Πριν μέρες, στο facebook, η σχεδιάστρια κοσμημάτων Μαργαρίτα Μεϊτάνη έγραψε το παρακάτω κείμενο για έναν τόπο που αγαπά πολύ. Την Ανάφη. Είναι η Μαργαρίτα μόνη; Δεν υποθέτουμε, πιστεύουμε πως κάποιοι από εσάς έχετε πάει στo νησί, το έχετε ζήσει, το έχετε γυρίσει, το έχετε ανακαλύψει, έχετε δεθεί μαζί του, με τον δικό σας τρόπο. Δεν έχει σημασία πότε το κάνατε αυτό. Με ποιες συνθήκες. Αν ο δρόμος από το λιμάνι στη χώρα είχε ασφαλτοστρωθεί ή όχι. Αν η πρώτη φορά που πήγατε στην παραλία του Ρούκουνα ήταν 5 ή 105 ή 1005 άνθρωποι. Αν ο παπάς που είχε την ταβέρνα εκεί ήταν φιλικός ή όχι. Αν, τελικά, πάνω του περάσατε ωραία ή λιγότερο ωραία. Σήμερα και τώρα, για το ίδιο νησί, σημασία έχει η, φημολογούμενη, μετατροπή μιας πανέμορφης παραλίας, του Ρούκουνα, σε χώρο ιδιωτικής τουριστικής εκμετάλλευσης. Άραγε τα bussιness plan και το όραμα της ιδιωτικής πρωτοβουλίας είναι μεγαλύτερα από τους ανθρώπους που πάνω στην άμμο της χτίζουν αναμνήσεις, ζουν τις καλύτερες στιγμές μιας χρονιάς, της ζωής τους; Το όνειρο της τουριστικής εκμετάλλευσης, όχι ανάπτυξης, το έχουμε ζήσει, το έχουμε δει όχι μόνο στην Ανάφη αλλά και σε άλλους τόπους της χώρας. Το πώς μπορεί να οριστεί η λέξη «ανάπτυξη» στην εποχή μας είναι λίγο πολύ γνωστό. Όχι, αυτό το κείμενο δεν είναι κείμενο καταγγελίας. Μιας γενικής καταγγελίας. Για την ακρίβεια δεν πιστεύουμε στην καταγγελία. Είναι εύκολη. Είναι φοβική. Θέλει καλούς και κακούς. Ποτέ δεν σεβαστήκαμε το υψωμένο δάχτυλο κανενός. Και δεν λειτουργούμε με τη λογική πως το «νέο» είναι απαραίτητα και ύποπτο. Το κείμενο της Μαργαρίτας είχε και έχει ως εξής:

“Στην Ανάφη υπάρχει μια παραλία, τη λένε Ρούκουνα. Εκεί έχω περάσει τα καλύτερα καλοκαίρια της ζωής μου. Μιλάμε για τέλη της δεκαετίας του ’80 και όλη τη δεκαετία του ’90. Εκεί όπου γίνεσαι ένα με την άμμο και τη θάλασσα, εκεί που δεν υπάρχουν αυτοκίνητα, εκεί που δεν υπάρχουν φώτα παρά μονάχα ο ήλιος, το φεγγάρι και τ’ άστρα. Εκεί που είναι απλώς αυτονόητο να κοιμάσαι έξω με τον τεράστιο θόλο να λαμπυρίζει από πάνω σου, να ξυπνάς με τις πρώτες ακτίνες του ήλιου πίσω από τον βράχο του Μοναστηριού. Εκεί που είναι απλώς αυτονόητο να μην φοράς μαγιό, όχι επειδή είσαι γυμνιστής, αλλά επειδή κανένα ρούχο δεν χωράει ανάμεσα στο σώμα σου και το μαγικό σύμπαν. Εκεί που επιστρέφεις κάθε καλοκαίρι και λες ήρθα σπίτι μου.
Εκεί που η κόρη μου πήγε για πρώτη φορά στα 6 της χρόνια, εκεί ένιωσε τι θα πει ελευθερία και αγάπη και της είναι απολύτως απαραίτητο να πηγαίνει κάθε χρόνο εδώ και 11 χρόνια.
Εκεί που ήταν ο Παράδεισος.
Εκεί που καταλαβαίνεις το νόημα των στίχων του Ελύτη
“Στον παράδεισο έχω σημαδέψει ένα νησί”
“Άμα βρεις το ερημονήσι όλα τ’ άλλα είναι καπνός
μια φορά να το χεις ζήσει”

Εκεί στην Ανάφη στις αρχές της δεαετίας του ’90 ήρθε ένας γιατρός.
Ένας μεγάλος γιατρός που ερωτεύτηκε επίσης το νησί.
Έχτισε ενα τεράστιο σπίτι ομολογουμένως, αρχιτεκτονικά άρτιο και πλήρως εναρμονισμένο με το περιβάλλον. Δεν ενοχλούσε σε τίποτα και κανέναν.
Μάλιστα πολλοί από μας έχουμε επισκεφτεί το σπίτι και έχουμε γνωρίσει τον γιατρό και την οικογένεια του. 
Το σπίτι τους είναι ο προσωπικός τους παράδεισος.
Δεν έχετε δει πιο ωραίο σπίτι. 
Και η θάλασσα στα πόδια τους.
Τον Παράδεισό τους δεν μπορεί να τους τον χαλάσει κανείς.

Ποτέ των ποτών.

Τον δικό μας Παράδεισο, και του καθενός, γιατί θέλει να τον χαλάσει αυτός;
Δεν του φτάνει ο δικός του φαίνεται.
Διαβάζω ότι θέλει να κάνει ο γιος του glamping στον Ρούκουνα.
Ξέρετε τι είναι αυτό, φίλες και φίλοι;
Glamorous Camping!
Πολυτελές κάμπινγκ σαν να λέμε.

Και οι τοπικές αρχες τον στηρίζουν.
Σε όλες τις παρανομίες.

Ευχαριστώ για την προσοχή σας.
Αυτοί που ξέρουν, κατάλαβαν.”