών, που διεκδικεί όσα ονειρεύεται και επιθυμεί.

•Βασισμένος πάνω στη μορφολογική δομή που έδωσε ο Όφενμπαχ για τη μουσική του αυτή κωμωδία, κινήθηκε κι ο σκηνοθέτης Παναγιώτης Αδάμ ο οποίος πέρασε σε ακραιφνείς σουρεαλιστικές φόρμες, τοποθετώντας στο περιθώριο τον κεντρικό άξονα του μύθου που όλοι γνωρίζουμε πως η Ωραία Ελένη υπήρξε η αιτία του Τρωϊκού πολέμου και αναδεικνύοντας τη «Γυναίκα» Ελένη. Η σκηνοθετική του προσέγγιση, τόσο ευρηματική και ευφάνταστη που σημειολογικά ξεδιπλώνει καινούργιες κατευθυντήριες γραμμές.

Μας παρουσιάζει μια βασίλισσα που όμως δεν παύει να είναι Γυναίκα και μάλιστα μια γυναίκα εκπάγλου καλλονής ποθητή από όλους, που δεν πρόκειται να θυσιάσει τη ζωή της και τα θέλω της για καμία υπερφίαλη εξουσία, για καμία εγωιστική ανδρική ματαιοδοξία, αγωνίστρια της ίδιας της φύσης της που ζητά και διεκδικεί την αγάπη στη ζωή της. Ακόμα και το χρώμα των μαλλιών της δεν είναι ξανθό, αλλά έχουμε να κάνουμε με μια ταπεραμεντόζα κοκκινομάλλα.

Στην ουσία δεν ασχολείται καθόλου με την τραγωδιακή υπόσταση όλων των κολοσσιαίων αυτών επικών προσώπων που πλαισιώνουν το μύθο, αλλά με την πιο χιουμοριστική και πικάντικη φυσιογνωμία τους.
Με την εξαιρετική μετάφραση αλλά και την προσαρμογή των διαλόγων από τον Πέτρο Χρυσάκη και τον Παναγιώτη Αδάμ ο οποίος έχοντας στη σκηνοθετική του φαρέτρα τη δροσερή μουσική του Όφενμπαχ, δημιουργεί επί σκηνής αλλεπάλληλες κωμικές καταστάσεις που η μια διαδέχεται την άλλη, με μια μοναδική ενάργεια, μέσα σε μια ρετρό ατμόσφαιρα κάποιες φορές, άλλες πάλι λίγο πιο ποπ, ενώ η μουσική του Όφενμπαχ μετατρέπεται άλλοτε σε ζεϊμπέκικο κι άλλοτε σε κρητικό πεντοζάλη και φυσικά τα εύσημα για τις μουσικές αυτές προσαρμογές και αληθινά πρωτοποριακές προσεγγίσεις αποδίδονται στον Επαμεινώνδα Βεργιόγλου.
Είδαμε τον Έρωτα και την Αφροδίτη, να μετατρέπονται σε ρόλους αεροσυνοδού που μας δείχνουν τις οδηγίες σε περίπτωση κινδύνου και στη συνέχεια ως άλλη Πάμελα Άντερσον και Ντέιβιντ Χάλσεχοφ κατά Baywatch σε ρόλο διασωστών.

Είδαμε τον Ορέστη να βάζει αντηλιακό στην ευαίσθητη πτέρνα του Αχιλλέα και τον Πάρη σε δεύτερο ρόλο ως σύγχρονο μάντη να ‘ρχεται σε ανταγωνισμό με τον μάντη Κάλχα. Η αέναη εναλλαγή σκηνών και καταστάσεων είναι αυτή που χαρακτηρίζει τη φυσιογνωμία αυτής της παράστασης.

•Στον ρόλο της Ωραίας Ελένης η μέτζο σοπράνο Μαρισία Παπαλεξίου υπήρξε άρτια τόσο φωνητικά όσο και ερμηνευτικά σ’ ένα καθόλου εύκολο μουσικό έργο.

