του Γιάννη Παναγόπουλου //
εικόνες – Elias Moraitis //

Δεν ξέρω πού ήσουν όταν η Λευκή Συμφωνία έπαιξε πρώτη φορά σε συναυλία. Μπορεί να ήσουν εκεί, μέσα δεκαετίας 1980, όταν το συγκρότημα πρωτόπαιξε το σκοτεινό του ροκ σε αυτοσχέδια φεστιβάλ που γίνονταν σε αίθουσες πανεπιστημιακών σχολών. Μπορεί να ήσουν ιδέα ή στόχος στη σκέψη των γονιών σου να κάνουν κάποτε ένα παιδί. Μπορεί να είσαι από εκείνους που το άκουσε πρώτη φορά όταν άνοιξε τη συναυλία των Metallica στην Αθήνα, τον Ιούνη το 1993. Υπάρχει μια θάλασσα από “μπορεί” όταν ακουμπάς την “αφεντιά” του. Πάμε παρακάτω. Η μπάντα στη διάρκεια της ζωής της τα είδε όλα. Την αντεργκράουντ δόξα. Τον “θυμό” μέρους του κοινού της όταν υπέγραψε συμβόλαιο με πολυεθνική εταιρεία (ΕΜΙ – Columbia) για να κυκλοφορήσει το πρώτο της άλμπουμ “Μυστικοί Κήποι” (1986). Τον θάνατο του πρώτου της ντράμερ. Το κυνήγι για καριέρα στη μουσική βιομηχανία όταν έφυγε από την Αθήνα για το Βερολίνο. Και φυσικά τη “σημερινή” επιστροφή της. Πια οι χώροι που εμφανίζεται είναι ασφυκτικά γεμάτοι. Ένα ετερόκλητο ηλικιακά κοινό μοιάζει να ξεδιψά με στίχους και ήχους γκρουπ που όταν ανεβαίνει στη σκηνή ο χρόνος μουδιάζει, μοιάζει να σταματά.  Σήμερα ο τραγουδιστής του γκρουπ Θοδωρής Δημητρίου, απαντά ερωτήσεις που φωτίζουν το χτες και τον ενεστώτα ενός γκρουπ που έγινε ένα με λέξεις και ήχους των τραγουδιών της.

-Τι είναι η Λευκή Συμφωνία σήμερα; Μπάντα που αναβιώνει μια “άδικη” εποχή για τα indie συγκροτήματα της Αθήνας; Μπάντα που “παίζει” με τις αναμνήσεις ενός κοινού που πια έχει 50ρίσει ή μπάντα που θέλει να βρει νέο κοινό, να κριθεί για τα νέα τραγούδια της;

-Δεν νομίζω ότι η δεκαετία του ’80, από τα μέσα της και μετά όπου άρχισε να δραστηριοποιείται το συγκρότημα, ήταν άδικη για τα ανεξάρτητα γκρουπ της εποχής. Είχαν εξασφαλισμένη την κάλυψη της δραστηριότητάς τους, τόσο των ζωντανών εμφανίσεων όσο και της δισκογραφικής τους δουλειάς από τα μουσικά περιοδικά “Ήχος” και “Ποπ και Ροκ”, σε πολύ συχνή βάση αλλά και από τον υπόλοιπο τύπο της εποχής, το ραδιόφωνο και την τηλεόραση. Υπήρχε ενημέρωση συνεχής, πολλά λάιβ και ο κόσμος που ενδιαφερόταν μπορούσε να γνωρίσει εύκολα τη δουλειά τους. Η άνθιση χώρων όπως του Πήγασου, της Μουσικής Αποθήκης και του Madd – αργότερα Cat’s Meow – είχε σαν αποτέλεσμα να έρθουν στο φως συγκροτήματα που παρέμειναν στη σκηνή συναυλιακά και δισκογραφικά για αρκετά χρόνια. Η ‘’αδικία’’ για τα indie συγκροτήματα της Ελλάδας παραμένει ακόμα και σήμερα, με την έννοια ότι το πραγματικά ευρύ κοινό της Ελλάδας ποτέ δεν άκουγε και ούτε ακούει ροκ μουσική, περιλαμβανομένων όλων των τάσεων και υβριδίων της. Δεν περιμένω ότι θα αλλάξει αυτό και ούτε με ενδιέφερε ποτέ πραγματικά. Δεν υπάρχουν σκέψεις για το πόση απήχηση θα έχει η μουσική και η στιχουργική δημιουργία τις στιγμές που συμβαίνει αλλά ούτε και μετά καθώς αυτό έχει να κάνει καθαρά με νούμερα και είναι σχετικό, χωρίς πραγματική, ουσία. Με ενδιαφέρει η διαχρονικότητα, η αυθεντικότητα και η αλήθεια που μπορεί να έχει ο στίχος και η μουσική ώστε να μπορέσει να ταξιδέψει το τραγούδι όσο το δυνατόν πιο μακριά στο χρόνο. Τα τραγούδια αυτά που αισθανθήκαμε ότι μας καλούν να τα παίξουμε ξανά και η αγάπη των ανθρώπων στις καρδιές και τις ψυχές των οποίων ζουν ακόμα μάς ώθησε να ξεκινήσουμε τη νέα μας πορεία και να παραμείνουμε στη σκηνή αυτόν τον περίπου ενάμιση χρόνο παίζοντας σε 20 λάιβ σε όλη την Ελλάδα. Τα νέα τραγούδια του 5ου μας άλμπουμ και ο σημερινός ήχος του γκρουπ ήταν το βήμα που προετοιμάζαμε παράλληλα. Το πρώτο σινγκλ “Μέχρι Τον Θάνατο”, το βίντεο για το τραγούδι, κυκλοφορεί από τις 12 Σεπτεμβρίου και η ανταπόκριση του κόσμου είναι πολύ θετική, ενθαρρυντική θα έλεγα.

