«Βγάζουν τις μάσκες οι κόμβοι Και με αγαπούν Δεν έχω λόγο να μη συγκινούμαι Χαμογελούν στις γωνίες Βγάζουν φωτογραφίες έγχρωμες Στρώνουν χαλιά να περάσω Οδούς να χαθώ Λοιπόν ξημερώνει και Δεν τα έχεις όλα χρόνε Κι ακόμα δεν σ’ αγάπησα Ούτε θα μ’ αγαπήσεις» (Ηλίας Τσέχος, ‘Κόμβοι/Ή Σταγόνα ή Ωκεανός’).

 

του Συμεών Ανδρονίδη //

Η εορτή της ‘Μασλένιτσα’, που εορτάζεται κάθε χρόνο από την Ρωσία έως το Κιργιστάν, αποτελεί ένα ιδιαίτερο δρώμενο το οποίο εκ-διπλώνεται περιλαμβάνοντας ένα ‘ρεπερτόριο’ παράλληλων δράσεων, συμβολίζοντας τη δυνατότητα ενός ‘αποχαιρετισμού’ στη χειμερινή περίοδο, ‘αποχαιρετισμός’ που πραγματοποιείται και διαμέσου τελετουργικών καύσεων που θέτουν ως διακύβευμα έναν διαρκή φυσικό όσο και ‘ανθρωπολογικό ‘εξαγνισμό’ ενώπιον της προετοιμασίας επέλευσης της νέας εποχής, δηλαδή της άνοιξης, που μπορεί να έρθει όχι μόνο και ημερομηνιακά, αλλά και συμβολικά, εκ-φέροντας τη δυναμική της ‘αναγέννησης’ και της ‘πανσπερμίας’ σε όλα τα επίπεδα.

Οι διάφορες φωτογραφικές λήψεις που ενσωματώνουν εορταστικές στιγμές από τη Ρωσία και την Ουκρανία έως τη Λευκορωσία και το Κιργιστάν, μπορούν να ‘συλλάβουν’ το ‘πνεύμα’ μίας αδημονίας μετάβασης που εντοπίζει και βρίσκει πρόσφορο έδαφος σε ό,τι συμβολικά φέρει η άνοιξη ως χρόνος και ωσάν διττή προσδοκία ‘επανεκκίνησης’ και ριζικής ‘αναγέννησης’, εκθέτουν έναν διάχυτο ‘ενθουσιασμό’ που ‘ενσαρκώνεται’ στα διάφορα παιχνίδια που λαμβάνουν χώρα, αναγνωρίζοντας στο πεδίο του κοινωνικού τρεις δεσπόζουσες λειτουργίες που χαρακτηρίζουν μία κοινότητα – με βάση την αναλυτική της Μαρίκας Ρόμπου-Λεβίδη – που είναι το «το αίσθημα ομαδικότητας των ντόπιων, το αίσθημα της περιχαράκωσης του ιδιωτικού χώρου, της οικειότητας, της αντίστασης και της μυστικότητας και, τέλος, την πολιτισμική δημιουργία και ζύμωση»,1 δεικνύοντας παράλληλα τους όρους της ιδιαίτερης ‘Σλαβοφωνίας’, δηλαδή της κουλτούρας που αντλεί από ένα ιστορικό υπόβαθρο μετάβασης (που συγκροτεί την ιστορική παρουσία της κοινότητας), που αναπαράγεται από γενιά σε γενιά.

Το δρώμενο περιλαμβάνει ένα διατροφικό πλαίσιο που εστιάζει στη δημιουργία κρεπών, καθότι η κρέπα συμβολίζει την ανάδυση και την ορατή ‘σε όλους’ λάμψη του ηλίου, αρθρώνοντας το πλαίσιο του θερινού ηλιοστασίου και του ηλιακού φωτός που καθαυτό υπερβαίνει τις εκφάνσεις του χειμώνα της διαχείρισης και της ‘μη-προσδοκίας’ και την καύση της ‘Μασλένιτσα’ στην πυρά, εκείνης της καύσης που παραπέμπει στην «καταδίωξη» και στη θανάτωση αυτού που τίθεται ‘εκτός κοινότητας’.

Kαι ο «εκτός νόμου» σε αυτή την περίπτωση καθίσταται ένα πρόσωπο ‘μυθικό’ που τίθεται όμως στη βάση συγκρότησης ‘δεσμών αίματος’ διαμέσου του ‘αίματος’, της καύσης ενός σκοτεινού θηλυκού προσώπου που αποτελεί το ίδιο το πρόσωπο του χειμώνα, εκεί όπου το ένα και το αυτό πρόσωπο, δεν παρέρχεται απλά, αλλά ‘εξοντώνεται βίαια’.

•Πάνω στην ευρύτητα της καύσης-‘φόνευσης’ διαμορφώνονται οι όροι και οι προϋποθέσεις επανασύνδεσης με τη γη που ‘καλείται’ να θρέψει την κοινότητα, ανάδυσης μίας συμβολικής-πρακτικής δράσης που τελείται σχεδόν ‘διονυσιακά’ στη θέα της φλόγας, ήτοι της χορευτικής μορφής που αναδεικνύει τους όρους μίας «δημιουργικότητας» που σηματοδοτεί η «διαχείριση παραδοσιακών αφηγήσεων» για να παραφράσουμε ελαφρά την Lila Abu-Lughod.

Οι χορευτικές πρακτικές δεν αφήνουν ‘ίχνη’, παρά ανα-κατασκευάζουν τις σημάνσεις μίας επι-βεβαιωτικής πρακτικής που μετατοπίζει τα όρια μεταξύ ‘δυνατού’ και ‘αδυνάτου’: η άνοιξη ‘πλησιάζει’ εκφραστικά, εγγράφεται σε σχετιζόμενα σώματα, στην πρακτική που ‘ανοίγει τον ρυθμό’ με άλλοτε έντονα και άλλοτε αργόσυρτα βήματα.

Επρόκειτο για πολιτισμικά μοτίβα (ή μοτίβα κουλτούρας), που συναντώνται σε Σλαβόφωνες χώρες, ‘συν-διαλέγονται’ με αντίστοιχες πρακτικές τελετουργικού ερχομού της άνοιξης σε άλλες περιοχές (βλέπε Βαλκανική χερσόνησος), με θρησκευτικές πρακτικές ‘προσωποποίησης’, τα οποία και συντείνουν σε έναν ‘εορταστικό σκοπό: στην προσδοκία και επανεπινόηση της θέσης, με τις συγκεκριμένες τελετές να φέρνουν στο νου την ανάλυση της Ortner: «Γιατί μέσα από τη διαμόρφωση και την υλοποίηση εγχειρημάτων διαμορφώνουν και μετασχηματίζουν και τη δική τους ύπαρξη, ενώ παράλληλα διατηρούν ή μετασχηματίζουν αντίστοιχα το κοινωνικό ή πολιτισμικό τους σύμπαν», ή αλλιώς, το ‘κεφάλαιό’ τους που περιλαμβάνει μία σειρά πληθυντικών δράσεων.
Ο χώρος μετασχηματίζεται ανάλογα, αρθρώνοντας μία ‘ποικιλία’ λόγων και προσώπων-υποκειμένων που περιστρέφονται γύρω από ό,τι συνθέτει τη ‘Μασλένιτσα’.

Το Σλαβικό δρώμενο της ‘Μασλένιτσα’ εντάσσεται στη χορεία των εορτασμών για την έλευση του θερινού ηλιοστασίου που σηματοδοτεί το άνοιγμα ενός νέου κύκλου που φέρει εν σπέρματι τον βίο ως ‘αξίωμα’.