γράφει η Μαριλιάνα Ρηγοπούλου //

Στη σκηνή του Θεάτρου «Ροές» παρουσιάζεται το αριστούργημα του Ευριπίδη «Μήδεια» σε σκηνοθεσία Δημήτρη Γεωργαλά. Παράσταση που πρωτοπαρουσιάστηκε πριν δυο χρόνια στο Εθνικό θέατρο της Χάγης, STETthe English Theatre, όπου για πρώτη φορά ακούστηκε η τραγωδία στα ελληνικά αποσπώντας διθυραμβικές κριτικές.

Το μυθοπλαστικό πλαίσιο της « Μήδειας» ξεκινά με τον Ιάσονα ο οποίος βρίσκεται σε αργοναυτική εκστρατεία με στόχο να αποκτήσει το « Χρυσόμαλλο Δέρας», ώστε να διεκδικήσει το θρόνο που του ανήκει στην Ιωλκό, τον οποίο και κατέχει παράνομα ο Θείος του Πελίας.

Το « Χρυσόμαλλο Δέρας» βρίσκεται στην Κολχίδα, εκεί όπου κατοικεί η Μήδεια κι αυτή όπως κι ο Ιάσονας από βασιλική γενιά, κόρη του βασιλιά Αιήτη ο οποίος είναι γιός του Θεού Ήλιου και αδελφός της Ομηρικής Κίρκης.

Η Μήδεια στην Κολχίδα τελεί καθήκοντα ιέρειας και μάντισσας. Όταν συνάντησε τον Ιάσονα, τον ερωτεύτηκε αμέσως κι εκείνος ικέτης ζητά τη βοήθειά της προκειμένου να φέρει εις πέρας τις δοκιμασίες που του είχε επιβάλλει ο πατέρας της για να αποκτήσει το Χρυσόμαλλο δέρας , ωστόσο ο Ιάσονας αντιλαμβανόμενος τη συμπάθεια της Μήδειας προς το πρόσωπό του, της υπόσχεται πως αν τον βοηθήσει θα την πάρει μαζί του ως γυναίκα του.

Η Μήδεια τον βοηθά. Ο Ιάσονας παίρνει το Χρυσόμαλλο δέρας και φεύγουν μαζί καταδιωκόμενοι από τον πατέρα της τον βασιλιά Αιήτη.  Και τότε εκείνη προκειμένου να γλυτώσουν αρπάζει ως όμηρο τον αδελφό της Άψυρτο τον οποίο σκοτώνει σκορπώντας συνεχώς μέρη του σώματός του στο διάβα τους, έτσι ώστε ο πατέρας της να καθυστερεί καθώς τα συλλέγει, μη κατορθώνοντας να τους φτάσει και να διαφύγουν από τη θάλασσα με την Αργώ.

Το ζευγάρι φτάνει στην Ιωλκό, όμως ο Θείος του Ιάσονα Πελίας, αρνείται να του δώσει το θρόνο καθώς όφειλε κι έτσι η Μήδεια με δόλο παίρνει εκδίκηση. Έσφαξε ένα γέρικο κριάρι, το έβρασε και με μάγια το έκανε αρνί.  Κατάπληκτες από αυτό το θαύμα οι κόρες του Πελία δέχονται να γίνει το ίδιο με τον πατέρα τους κι έτσι τον σφάζουν, τον βράζουν, όμως η Μήδεια αρνείται να προσφέρει τα μαγικά της για να ζωντανέψει και πάλι ο Πελίας και να γίνει νέος.

Έτσι Μήδεια και Ιάσονας καταφεύγουν στον βασιλιά Κρέοντα στην Κόρινθο.

Εκεί ο Ιάσονας ξέχασε και γυναίκα και παιδιά και παντρεύτηκε τη Γλαύκη την κόρη του Κρέοντα.

Η Μήδεια λιώνει στο κλάμα, νοσταλγεί το πατρικό της, τον πατέρα της και θέλει να εκδικηθεί με όποιο τίμημα και όποιο πόνο.