-Πίσω στη δεκαετία του 1980 πίστευα πως η Λευκή Συμφωνία ήταν κάτι σαν η απάντηση της Αθήνας στις Τρύπες της Θεσσαλονίκης. Ήταν ποτέ έτσι και για εσάς;

-Πραγματικά από άποψη στάσης, μουσικής και κοινωνικής αντίληψης, αισθητικής, τα δύο συγκροτήματα είχαν πολλά κοινά. Τους αγαπούσαμε και μας αγαπούσαν. Παίζαμε συχνά μαζί και βρισκόμασταν συχνά στα στέκια σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη αλλά και στην υπόλοιπη Ελλάδα. Ο ανταγωνισμός μεταξύ μας ήταν πάντα στη βάση της αμοιβαίας εκτίμησης και υποστήριξης και σίγουρα η δουλειά του ενός είχε επιρροή στη δουλειά του άλλου.

-Σας θυμάμαι να παίζετε λάιβ σε κάτι αυτοσχέδιες συναυλίες σε αμφιθέατρα πανεπιστημίων (στου Ζωγράφου για παράδειγμα). Όλη εκείνη η εποχή τι σημαίνει για εσάς σήμερα;

-Παίζαμε πολύ συχνά, ταξιδεύαμε και βρισκόμασταν με συγκροτήματα όπως οι Χωρίς Περιδέραιο, τα Αρνάκια, οι Αδιέξοδο, η Γενιά Του Χάους, οι Stress, οι Τρύπες, Τα Μωρά Στη Φωτιά, oι South Of No North, οι Purple Overdose αλλά και με όλα σχεδόν τα σχήματα της σκηνής και τους μουσικούς που τα αποτελούσαν είχαμε αδερφικές σχέσεις και κοινή πορεία. Ηχογραφούσαμε, βγαίναμε καθημερινά στα Εξάρχεια (εγώ έμενα στην Καλλιδρομίου για αρκετά χρόνια), διαβάζαμε, συναντούσαμε καλλιτέχνες και από άλλους χώρους και παρά την καταστολή και την κατάθλιψη, την απώλεια και τον αγώνα του καθενός με τους δικούς του δαίμονες αναζητούσαμε την αυθεντικότητα και την αρμονία στη ζωή και τη μουσική μας. Ήμασταν νέοι και δημιουργικοί και το πετυχαίναμε αρκετές στιγμές. Όλες οι μπάντες της σκηνής έδωσαν τη δική τους συνεισφορά στην ιστορική παράδοση που έχει δημιουργηθεί. Πολλές προσφέρουν ακόμα και σήμερα σε υψηλό επίπεδο και με καλύτερες συνθήκες από τότε.