Αναδεικνύει απόλυτα την κυριαρχική δύναμη της καλλονής Βασίλισσας που ξέρει καλά ποια είναι, το στυλ της παραπέμπει σε σταρ κάποιες στιγμές, όταν για παράδειγμα κάνει κούρα ομορφιάς στα ανάκτορά της, που διάγει ένα βαρετό συζυγικό βίο με το Μενέλαο και φυσικά ο γοητευτικός Πάρης είναι η ζωή που δεν έζησε, είναι ο καρπός της αμαρτίας.

Η άλλη της όψη είναι η θηλυκή της φύση, ερωτική, ποθητή, πονηρή, την οποία ξεδιπλώνει με χαρισματική ευελιξία των εκφραστικών της μέσων επί σκηνής.

•Ο τενόρος Γιάννης Φίλιας υποδύεται τον όμορφο Πάρη που έχει λάβει εντολή άνωθεν, θεϊκή, να δώσει τον καρπό, το μήλο της αποπλάνησης στην ομορφότερη γυναίκα από όλες, φυσικά στην Ελένη για ν’ αρχίσει ο φαύλος κύκλος των δεινών του έρωτα.

Ο Γιάννης Φίλιας ερμηνεύει τον Πάρη εξαιρετικά, όσο για την φωνητική απόδοση του έργου υπήρξε πραγματικά άψογος.

•Ο τενόρος Γιάννης Βρυζάκης στον ρόλο του Βασιλιά της Σπάρτης Μενέλαου, του απατημένου συζύγου που συλλαμβάνει τη σύζυγό του κατά τη στιγμή διαπράξεως της μοιχείας και ωρύεται, είναι πραγματικά αποκαλυπτικός, αναδεικνύει με καθαρές- λιτές φόρμες όλη τη μεγαλοπρέπεια και το κύρος ενός βασιλιά καθώς και την πτώση του μέσα σ’ ένα λεπτό όταν συλλαμβάνει τη γυναίκα του.

•Ο μάντης Κάλχας βρίσκει εξαιρετικό τρόπο να εκφραστεί μέσα από την προσωπικότητα και την χαρισματική χροιά της φωνής του βαρύτονου Παύλου Πανταζόπουλου, υποδυόμενος έναν μηχανορράφο μάντη που δίνει χρησμούς κατόπιν εντολοδόχων.

•Στην εξαιρετική φωνή του βαρύτονου Αναστάσιου Λαζάρου στηρίζεται ο αδελφός του Μενέλαου ο Αγαμέμνονας τόσο προσιτός, τόσο ευαίσθητος, που κατανοεί πλήρως τόσο τη δεινή θέση του αδελφού του, αλλά και της νύφης του που τον πρόδωσε.

•Στο ρόλο του παιχνιδιάρη κακομαθημένου Ορέστη, σε μια άκρως σουρεαλιστική εκδοχή ενός ράπερ, βρίσκεται ο βαρύτονος Στέλιος Κέλλερης που ρίχνει φως στη σκανδαλιάρικη, την πιο ξένοιαστη πλευρά του ζαμανφουτίστα Ορέστη.

•Στην πιο κωμική έκφανση του ρόλου του Αχιλλέα ο τενόρος Κωνσταντίνος Ζαμπούνης πραγματική έκπληξη.
Ένα ακόμα καινοτόμο εύρημα της παράστασης που τοποθετείται εμβόλιμα από το σκηνοθέτη Παναγιώτη Αδάμ, είναι το σκανδαλιάρικο ζευγάρι του Θεού Έρωτα και της Θεάς Αφροδίτης που υποδύονται τόσο χαριτωμένα, δίνοντας μια νότα δροσερή και χιουμοριστική στην όλη παράσταση, η Λέλλα Χατζηελευθερίου και ο Λουκάς Θεοδοσόπουλος, ο οποίος είχε και την ευθύνη για την κινησιολογική επιμέλεια.