•Ωστόσο ο μύθος της Μήδειας πέρασε από πολλές εκδοχές. Η Μήδεια του Ευριπίδη δεν είναι ίδια με αυτή του μύθου, διότι η Μήδεια του μύθου δεν σκότωσε τα παιδιά της

Ούτε η Μήδεια του Πινδάρου σκότωσε τα παιδιά της, ούτε του Απολλώνιου του Ρόδιου όπου μετά από εντολή της Αφροδίτης, ο Έρωτας σημάδεψε την καρδιά της κι αγάπησε τον Ιάσονα με τον οποίο μετά από ποικίλες περιπέτειες κατέληξαν στην Αίγινα.

Εκτός από τον Ευριπίδη που θέλει τη Μήδεια να σκοτώνει τα παιδιά της, ένας άλλος ποιητής ο Εύμηλος από την Κόρινθο βάζει τη Μήδεια να σκοτώνει τα παιδιά της στην προσπάθειά της να τα κάνει αθάνατα, η εκδοχή δε αυτή διαπιστώθηκε από τον Παυσανία στα Κορινθιακά του. Τέλος ο Παρμενίσκος προτίμησε την εκδοχή όπου η Μήδεια δεν σκοτώνει τα παιδιά της, αλλά το φόνο τον διαπράττουν Κορίνθιες γυναίκες στο ναό της Ήρας.

•Την περίοδο που ο Ευριπίδης δημιουργούσε τη δική του Μήδεια, στην Αθήνα επικρατούσε η εκδοχή του Κρεώφυλλου που ήθελε τη Μήδεια φόνισσα του Κρέοντα του βασιλιά της Κορίνθου και οι Κορίνθιοι για εκδίκηση σκότωσαν τα παιδιά της διαδίδοντας τη φήμη πως φονιάς ήταν η ίδια τους η μάνα

Προκειμένου να αντιληφθεί κανείς καλύτερα το γενικότερο κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο, θα πρέπει να λάβει υπόψη του πως βρισκόμαστε στα 431π.Χ. δηλαδή τη χρονιά που ξεσπά ο Πελοποννησιακός πόλεμος και η Κόρινθος φυσικά είναι σύμμαχος της μισητής Σπάρτης κι έτσι οι Κορίνθιοι φόρτωσαν το έγκλημα στη Μήδεια.

Άρα για τους Αθηναίους, η Μήδεια δεν σκότωσε τα παιδιά της, το έγκλημα διεπράχθη από τους εχθρούς της τους Κορίνθιους.

Ο σκηνοθέτης Δημήτρης Γεωργαλάς, είχε δύσκολο έργο να επιτελέσει καθώς η Μήδεια, δεν είναι απλά μια γυναικεία φιγούρα, δεν είναι απλά μια ηρωίδα μιας αρχαίας τραγωδίας του Ευριπίδη, είναι μια μορφή που κινείται μεταξύ ενός απλησίαστου όντος κι ενός ιερού τέρατος, απόκοσμη και μεγαλειώδης, σκοτεινή και θριαμβεύτρια, γυναίκα και άντρας μαζί.  Έχοντας στα χέρια του την απείρου κάλλους ποιητική μετάφραση του Γιώργου Χειμωνά, δημιουργεί μια εμπνευσμένη θεατρική παράσταση, δαψίλεια ψυχαναλυτικών προσεγγίσεων φωτισμένων με εξαιρετική μαεστρία.

•Η γαλλίδα φιλόλογος και Ελληνίστρια Ζακλίν ντε Ρομιγί έλεγε πως: « Με την Μήδεια εμφανίζεται η δύναμη του ερωτικού πάθους (με οδύνη και ταλαντεύσεις) και μαζί εμφανίζονται οι ψυχολογικές μεταστροφές»

Η διεισδυτική ματιά του σκηνοθέτη Δημήτρη Γεωργαλά μας οδηγεί στα άδυτα της πολυπρισματικής φυσιογνωμίας της Μήδειας, αναδεικνύοντας όλες τις ψυχολογικές μεταστροφές της, όπως αυτή μας κληροδοτήθηκε από τον μέγιστο τραγωδό Ευριπίδη, ο οποίος παρουσιάζεται « φροϋδικός» σε μια εποχή που δεν υπήρχε ακόμα ο FreudΜέσα από τη σκηνοθετική του οπτική μας δείχνει πως η Μήδεια με τα λόγια και τις πράξεις της ξέρει το καλό που υπάρχει μέσα της, όμως συγχρόνως ελοχεύει πάντα και μια ερεβώδης δύναμη που κινεί τα νήματα και επισκιάζει την ορθή κρίση, οδηγώντας στα μονοπάτια του ολέθρου του άλογου.