•Πήγαμε στο Βερολίνο εξαιτίας της γοητείας που ασκούσε επάνω μας η εποχή που έζησε ο Bowie εκεί και η μουσική που ηχογράφησε

-Κάποια στιγμή φύγατε για τη Γερμανία, στο Βερολίνο. Γιατί εκεί; Τι θυμάστε από την παραμονή σας εκεί;

-Πήγαμε στο Βερολίνο εξαιτίας της γοητείας που ασκούσε επάνω μας η εποχή που έζησε ο Bowie εκεί και η μουσική που ηχογράφησε. Επίσης έμπνευση ήταν οι βερολινέζικες μέρες του Cave, τα 80s, οι Einstürzende Neubauten, οι παρακμιακές ατμόσφαιρες της πόλης και η κουλτούρα της σε όλες τις μορφές της τέχνης από την εποχή του μεσοπολέμου μάς γοήτευαν. Στο πρακτικό επίπεδο είχαμε φίλους στην πόλη που μπορούσαν να μας φιλοξενήσουν μέχρι να ξεκινήσουμε να παίζουμε, να κάνουμε πρόβες, να εγκλιματιστούμε και να κατανοήσουμε τον τρόπο ζωής και τους ρυθμούς της.

-Στο σετ λιστ σας σήμερα υπάρχει το κομμάτι “Νεκροί Άγγελοι”; 

-To Nεκροί Άγγελοι υπάρχει στο σετ λιστ μας, το έχουμε παίξει πολλές φορές στις συναυλίες. Το αγαπώ και εγώ πολύ αυτό το τραγούδι και δεν έχει μεταβληθεί η αγάπη μου μέσα στα χρόνια που έχουν περάσει. Νομίζω θα νιώθω πάντα έτσι για αυτό. Το δικό μου πιο αγαπημένο κομμάτι του γκρουπ ήταν το Ένα Μέρος Να Κρυφτώ. Τώρα το Μέχρι Τον Θάνατο.

-Ένα μέλος του συγκροτήματος, από τα ιδρυτικά της μπάντας, δεν είναι πια στη ζωή. Τι σκέφτεστε, σήμερα, γι’ αυτό; 

-Η απώλεια του Σπύρου (σ.σ. Σπυρος Χαρίσης πρώτος ντραμερ του γκρουπ) άλλαξε τις ζωές μας και αυτό ήταν κάτι οριστικό και αμετάκλητο. Άφησε ένα μόνιμο κενό. Το κενό της απώλειας του φίλου μας που δεν πρόκειται να ξαναγυρίσει, μία πληγή που δεν πρόκειται να επουλωθεί ποτέ. Μόνο η μουσική που κάναμε και παραμένει μέχρι σήμερα ζωντανή μάς δίνει ελπίδα ότι ίσως κάποτε θα ξανασυναντηθούμε κάπου αλλού.

•Δεν μας ξέχασε ο κόσμος γιατί έχει μέσα του ζωντανά τα τραγούδια μας. Προσπαθούμε να φανούμε καλλιτεχνικά συνεπείς απέναντί τους, στην ιστορία του γκρουπ και της σκηνής, στους εαυτούς μας και στην αισθητική μας άποψη, στην αναζήτησή μας για την ομορφιά

-Είναι μια σειρά μπάντες της δεκαετίας του 1980 που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο επέστρεψαν ή παραμένουν ακόμα ενεργές. Σε εσάς όλο αυτό τι δείχνει;

-Σίγουρα είναι θετικό το ότι επιστρέφουν μπάντες της γενιάς μας. Επιβεβαιώνεται έτσι η ποιότητά τους, εδραιώνεται η άποψή τους και ο ήχος τους μεταφέρεται στο σήμερα με καλύτερες τεχνικά και επικοινωνιακά συνθήκες. Επίσης υπάρχει ζεστασιά και αγάπη από διαφορετικές γενιές ακροατών. Έτσι έχουμε νιώσει και εμείς μέχρι σήμερα και προσπαθούμε να επιστρέψουμε πίσω ένα μέρος της με τα τραγούδια μας.

-Και σήμερα οι χώροι που εμφανίζεστε γεμίζουν. Είναι λες και ο κόσμος δεν σας ξέχασε. Πόσο προκλητικό είναι, καλλιτεχνικά, το παρόν για τη Λευκή Συμφωνία;

-Δεν μας ξέχασε ο κόσμος γιατί έχει μέσα του ζωντανά τα τραγούδια μας. Προσπαθούμε να φανούμε καλλιτεχνικά συνεπείς απέναντί τους, στην ιστορία του γκρουπ και της σκηνής, στους εαυτούς μας και στην αισθητική μας άποψη, στην αναζήτησή μας για την ομορφιά. Με αυτό το σκεπτικό σαν βάση και την ανάγκη για επικοινωνία δημιουργούμε το υλικό του νέου δίσκου.