του Αλέξανδρου Παναγόπουλου //

Το ακραίο κέντρο έχει επιλέξει να αναγάγει το τραγικό συμβάν στο υποκατάστημα της τράπεζας Μarfin στην οδό Σταδίου το 2010, σε γεγονός πολιτικής αντιπαράθεσης στο παρόν κατασκευάζοντας μία μνήμη για αυτό που ελάχιστα αφορά το παρελθόν και όσα συνέβησαν.

Ο τραγικός χαμός τριών εργαζομένων της τράπεζας ως αποτέλεσμα πυρκαγιάς που ξέσπασε ύστερα από επίθεση αγνώστων με βόμβες μολότοφ χρησιμοποιείται, στο πλαίσιο αυτής της μνήμης, ως τεκμήριο της εγγενούς ροπής της Αριστεράς (γενικώς) – και των διαδηλώσεων που οργανώνει – στη βία αφενός και του μίσους της για τον καπιταλισμό, τις τράπεζες κλπ. αφετέρου. Η όλη προσπάθεια συνοψίζεται γλαφυρά στην αποστροφή «ναι, αλλά για τη marfin δεν λέτε τίποτα» ή «ναι, αλλά στη μνήμη των νεκρών της marfin δεν κάνατε καμία πορεία», που αναφέρεται ως αντίλογος για τις πορείες για τον Φύσσα και τον Γρηγορόπουλο, εξισώνοντας τα περιστατικά σε μια τουλάχιστον αφελή λογική. Όταν δε ερωτηθούν κάποιοι ακροκεντρώοι γιατί δεν οργανώνουν οι ίδιοι πορεία στη μνήμη τους, επικρατεί σιγή ιχθύος.

•Οι ανακρίβειες ότι δήθεν το πλήθος δεν άφηνε την πυροσβεστική να προσεγγίσει το φλεγόμενο κτίριο, ότι οι ηθικοί αυτουργοί της επίθεσης βρίσκονται τώρα στην κυβέρνηση ή ότι οι διαδηλωτές φώναζαν να καούν οι υπάλληλοι της τράπεζας εγγράφονται στην ίδια αφήγηση ενώ αποσιωπάται επιμελώς ότι καταδικάστηκε ο διευθύνων σύμβουλος της marfin για αβλεψίες σχετικά με την ασφάλεια του κτιρίου

Στην ουσία οι νεκροί εργαλειοποιούνται και χρησιμοποιούνται στο πλαίσιο μιας προσχηματικής ευαισθησίας που διεκδικεί όμως να επιβληθεί ως το μείζον στοιχείο της συλλογικής μνήμης για το γεγονός.  Ως ταυτοτικό στοιχείο η κατασκευή αυτής της μνήμης από το ακραίο κέντρο δεν μπορεί να κρύψει την υστερόβουλη και καιροσκοπική τακτική του όπως και το μίσος του για την Αριστερά και τα κοινωνικά δικαιώματα.