•Μέσα από τη Μήδεια διαβλέπει κανείς μια ενόρμηση καταστροφική, όπως έλεγε και ο Freud πως: «Το πεπρωμένο της ενόρμησης είναι να γυρεύει αενάως ένα αντικείμενο για να το αγαπήσει ή να το καταστρέψει»

Ο ψυχικός πόνος που βιώνει η Μήδεια είναι τόσο δακέθυμος που την οδηγεί στην αυτοκαταστροφή, την ακούμε να λέει: « η δύστυχη εγώ κι από τους πόνους πανάθλια, να γινόταν να πέθαινα» κι ύστερα πάλι: « συμφορές με χτύπησαν τη δόλια, μεγάλα δεινά που τους πρέπει μοιρολόι ακατάπαυστο….» κι οι μέρες περνούν κι εκείνη βυθίζεται στο τέναγος των στεναγμών κα των δακρύων της μέχρι που αποφασίζει να μεταβεί στην ανδρική φύση που κρύβει στα άδυτα της ψυχής της και να προβεί στο απονενοημένο διάβημα της εκδίκησης, διεκδικώντας ξανά πίσω την τιμή της που έχασε από τον Ιάσονα που την ντρόπιασε και την πρόδωσε τόσο απροκάλυπτα κυνικά.

•Απ’ τη μια πλευρά η Μήδεια θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως μια ψυχοπαθητική φυσιογνωμία, εξ’ ου και η έντονη αντικοινωνικότητα, η επιθετικότητα που την διακατέχει, ο παρορμητισμός και η δυσαρμονία στις διαπροσωπικές της σχέσεις μια προσωπικότητα εν ολίγοις διαταραγμένη, ικανή να προβεί σε τέλεση κακουργηματικής πράξης ωθούμενη από αισθήματα αποστέρησης τα οποία αποτελούν επεφρασμένη επιθετικότητα με όποιο τρόπο

Ωστόσο μια οπτική με την οποία θα συνηγορούσε ο δικηγόρος του διαβόλου, είναι πως στη Μήδεια έχουμε να κάνουμε με μια ακραιφνή εγκληματική προσωπικότητα με απόλυτα διειδή τα χαρακτηριστικά του εγωκεντρισμού, τη χειραγώγηση, την επιθετικότητα που καθιστά τον εγκληματία αδίστακτο, έτοιμο για την όποια υπέρβαση, προκειμένου να υπάρξει πλήρωση σκοπών, υποκινούμενης πράξης με αρωγό την συναισθηματική αδιαφορία, την παντελή έλλειψη ενσυναίσθησης, αλτρουισμού, την ακούμε να λέει με μένος: « Δεν θ’ αφήσω κανένας να χαίρεται πως βύθισε σε πόνο την καρδιά μου».

•Η σκηνοθετική προσέγγιση του Δημήτρη Γεωργαλά του ψυχαναλυτικού πρίσματος ως άλλο καλειδοσκόπιο της Μήδειας, αποτελεί τομή στη σιβυλλική προσωπικότητά της, μας αποκαλύπτει την ταλαπείρια μορφή της που η εγκατάλειψη αυτής από τον Ιάσονα δεν ήταν απλά μια προδοσία, είναι ένα ναρκισσιστικό πλήγμα αφ’ ενός και η απόλυτη ατίμωση σε μια κόρη βασιλικής γενιάς αφ’ ετέρου, αυτά όπλισαν το μυαλό, την ψυχή και τα χέρια της

Η ερωτευμένη γυναίκα κατακυριευμένη από πάθος, κατακρημνίζει όλα τα ηθικά φράγματα για τον έρωτά της, παλεύει για την ανύψωσή του στο ψηλότερο βάθρο της αγάπης και αποκτά δυο παιδιά χωρίς γάμο, αφού δεν μπορούσε να παντρευτεί δεν ήταν Ελληνίδα, ήταν βάρβαρη.

