Από τον Γιάννη Παναγόπουλο //

 Πάμε τον χρόνο πίσω, πολύ πίσω. Ο Κώστας Μάστορης, κιμπορντίστας στους Metro Decay, διηγείται το πώς είναι ακόμα ζωντανός. Εκείνο το βράδυ, αρχές 80’s, σε συναυλία στην Γκράβα, ήταν λιώμα. Mπορεί, όμως, να θυμηθεί τη στιγμή που κομμάτι από ξηλωμένο τσιμεντένιο κράσπεδο πέρασε διπλά από το αυτί του για να καταλήξει σ’ έναν φίλο του, που τελικά έζησε αλλά η επόμενη μέρα τον βρήκε μπανταρισμένο.

-“Αφήστε” με να σας πω κάτι. Εχει την σημασία του. Στην Γκράβα τελείωσα γυμνάσιο-λύκειο. Και την Γ’ Γυμνασίου την έβγαλα στο 22ο Γυμνάσιο Αθηνών, ένα εντελώς “Γκράβα” σχολείο. Δεν θα το έλεγες γυμνάσιο με την τυπική έννοια του όρου. Αποχές, καταλήψεις, μάπα ναρκωτικά, μπάσκετ, μπουγέλα, καπνογόνα, καλοί μαθητές, καθόλου μαθητές, με ηλικία μαθητών. Αν έχεις περάσει από την Γκράβα ξέρεις πως το γκρι είναι το χρώμα που κυβερνά στους τοίχους ενός από τα μεγαλύτερα σχολικά συγκροτήματα στην Ελλάδα. Και αν πέρασες τα σχολικά σου χρόνια εκεί, το ’80, γνωρίζεις πως ένας μαθητικός τσαμπουκάς μπορούσε να ξεκινήσει από το πουθενά. Ας πούμε γιατί κοίταξες λοξά κάποιον που δεν του αρέσει να τον κοιτούν λοξά. Ή γιατί άκουγες punk και τράκαρες σε λάθος χρόνο τους λάθος λαϊκούς που δεν γουστάραν τα πανκιά…

-Που λες είναι 1983. Πέρα από το σχολείο, το χαρτζιλίκι πάει στο Ποπ & Ροκ. Είναι η χρονιά που, από γειτονικό της Γκράβας δισκάδικο-βιβλιοπωλείο, βούτηξα το single των Villa 21 «Move». Είναι η εποχή που κυκλοφορεί το «Punk And Disorderly 2». Είναι η εποχή που η Virgin, του Πετρίδη, έχει κυκλοφορήσει σε τιμή μονού, διπλό άλμπουμ των Cabaret Voltaire. Είναι, και δεν ξέρω πως έγινε αυτό, η εποχή που στο προαύλιο του σχολείου μας θα γίνει συναυλία με ελληνικά συγκροτήματα. «Metro Decay», «South Of No North», «Villa 21» κ. α.

-Τι θυμάμαι από εκείνη τη βραδιά; Κάποιοι έπαιζαν μουσική στη σκηνή. Και ξαφνικά άρχισε να πέφτει ξύλο. Γενικώς ξύλο. Αρχίσαμε να τρέχουμε στο προαύλιο. Κλωτσιές, μπουνιές, βρισίδια και…κομμάτια τσιμέντο που κάποιοι πέταγαν σε κάποιους άλλους. Ένα από αυτά πέρασε ξυστά από τον, τότε, πληκτρά των Metro Decay Κώστα Μάστορη. Τον άνθρωπο που έχω απέναντι μου τώρα, που συναντώ μετά από πολλά χρόνια, που διάλεξε να ξεκινήσουμε την κουβέντα μας από εκείνη τη συναυλία. Που μου λέει πως όλο αυτό το «revival» γύρω από την «ανεξάρτητη» σκηνή της Αθήνας, πια, δεν του λέει πολλά, μάλλον τον εκνευρίζει.  Μια συνέντευξη με τους Metro Decay είναι, ας πούμε, απωθημένο μου (το άλλο ίσως είναι η Τίνα Σπάθη). Υποθέτω και για σας, για μένα αυτο παίζει στην κατηγορία “σίγουρα”, οι Metro Decay ηχογράφησαν το καλύτερο ελληνόφωνο New Wave άλμπουμ της δεκαετίας του 1980. Το λένε:  «Υπέρβαση».