Ωστόσο πέρα απ’ το σκηνοθετικό και ερμηνευτικό πλαίσιο των ηθοποιών, μεγάλο μερίδιο καταλαμβάνει η μουσική του Όφενμπαχ. Μια μουσική τρυφερή, δροσερή και αέρινη, φινετσάτη και εκλεπτυσμένη, μια μουσική παιχνιδιάρικη σχεδόν μαγική που εκτελέστηκε άψογα από το κουαρτέτο που αποτελείται από: πιάνο υπάρχει διπλή διανομή Μαρία Παπαπετροπούλου και Γιάννης Τσανακαλιώτης οι οποίοι έχουν και τη μουσική διεύθυνση, στο βιολί είναι ο Αυγουστίνος Μουστάκας, στο τσέλο η Καίτη Πάντζαρη και στο φλάουτο η Μαρία Παχνιστή, είναι πολύ σημαντικό το γεγονός ότι ανέδειξαν πλήρως το χρώμα της μουσικής του Όφενμπαχ μόνο μέσα από τέσσερα όργανα, παρότι έχουμε συνηθίσει τα οπερετικά έργα να αποδίδονται από μεγάλες ορχήστρες, η απουσία της μεγάλης ορχήστρας πέρασε απαρατήρητη.

Τόσο τα σκηνικά, όσο και τα κοστούμια από τη Βάλια Συριοπούλου, ήταν απολύτως εναρμονισμένα με το ύφος της παράστασης, κάποια στοιχεία μπαρόκ στα σκηνικά με τα υπέροχα πολύφωτα, έντονο το στοιχείο του κόκκινου στις πολυθρόνες, συμβολική ένδειξη έρωτα, επίσης τα κοστούμια ήταν λίγο ρετρό θύμιζαν ενδυματολογικά την εποχή του 50 όπου τα φορέματα αναδείκνυαν τη θηλυκή υπόσταση των γυναικών, κάτι που ήταν απολύτως απαραίτητο στην συγκεκριμένη περίπτωση για την καλλίγραμμη φιγούρα της Ωραίας Ελένης.

Το αισθητικό αποτέλεσμα της παράστασης, ολοκληρώνουν οι άρτια σχεδιασμένοι φωτισμοί από την Χριστίνα Θανάσουλα οι οποίοι κινήθηκαν σε τόνους λιλά-μπλε και κόκκινου με χρυσές πινελιές ντύνοντας ατμοσφαιρικά την παράσταση.

Μέσα από την απόλυτη αποδόμηση του μύθου της Ωραίας Ελένης ο Όφενμπαχ απ’ τη μια στηλιτεύει το πρόσωπο της αριστοκρατίας του 19ου αιώνα στη Γαλλία κι απ’ την άλλη ο σκηνοθέτης Παναγιώτης Αδάμ το πρόσωπο της κοινωνίας τού σήμερα, πλάθοντας μια οπερετική παράσταση που ξεφεύγει απ’ τα συνήθη τεκταινόμενα, απεγκλωβίζει την οπερέτα από τα στερεότυπα που την έχουν φυλακίσει ως είδος παρωχημένο, που επιδιώκει την ιλαρότητα των θεατών χωρίς να στερεί το συμβολικό της μέρος, τόσο απολαυστική, με μια παιγνιώδη διάθεση σαν το παιχνίδι του Θεού Έρωτα και της Θεάς Αφροδίτης, αφήνοντας στο θεατή μια γεύση δροσερή και συνάμα γλυκιά κι ένα χαμόγελο να πλανάται στα χείλη για αρκετές ώρες μετά την παράσταση.

Απολαύστε την οπερέτα του Όφενμπαχ «La Belle Helene» και γνωρίστε την, είναι αποκαλυπτική και συνάμα συναρπαστική!!!

*Η Μαριλιάνα Ρηγοπούλου είναι εκπαιδευτικός, σοπράνο, κριτικός θεάτρου