Όλο το ερωτικό πάθος της μετατρέπεται σε οδύνη, σε μίσος, σε φθόνο και παλινδρομεί ανάμεσα στα εξιδανικευμένα αισθήματα αγάπης για το αντικείμενο του πόθου της τον Ιάσονα και τα σαδιστικά της ένστικτα.

Σύμφωνα με τις θέσεις του Freud για το φθόνο του φαλλού, η Μήδεια ενδέχεται να αντιμετωπίζει τα παιδιά της ως φαλλικές προεκτάσεις του Ιάσονα κι έτσι μέσα από το φόνο των δυο αγοριών της του Φέρητα και του Μέρμερου, επιτυγχάνει την καταστροφή, τον ολοκληρωτικό αφανισμό του Ιάσονα, κατορθώνοντας να γίνει ξανά κυρίαρχη, να έχει και πάλι τη δύναμη που της διασφαλίζει ο φαλλός, δεδομένου ότι διάγει βίο σε μια πατριαρχική κοινωνία.

«Θα ήταν καλύτερο για με τρείς φορές πλάι να σταθώ στην ασπίδα, παρά μόνο μια να γεννήσω» ακούμε τη Μήδεια να λέει και απορρίπτει τόσο άμεσα, δυναμικά και κραυγαλέα την ύψιστη ζωοδότρα μορφή της Μητέρας, εκδηλώνοντας τη γυναικεία Οιδιπόδεια επιθυμία για το φαλλό του πατέρα που εκφράζει τη χαμένη της δύναμη.

•«Δυο φορές βάρβαρη η Μήδεια, από καταγωγή και από έρωτα» λέει στον πρόλογο της μετάφρασής του ο Γιώργος Χειμωνάς κι ο ρηξικέλευθος σκηνοθέτης Δημήτρης Γεωργαλάς την τοποθετεί στο κέντρο της σκηνής στην αρχή της παράστασης, μ’ ένα κατάμαυρο ένδυμα κι ένα λευκό ύφασμα τυλιγμένο στο κεφάλι της, καλύπτοντάς το ολόκληρο και κρεμασμένο από ψηλά ως κρεμάλα του πνιγηρού και ατιμωτικού έρωτα που έζησε, ως γυναίκα φέρουσα μοίρα βαριά και κακή, αλλά και ως φόνισσα που τα κρίματά της την απειλούν ως δαμόκλεια σπάθη

Ευρηματική και ευφυώς τοποθετημένη η μορφή της, δηλωτική των όσων θα ακολουθήσουν, ο σκηνοθέτης Δημήτρης Γεωργαλάς οικοδομεί μια υψιπετή παράσταση, εγκώμιο στη γλώσσα του Ευριπίδη, θεατρικό απαύγασμα, που οδηγεί στη ζοφερή ψυχοσύνθεση της Μήδειας, με τρόπο αποκαλυπτικό και συνάμα μεγαλειώδη.

•Στο ρόλο της Μήδειας η Τζούλη Σούμα απλά συγκλονιστική

Από την πρώτη στιγμή παρότι δεν βλέπουν οι θεατές την έκφραση του προσώπου της κατορθώνει με λόγο καταιγιστικό, χειμαρρώδη, ακριβή ρυθμικότητα και καθαρότητα άρθρωσης, να ξεδιπλώνει το ψυχικό βάρος που κουβαλά, τον συναισθηματικό κατακερματισμό που τη συντροφεύει και το άλογο πάθος που κυριεύει το μυαλό και το σώμα της.

Από τα πρώτα λεπτά η Τζούλη Σούμα καθηλώνει τους θεατές, αναδεικνύοντας με τόσο ακριβής λεπτομερειακούς χειρουργικούς χειρισμούς την ηρωίδα που ενσαρκώνει, έτσι ώστε ο θεατής αρχικά να ταλαντώνεται ως εκκρεμές ανάμεσα στη συμπάθεια και την αγωνία, την κατανόηση και την αμηχανία, το « έλεος» και τον « φόβο» κι οι λυρικοί ανάπαιστοι που ακολουθούν γίνονται ακόμα πιο συνταρακτικοί.

