Του Γιάννη Παναγόπουλου //
Έχει περάσει καιρός και έχουν γίνει πολλά από εκείνη την ημέρα που τρεις υπάλληλοι της Marfin Bank, τον Μάιο του 2010, έχασαν τη ζωή τους. Ήμουν στην πορεία. Δεν θυμάμαι με ποιους ήμουν. Δεν θυμάμαι όσα λέγαμε. Δεν θυμάμαι τι φορούσα. Θυμάμαι πως λίγο πριν η πορεία ξεκινήσει, τα μεγάφωνα της ΓΣΕΕ έπαιζαν, μίζερο, Βασίλη Παπακωνσταντίνου και όταν – λέμε τώρα – το cd τέλειωνε, έβαζαν άλλο που είχε, νομίζω, «φρέσκο» Μπιθικώτση. Εκτός από αυτό θυμάμαι, επίσης, πως φεύγοντας από το σπίτι δεν σκέφτηκα: «Σήμερα θέλω να πεθάνει κάποιος».
Η δίκη της Marfin θα συνεχιστεί στις 14 Οκτωβρίου. Και μέχρι να γίνει αυτό, με τίποτα δεν θα ήθελα να είμαι στη θέση των συγγενών των θυμάτων. Φοβάμαι πως το να περιμένουν δικαιοσύνη από τη δικαιοσύνη, είναι λιγότερο επώδυνο από κάτι άλλο που φαντάζει, αηδιαστικά, αναπόφευκτο. Να πέσουν στις δαγκάνες ενός μιντιακοπολιτικού συστήματος που δίνει χρώμα στον θάνατο βασισμένο στις δικές του επιδιώξεις.
Το λέω αυτό γιατί η δικαιοσύνη έχει μάρτυρες, έχει μαρτυρίες ικανές να στοιχειοθετήσουν δίκη. Το να πολτοποιούμε συνειδήσεις, παράλληλα με την νομική διαδικασία, δεν είναι στοιχείο της δίκης. Είναι στοιχείο προπαγάνδας που αποσυντονίζει τα αντανακλαστικά της ελευθερίας του διαλόγου ανάμεσά μας.
Ο κόσμος περπατούσε ανάμεσα σε δακρυγόνα. Η ατμόσφαιρα ήταν ηλεκτρισμένη. Ήταν μόλις η Ελλάδα έμπαινε με τις πάντες στο πρώτο μνημόνιο. Αυτό για κάποιους ήταν η αναπόφευκτη κάθαρση. Για άλλους ο κοινωνικός θάνατος. «Ανήκω» στους δεύτερους. Όμως, τότε και τώρα και για πάντα, δεν ευχήθηκα ποτέ τον θάνατο κανενός.