1-15

-Όταν μιλήσαμε στο τηλέφωνο μου είπες πως δεν είσαι καθόλου σίγουρος αν θέλεις να μιλήσεις για τους Metro Decay, όσα έζησες τη δεκαετία του 1980. Γιατί αυτό;

-Σκέφτομαι πως όλο αυτό  το πράγμα κατάντησε σαχλό. Μιλάμε για 35 χρόνια πριν. Μιλάμε για κάτι, για μια μπάντα, που κυκλοφόρησε μόνο ένα άλμπουμ,  που δεν είχε συνέχεια, που δεν έκανε καριέρα. Αυτή η αναβίωση δεν μου λέει πολλά. Η δεκαετία του 1980 δεν ήταν στολισμένη με λουλούδια και γιρλάντες. Δεν έχω ιδέα αν ο κόσμος έχει κάποιο λόγο να διαβάσει κάτι για τη ζωή μας τότε, εννοείται πως ο καθένας θα διαβάσει τα παρακάτω δικαιωματικά με τον τρόπο που θέλει. Όταν συναντώ ή βλέπω ανθρώπους, που δεκαετίες μετά, θυμούνται, τραγουδούν, γνωρίζουν τους στίχους της «Υπέρβασης» καλύτερα και από μένα, τότε νιώθω όμορφα. Αν για κάποιους το άλμπουμ μας είναι σημείο αναφοράς, τότε ακόμη καλύτερα. Το παίρνω ως κοπλιμάν. Κατά τα άλλα μπορώ να θυμηθώ πως τελειώνοντας τις ηχογραφήσεις του άλμπουμ, είπα στα άλλα παιδιά πως ο κόσμος θα την θυμάται για τα επόμενα δέκα χρόνια. Τότε δεν μπορούσα να φανταστώ πως μια δεκαετία θα ήταν απλά λίγη. Τέλος πάντων, για να επιστρέψουμε στην πορεία που διέγραψε και διαγράφει το άλμπουμ θα έλεγα πως συχνά δοκιμάζουν να μας «εξετάσουν», πώς να στο πω, με ακατάλληλα κριτήρια. Ο Γιάννης Μανιάτης, ο ντράμερ μας και εγώ ήμασταν μόλις 18 ετών όταν ξεκινήσαμε. Ο Αντώνης (Μανιάτης), ο κιθαρίστας και τραγουδιστής ήταν μικρότερός μας. Ξέρεις, σήμερα είμαι 54 χρονών, εκνευρίζομαι όταν πολλοί άνθρωποι κρίνουν μια δουλειά που κάναμε όταν ήμασταν τόσο μα τόσο νέοι, λες και δεν έχει περάσει ούτε μια μέρα από την εποχή που την κυκλοφόρησε. Κρίνουν τους 18ρηδες σαν να ήταν 50ρηδες και τους 50ρηδες σαν να έχουν μείνει στα 18.

-Στη μουσική δεν είναι η πρώτη φορά που κάποιος θέλει να αδικήσει άλλον έτσι δεν είναι;