Η Τζούλη Σούμα επικεντρώνει την ερμηνεία της στην ψυχαναλυτική σκιαγράφηση της Μήδειας με τόσο προσφυή τρόπο, προβάλλοντας αρχικά την καθαρά γυναικεία- θηλυκή φύση της, που ερωτεύεται- αγαπά- πονά- θυσιάζεται για να καταλήξει προδομένη και ατιμασμένη, με εσωτερική πάλη και ψυχικούς κλυδωνισμούς σε ετερογονία των σκοπών και σε ανάρμοστη συμπεριφορά του « Άλλου» εαυτού της, της ανδρικής φύσης που μάχεται και διεκδικεί μέσω της εκδίκησης την τιμή της, τη θέση που κατείχε πρωτύτερα.

Η Τζούλη Σούμα ως Μήδεια βιώνει ένα ατέρμονο τραγικό δίλημμα, μια σκοτεινή συνειδησιακή μάχη που οδηγεί σε δύο αλληλοσυγκρουόμενα καθήκοντα να πράξει ως μάνα ή να πράξει ως ανεξάρτητο υποκείμενο. Κι’ όμως η αναδεικνύει την αντίπερα όχθη, την άλλη όψη του νομίσματος όπου το προφανές μέρος καταδικάζει την αποτρόπαιη εγκληματική πράξη της Μήδειας, όμως η άλλη πλευρά της Μήδειας όπως αυτή αναδεικνύεται μέσα από την έξοχη Τζούλη Σούμα είναι η μάνα αλτρουίστρια που αντί να αφήσει τα παιδιά της δια βίου έκθετα στην οργή των Κορινθίων, αντί να τα σέρνει σε βάρβαρη και αφιλόξενη γη, προτιμά να τα απαλλάξει από το μαρτύριο που τα καταδίκασε ο πατέρα τους γι ‘ αυτά δεν υπάρχει επίγειο μέλλον κι έτσι πράττει ως ανεξάρτητο υποκείμενο έχοντας πλήρη γνώση και ευθύνη των πράξεών της.

Την ακούμε να λέει: « Ορκίζομαι στους κακούς τους μνησίκακους Θεούς του κάτω κόσμου ότι εγώ θα σκοτώσω τα παιδιά μου δεν θ’ αφήσω κανέναν να τα εξευτελίζει».

Για τη Μήδεια η ζωή είναι η ύψιστη αξία που δεν αφήνει κανένα περιθώριο για φληναφήματα και ευτελείς συμβιβασμούς, η ζωή κινείται σε δύο άκρα, της ύπαρξης και του θανάτου, τον Ιάσονα με το φόνο των παιδιών της, τον τιμωρεί με τρόπο σαδιστικό αφού τον αφήνει να ζει σε μια ζώνη όπου κινούνται οι νεκροζώντανοι, όπως αρμόζει σ’ έναν άνανδρο και κίβδηλο άνδρα.

Κι όταν ο Ιάσονας τη ρωτά αν λυπάται με όλα αυτά, εκείνη με ύφος θριάμβου του αποκρίνεται: « Με παρηγορεί η δική σου δυστυχία».

Η Τζούλη Σούμα είναι σπαρακτική όταν συνδέει τη γέννηση των παιδιών της με το χαμό τους κι αποκαλύπτει τον ξεριζωμό των σπλάχνων της, τόσο συνταρακτική επί σκηνής, με χαρισματική ευχέρεια και ευελιξία των εκφραστικών της μέσων, με εναργή εσωτερική πάλη επεφρασμένη μέσω της οδύνης, με διαρκή αμφιταλάντευση ανάμεσα στο ηθικό και στο ανοίκειο, θηλυκή με ζοφερή γοητεία και αρσενόθυμο φρόνημα, αρχέγονη μορφή, που συνεπαίρνει το θεατή στο δράμα της, στη φθορά της, στην εκδίκησή της, στην έλλογη φρόνησή της, στους εσωτερικούς χθόνιους δαίμονές της, μέχρι τον τελικό ύψιστο εξαγνισμό ψυχής και σώματος, πλένεται, τρέχει καθαρό νερό στη γυμνή σάρκα της, καθαρμός σώματος, εξαγνισμός ψυχής καθηλωτική στην εκφραστική δυναμική του προσώπου της, στην εσωτερική της αλκή, όταν ο Ιάσονας της λέει: « Μονάχα να τ’ ακουμπήσω μια φορά» κι η Μήδεια απαντά: «ΟΧΙ».

