του Ορέστη Τριγάζη //

Η συζήτηση που έχει ξεκινήσει γύρω από το πώς θα έπρεπε να προσδιορίσουμε/ονοματίσουμε το πλήθος που συμμετείχε στο συλλαλητήριο της Θεσσαλονίκης και συμμετείχε στο σημερινό της Αθήνας, υπήρξε αφορμή για να εκφραστούν με πάθος αντιρρήσεις από τους συμμετέχοντες απέναντι σε χαρακτηρισμούς όπως «εθνικιστές», «φασίστες», «ρατσιστές», «μισαλλόδοξοι» κλπ. Υπεραμυνόμενοι του δικαιώματος της λαϊκής έκφρασης και διαμαρτυρίας απορρίπτουν με αποστροφή αυτούς τους όρους ως βαρείς και προσβλητικούς. Εκείνο που τους διαφεύγει βέβαια είναι ότι ο εθνικισμός και ο ρατσισμός είναι κοινωνικά φαινόμενα – και ο φασισμός η κατεξοχήν πολιτική τους έκφραση – και, ως εκ τούτου, προσεγγίζοντάς τα ως τέτοια, ο αυτοπροσδιορισμός υποχωρεί έναντι της κοινωνικής εννοιολόγησης.

Με άλλα λόγια, και αφήνοντας στην άκρη το ποιόν των οργανωτών, την ηχηρή παρουσία της οργανωμένης και ανοργάνωτης ακροδεξιάς, τους ναζί της Χρυσής Αυγής, το εκκλησιαστικό φασισταριό και τον γραφικό μιλιταρισμό, το στοιχείο που συνενώνει τους «απλούς συμμετέχοντες πατριώτες» με όλους αυτούς – και διαγράφει προφανώς όλα εκείνα που τους διαφοροποιούν – είναι η λαϊκιστική ρητορική και ο εθνικισμός τους. Το σύνθημα «η Μακεδονία είναι ελληνική (ή μία και ελληνική)» αποτελεί τον κοινό τόπο τους, τον χώρο εντός του οποίου συγκροτείται και εξαπλώνεται μία αυτάρεσκη, αντιδραστική και επιθετική ταυτότητα που εξουδετερώνει τις ευγενείς προθέσεις της καλόπιστης και αυθόρμητης (;) κινητοποίησης. Η συμμετοχή τους ως επιτελεστική πράξη υποστασιοποιεί το σύγχρονο σημαινόμενο του εθνικισμού.

Ως γνωστόν, οι πολιτικές ταυτότητες δεν είναι πάγιες, δεδομένες και σταθερές. Οι μεγάλες πλειοψηφίες των πολιτών μετακινούνται από πλευράς απόψεων, ιδεών, θέσεων και αξιών

Μάλιστα ένας αντίστοιχος προβληματισμός είχε εκδηλωθεί όταν ο ΣΥΡΙΖΑ κέρδισε δύο φορές τις εκλογές το 2015, αν δηλαδή έγιναν ξαφνικά αριστεροί τόσοι πολλοί Έλληνες. Η απάντηση είναι ότι η άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία σταθηκε μία ξεκάθαρη αριστερή στροφή και ότι οι ψηφοφόροι του υπήρξαν, αντίστοιχα, αριστεροί – τουλάχιστον για τις δύο αυτές αναμετρήσεις (το ίδιο ακριβώς ισχύει και για τις παλιότερες εκλογικές αναμετρήσεις και τα κόμματα που επικράτησαν). Τα περίπου 17 εκατομμύρια Γερμανών που ψήφισαν τον Χίτλερ το 1933 ήταν όντως ναζί, ακόμη κι αν το αρνούνταν. Παρομοίως, σήμερα, αν και το ζήτημα δεν αφορά εκλογές αλλά σίγουρα αφορά ταυτότητες, οι συμμετέχοντες στα συλλαλητήρια είναι χωρίς αμφιβολία εθνικιστές, ακόμη κι αν δεν το καταλαβαίνουν, και σε ό,τι με αφορά οιονεί… φασίστες.