-Κοίτα πρόσφατα με πήρε τηλέφωνο ο Μανώλης ο Νταλούκας για να με ρωτήσει δυο – τρία πράγματα γύρω από το εκείνο τριήμερο στο Σπόρτινγκ με τους: Birthday Party, The Fall, New Order. Σ’ εκείνο το φεστιβάλ είχαμε ανοίξει για τους πρώτους. Πριν ανέβουμε στη σκηνή κάποιοι από το κοινό φώναζαν “Φύγετε! – Φύγετε!”. Παίξαμε. Τραγούδησα εγώ, γιατί ο Αντώνης (σ.σ. Μανιάτης) ήταν μόλις και ακριβώς 15 ετών. Η φωνή του δεν είχε καν σχηματιστεί. Ήμασταν μια εντελώς άπειρη μπάντα που πριν ανέβει στη σκηνή του Σπόρτινγκ είχε παίξει, αν δεν κάνω λάθος, μόλις τέσσερα live. Στο πρώτο, στο κλαμπ “Ritz”, βγήκαμε μπροστά σε δέκα (10) άτομα, με νοικιασμένο ενισχυτή για το μπάσο, που μας τον “υπεξαίρεσαν” για λίγες μέρες οι Scraptown. Η μπάντα που είχε τότε ο Ρακιντζής. Στο δεύτερο live, στο κλάμπ “Roxy” είχαμε παίξει πάλι για ελάχιστα άτομα, ανάμεσά τους ο Τζίμης Πανούσης και ο ζωγράφος Δημήτρης Γέρος. Εκείνο το λάιβ άντεξε μισή ώρα καθώς έσπασαν οι χορδές σε μπάσο και κιθάρα και το λήξαμε εκεί. Θα το έλεγες και τραυματική εμπειρία. Μετά παίξαμε σε δύο ακόμα live στο «Κύτταρο». Χάλια ήταν. Ο Αντώνης, στο Σπόρτινγκ, ήταν ένα πολύ ψηλό παιδί που η κοψιά του σε μπέρδευε, νόμιζες πως ήταν μεγαλύτερος. Σ’ εκείνη τη συναυλία κανένας δεν μας έκανε καμία χάρη. Το αντίθετο. Οι Birthday Party ήταν ήδη το τρίτο συγκρότημα που έπαιζε στην καριέρα του ο Nick Cave. Σε αντίθεση εμείς δεν είχαμε καμία πείρα. Δεν είχαμε καν εξοπλισμό. Το κοινό αδημονούσε να δει τον Cave όμως εμείς παίξαμε. Όταν άκουσα τη συναυλία που δώσαμε εκείνη την ημέρα είπα πως δεν τα πήγαμε κι άσχημα. Αλλά θυμάμαι πως το κοινό ούρλιαζε να κατέβουμε από τη σκηνή, αμέσως μόλις ανεβήκαμε. Μετά από εκείνο το live, μεταξύ άλλων, διάβασα μια κριτική στην οποία ο γραφιάς της ουσιαστικά μας συνέκρινε με τους Birthday Party απλά και μόνο για να πει πως δεν ήμασταν καλοί. Πόσο μαλάκας μπορεί να είναι ένας άνθρωπος ρε;

-Ποιος σας διάλεξε να ανοίξετε για τους Birthday Party;

-Ο Δασκαλόπουλος. Μας είχε ακούσει, του αρέσαμε, μας πρότεινε να παίξουμε, παίξαμε. Τόσο απλά. Και το λέω έτσι γιατί έχω ακούσει πως “και καλά” είχαμε άκρες στους διοργανωτές που κανόνισαν να ήμασταν εκείνοι που θα άνοιγαν την συναυλία τους.

-Πάντα έχει ενδιαφέρον πώς βλέπει το ελληνικό κοινό τα ελληνικά συγκροτήματα. Και απ’ όσο θυμάμαι τότε το πράγμα ήταν άγριο. Καλό συγκρότημα είναι εκείνο που ακουγόταν σαν το «από το εξωτερικό» συγκρότημα.