•Στο ρόλο της τροφού η Κυριακή Καραλουκά

Η Κυριακή Καραλουκά ως τροφός δημιουργεί κλίμα κατανόησης για τη Μήδεια, εμφαίνει ταυτόχρονα την ετερότητά της όχι μόνο από την πλευρά της βαρβαρικής καταγωγής της, της γυναικείας υπόστασής της και της ιδιότητάς της ως μάγισσα, αλλά την υψηλή κοινωνική της θέση, μας υπενθυμίζει συνεχώς τη βασιλική της γενιά από την οποία προέρχεται.

Η Κυριακή Καραλουκά ξεδιπλώνει χαρισματικά το ρόλο της ευαίσθητης τροφού, που συμπάσχει με την κυρά της, αναδεικνύει την αξία της πίστης, την ηθική διάσταση των ανθρώπων, είναι η φωνή του μέτρου και της λογικής που παλεύει για την εξισορρόπηση των καταστάσεων, επωμίζεται τα ψυχολογικά δεινά της κυράς της και υποφέρει μαζί της.

Ο μονόλογός της θέτει το ηθικό δίλημμα ποιοι είναι πιο τυχεροί όσοι απέκτησαν παιδιά ή όσοι δεν απέκτησαν.

Η εκφραστική δύναμη της Κυριακής Καραλουκά, όσο και η κινησιολογική, αποτελεί έκπαγλη κατά το χορογραφημένο μέρος.

•«Οι γυναίκες είναι άχρηστες γεννούν εκτός από παιδιά και τις πιο μεγάλες ατυχίες» λέει ο Ιάσονας κατά κόσμο Γιώργος Σταυριανός

Ο Γιώργος Σταυριανός ενσαρκώνει το ρόλο του Ιάσονα επί σκηνής τόσο άρτια, οικοδομώντας το χαρακτήρα με απόλυτη ακρίβεια.

Με φωνή στιβαρή, δωρική και καθαρότητα άρθρωσης, με εκφραστική ευελιξία και χαρισματική κίνηση κατορθώνει να αναδείξει τον κίβδηλο άνδρα που εξαπατά τη γυναίκα που τον λάτρεψε και του χάρισε τον έρωτα και τη ζωή της.

Αναδεικνύει τον άνανδρο Ιάσονα, που υπηρετεί πεπτωκότες αξίες, τον αρχολίπαρο που ως άλλος χαμαιλέοντας προσαρμόζεται για να κερδίσει εξουσία και αξιώματα, τον επηρμένο, αλαζόνα, τον θρασύ που δεν λογαριάζει τον ψυχικό πόνο της Μήδειας και καταπατά τόσο απροκάλυπτα κυνικά τους όρκους αγάπης και πίστης που της είχε δώσει.

Τον ακούμε να λέει: «Ν’ αφανιστείς, σωστά έχω τα μυαλά μου τώρα, όχι τότε που απ’ τον βάρβαρό σου τόπο σ’ έφερα εδώ σ’ ελληνικό παλάτι- κακό μεγάλο- εσένα», απ’ τη μια για να τονίσει την αντιπαράθεση ανάμεσα στο μεγαλείο του Ελληνικού πολιτισμού και των βαρβάρων από όπου προερχόταν η Μήδεια, απ’ την άλλη λησμονά πως αυτή η βάρβαρη τον προστάτεψε και τον βοήθησε.

Δυναμικός και ανδροπρεπής ο Γιώργος Σταυριανός στο ρόλο του Ιάσονα υπήρξε καθηλωτικός κι όταν μαθαίνει το χαμό των παιδιών του, ο εσώτερος κοπετός του, τα ψυχικά ουρλιαχτά της εξαθλίωσής του συγκλονίζουν το θεατή, τον συνταράσσουν καθώς λυγά- πέφτει και κείτεται κι ο ίδιος όπως και τα σπλάχνα του.

•Ο Νίκος Δερτιλής σε δύο δύσκολους ρόλους του Αιγέα και του Κρέοντα

Ο Νίκος Δερτιλής κουβαλά τις δυο αντικρουόμενες πλευρές της φύσης και της ζωής, της ηθικής και της ανηθικότητας και του καλού και του κακού με δυο αξιοσημείωτες ερμηνείες που χρήζουν εγκωμίου.

Ως Αιγέας ο Νίκος Δερτιλής προβάλλει τον καλό και ηθικό βασιλιά, την όψη της εξουσίας που έχει αρχές, αξίες, τον γεραρό ηγέτη.

Κι όταν πάλι μ’ ένα μακρύ μαύρο ύφασμα στις πλάτες του εμφανίζεται ως Κρέοντας επί σκηνής, με τόση άνεση, μεγαλοπρέπεια και συνάμα σκληρός, άτεγκτος, αδυσώπητος, αμείλικτος, απηνής με εκφραστική δεινότητα και ομιλώντα μάτια ο Νίκος Δερτιλής ήταν η ιδανικότερη, η πιο άξια επιλογή για τα πρόσωπα των δυο αυτών βασιλιάδων.

•Στο ρόλο του Αγγελιοφόρου βρίσκεται ο Βασίλης Ψυλλάς, ο μεταφορέας και αφηγητής όλων των δεινών που έχουν συμβεί φυσικά όχι μπροστά στα μάτια των θεατών

Ο Βασίλης Ψυλλάς αφηγείται το φόνο της Γλαύκης της κόρης του Κρέοντα, με αμεσότητα, θλίψη βαριά και σε συνδυασμό με τη Τζούλη Σούμα που ως Μήδεια πέφτει πάνω του και τον τραβά να της πει κάθε λεπτομέρεια σε μια αλλόφρονα ηδονική έκσταση, δημιουργούν μια εξαιρετικά δυνατή ανατριχιαστική εικόνα.

Ο γυναικείος χορός απαρτίζεται από τους τρείς άνδρες τον Γιώργο Σταυριανό, τον Νίκο Δερτιλή και τον Βασίλη Ψυλλά.

Οι εξαιρετικές στατικές εικόνες που δημιουργούσαν υπήρξαν καθοριστικές για την εξελικτική δομική μορφολογία της παράστασης.

Όσο για τα ρυθμικά, χορογραφημένα μέρη, το εναργές των κινήσεών τους, η εκφραστική δυναμική τους, το παλλόμενο εσώτερο ψυχολογικό τέμπο τους, απογειώνουν το μεγαλείο της τραγωδίας του Ευριπίδη.

Τα εύσημα τόσο για το κινησιολογικό, όσο και για το χορογραφικό μέρος της παράστασης θα πρέπει να αποδοθούν στη Φαίδρα Σούτου, η οποία οικοδόμησε τις πιο αέρινες και συνάμα μυσταγωγικές χορογραφίες, δημιουργώντας ένα ιερό τελετουργικό μέθεξης με τους θεατές.

Σ’ αυτό το χορογραφικό επίτευγμα πρέπει να πλέξουμε το εγκώμιο στον Πλάτωνα Ανδριτσάκη που έγραψε εξαιρετικά μουσικά μοτίβα με χρώμα Ανατολής για να θυμίζουν τη βαρβαρική καταγωγή της Μήδειας, άλλοτε μ’ ένα δυναμισμό και μια δωρικότητα που θύμιζε βυζαντινούς δρόμους κι άλλοτε ζοφερές μελωδίες για να ενδυναμώνουν τις αποτρόπαιες πράξεις της.

Το μέρος: «Του έρωτα μέγα κακό σπαράζεις τους ανθρώπους» είναι ότι καλύτερο έχουμε ακούσει τα τελευταία χρόνια να έχει πάρει σάρκα και οστά, να έχει μελοποιηθεί από ποιητικά μέρη από τον Πλάτωνα Ανδριτσάκη, όπου σε συνδυασμό με τη χορογραφία της Φαίδρας Σούτου, αναδεικνύεται το μέγα πάθος του σπαραγμού που κυριεύει το βασίλειο, ενώ δέος συγκλονίζει τους θεατές.

Ο Βασίλης Αποστολάτος με τους εξαιρετικούς φωτισμούς του, έκανε έτι περισσότερο την ατμόσφαιρα πιο μυστηριακή καθώς οι ωχρές κίτρινες αποχρώσεις που θύμιζαν φλόγες κεριών αναδείκνυαν το ασίγαστο πάθος της Μήδειας, τους πόθους της που έθαψε στα σπλάχνα της και τα εγκλήματα που έγιναν και όσα ακόμα έμελλε να γίνουν.