-Έτσι ήταν και είναι. Η ατάκα, η λογική του: «δεν ακούγονται σαν Έλληνες» παραμένει το Ιερό Δισκοπότηρο της σκηνής. Εγώ, στα 80’s, ήμουν απλά ένα παιδί που όταν οι μετανάστες γονείς επέστρεψαν στην Ελλάδα, από τις Η.Π.Α., μεγάλωνε στα Πατήσια. Ο πατέρας μου άκουγε στο ράδιο Βοσκόπουλο και στην τηλεόραση μεράκλωνε με χιτς του δημοτικού τραγουδιού ερμηνευμένα από τον Θανάση Καμπαφλή. Όταν αγόρασα το πρώτο μου όργανο μουσικής κόντεψε να πάθει εγκεφαλικό. Φαντάζομαι πως αντίστοιχα ο πατέρας του Cave θα άκουγε Έλβις. Πως από το σχολείο θα έπαιζε τη μουσική που ήθελε. Πως ίσως κάποιοι τον έσπρωξαν να κάνει αυτό που κάνει. Εμείς ήμασταν απλοί αυτοδίδακτοι αλητάμπουρες. Παρ’ όλα αυτά κάποιος δοκίμασε να μας συγκρίνει με αυτόν για να πει πως δεν έπρεπε να έχουμε τύχη.

16128559_10211870421532991_2114995014_n
φωτο: Γιώργος Τουρκοβασίλης

-Τι θυμάσαι από την εποχή που πήγατε να ηχογραφήσετε τραγούδια σε πραγματικό στούντιο;

-Ήταν για το σινγκλ «Κειμήλια»/«Σκιές». Το πράγμα ήταν εξωφρενικό. Ο Γεωργόπουλος, ο ηχολήπτης του στούντιο Mastersound, όταν άκουσε τι παίζαμε έβαλε τα γέλια. Παραπονιόταν πως θα μας «έπαιρναν με τις πέτρες» αν ηχογραφούσαμε μουσική με την άποψη μας. Ήθελε να ακούγεται το μπάσο όπως το «μπασοκίθαρο» στα πανηγύρια. Την ίδια στιγμή δοκίμαζα να τον αναπρογραμματίσω λέγοντας πως μας άρεσε πώς ακουγόταν το μπάσο των Sound πχ (σ.σ. Βρετανική post – punk μπάντα). Τέλος πάντων. Κάποια στιγμή, στο στούντιο, συναντήσαμε τον Χρήστο τον Μανωλίτση με τον όποιο ηχογραφήσαμε την «Υπέρβαση». Είχε άποψη, κατάλαβε αμέσως πού θέλαμε να πάει το πράγμα. Ο Χρήστος είναι Έλληνας από τη Νότια Αφρική. Και τον συναντήσαμε τη στιγμή που μόλις είχε έρθει στην Ελλάδα. Είχε όρεξη για δουλειά. Μπορούσε να καταλάβει όσα του λέγαμε.  Έγινε παραγωγός και κυριολεκτικά συν-συνθέτης σε κάποια τραγούδια μας.

-Την «Υπέρβαση» σήμερα την ακούς;

-Αστειεύεσαι; Όχι. Δεν την ακούω. Και αν το κάνω θα είναι από σπόντα. Όμως θέλω να πω κάτι για τα τραγούδια μας. Είμαι σίγουρος πως πολλοί θα έκοβαν ένα χέρι τους για να γράψουν ένα τραγούδι σαν τον «Μαύρο Κύκνο», τα «Κειμήλια» ή τις «Σκιές». Είναι κομμάτια με ψυχή. Κατά τα άλλα ήμασταν, απλά, ένα επαρκώς ταλαντούχο και άπειρο συγκρότημα. Ηχογραφήσαμε κομμάτια που δεξιοτέχνες οργανοπαίχτες, χρόνια στο κουρμπέτι της μουσικής, δεν καταφέρνουν να βγάλουν. Μιλάμε για τραγούδια που ο κόσμος θυμάται τον ρυθμό τους, τραγουδά τους στίχους τους τόσα χρόνια μετά. Αυτό λίγοι το καταφέρνουν. Έτσι δεν είναι;

Ο Κώστας Μάστορης είναι ενεργός μουσικά. Και το παρακάτω είναι ένα τραγούδι που έγραψε λίγα χρόνια μετά τους Metro Decay.

“Μέρος Δεύτερον” της συνέντευξης με τον Κώστα Μάστορη “εδώ”: https://fragilemag.gr/metro-decay-2-part/