Οι εκπληκτικές φωτοσκιάσεις του Βασίλη Αποστολάτου παρείχαν τη δυνατότητα της μεγέθυνσης κάθε προσώπου, ενισχύοντας τη δυναμική του και δίνοντας απόκοσμες, υπερβατικές διαστάσεις.

Τα κοστούμια του Δημήτρη Ντάσιου κινήθηκαν στο ίδιο λιτό μεγαλοπρεπές ύφος, σε τόνους μαύρους και ανθρακί, ένα μαύρο φόρεμα για τη Μήδεια που αναδείκνυε τη γοητευτική θηλυκότητά της και τη σκοτεινή ζοφερή φυσιογνωμία της, ένα ανθρακί από ταφτά φόρεμα της τροφού και στο τέλος τα βασιλικά ενδύματα της Μήδειας και του Ιάσονα μεγαλοπρεπή όπως ο σπαραγμός τους, χρυσοποίκιλτα και βαριά όπως η θέση τους και συνάμα αέρινα όπως ο καθαρμός τους.

Ωστόσο η αμφίσημη και αμφίθυμη Μήδεια είναι μια μορφή που διχάζει μέχρι και σήμερα όχι μόνο ψυχαναλυτικά αλλά και πολιτιστικά.

Η Άννα Τσικοβάνι φιλόλογος του Πανεπιστημίου Ivane Javakhishvili της Τιφλίδας υποστηρίζει στην έρευνά της για το πρόσωπο της Μήδειας πως: «… στη Γεωργία τα κορίτσια συχνά φέρουν το όνομα Μήδεια, γιατί με αυτόν τον τρόπο, οι γονείς τους επιδιώκουν οι κόρες τους να κληροδοτήσουν τη σοφία, τη δύναμη, το θάρρος, την ιατρική γνώση και λοιπές αρετές, που σηματοδοτεί το όνομα αυτό. Με άλλα λόγια στη Γεωργία κανείς δεν θα πει πως το όνομα αυτό ανήκει σε μια παιδοκτόνο».

Ο Βασίλης Μπουντούρης στο βιβλίο του: « Η άλλη Μήδεια» λέει πως τελικά η Μήδεια είναι: « ένα σκοτεινό υποκείμενο, εκφραστής των μύχιων σκέψεων των γυναικών και των κρυμμένων φόβων των ανδρών».

Πράγματι η ψυχαναλυτική διάσταση του προσώπου της είναι ένα καλειδοσκόπιο ανεξερεύνητο, πολυπρισματικό διαυγές και σκοτεινό μαζί κι αναρωτιέται ο Βασίλης Μπουντούρης τι είναι η Μήδεια: « Μάγισσα Δέσποινα ή Αδικημένη Γυναίκα, ή Μάνα εξολοθρευτής ή ο Βάρβαρος Έρως, ο Απόλυτος Πόθος, ο Ακραίος Λόγος, η Συντέλεια της καθημερινότητας, η Γυναίκα φόβος ή μήπως η Ακραία Απόγνωση και η Α- βάσιμη θεώρηση;».

Κι όμως είναι όλα αυτά κι ο σκηνοθέτης Δημήρης Γεωργαλάς, έχτισε μια παράσταση όπου ο Λόγος ήταν η κορωνίδα, το σώμα η συνέχειά του, τα στεγνά μακριά γεμάτα απόγνωση χέρια- δάχτυλα της Μήδειας έπνιγαν τους φόβους, τις ενοχές, τις ζωές μας κι η μουσική του Πλάτωνα Ανδριτσάκη μεγαλουργούσε άλλοτε δαμάζοντας πάθη κι άλλοτε εξακοντίζοντάς τα πέρα και πάνω από τα ηθικά τέμπλα, στη σφαίρα του διηνεκές, στη διαδρομή προς τον έρωτα, στη μετάληψη από το ιερό δισκοπότηρο της αυτογνωσίας.

*Η Μαριλιάνα Ρηγοπούλου Εκπαιδευτικός, Σοπράνο, Κριτικός θεάτρου