Συνέντευξη Μιχάλης Καφαντάρης //

Είμαι ο Δημήτρης Παπαστάμος. Γεννήθηκα στην Αθήνα, όμως λόγω του επαγγέλματος των γονιών μου, έζησα σε πολλές γωνιές του ελλαδικού χώρου. Αυτή η συχνή αλλαγή περιβάλλοντος ανέπτυξε την προσαρμοστικότητα και κοινωνικότητά μου, κάτι το οποίο είναι ένα σημαντικό όπλο μέχρι και σήμερα στο αφιλόξενο επαγγελματικό περιβάλλον τούτης εδώ της χώρας.

Έπειτα από δεκατρία χρόνια στην Γαλλία, επέστρεψα στην Ελλάδα με το πτυχίο των Πλαστικών Τεχνών και την πείρα μιας πολυετούς θητείας στον χώρο της Τέχνης. (Εργάστηκα ως storyboarder, εικονογράφος, κομίστας, ζωγράφος και σκηνογράφος.) Στα τόσα χρόνια που καταπιάνομαι με την Τέχνη για ένα πράγμα είμαι σίγουρος… ότι η καλλιτεχνική δημιουργία σε όλες της τις εκφάνσεις, είτε είναι λογοτεχνία είτε ζωγραφική, είτε κινηματογράφος, είτε μουσική είναι άρρηκτα συνδεδεμένη. Όλα αυτά δεν είναι παρά συγκοινωνούντα δοχεία και σαν σκοπό έχουν την πολιτιστική καλλιέργεια. Η μουσική είναι ένα σημαντικότατο κομμάτι της ύπαρξής μου. Για εμένα, δύο είναι οι μουσικές. Η καλή και η κακή. Θέλω να πιστεύω λοιπόν ότι μετά από τόσα χρόνια μουσικής παιδείας το αισθητικό μου κριτήριο δύσκολα με προδίδει και γι’αυτό επιλέγω η ακουστική τροφή μου να είναι πάντα καλής ποιότητας. Mου είναι δύσκολο να μιλήσω για το ποια μουσική είναι η αγαπημένη μου. Θα μπορούσα όμως να πω ότι έχω μία προτίμηση για την αμερικάνικη μουσική. Οι Αμερικάνοι όντας ένα πολιτισμικό ψηφιδωτό κατάφεραν να παντρέψουν τον αφρικανικό ήχο με τον ευρωπαικό και τον λατινοαμερικάνικο, να τον αφομοιώσουν και να τον κανουν δημοτική τους μουσική. Εδώ που τα λέμε τα πιο όμορφα παιδιά είναι αυτά που γεννιούνται από γονείς διαφορετικών εθνικοτήτων.Έτσι και η αμερικάνικη μουσική, τον πλούτο της τον οφείλει στο ότι είναι μπασταρδεμένη. Να κι ένα ζωντανό παράδειγμα για να στηρίξω τα παραπάνω. Το χαρακτηριστικό όργανο των λευκών στην Αμερική είναι το μπάντζο, που η καταγωγή του είναι αφρικανική. Από την άλλη, εκείνο που χαρακτηρίζει τη μαύρη αμερικανική μουσική είναι η φυσαρμόνικα, της οποίας η καταγωγή είναι η Αυστρία. Αγαπώ τόσο πολύ την πολυεθνική μουσική όσο μισώ την πολυεθνική οικονομία.

-Θέλεις να μας περιγράψεις τις  βινιέτες από τη ζωή σου που θεωρείς σημαντικές. Στιγμιότυπα που νιώθεις ότι σε διαμόρφωσαν.

-Σημαντικό ήταν στη ζωή μου το ταξίδι μου στη Γαλλία και η διαμονή μου εκεί. Καθόρισε την εικαστική μου γραφή και την αισθητική μου. Θυμάμαι επίσης πολύ έντονα την εκδίωξή μου από τη γενέθλια σύναξη ενός γνωστού μου γάλλου λόγω του ότι, δυστυχώς, η ποσότητα μελανίνης στο δέρμα μου ήταν μεγαλύτερη απ’ τη δική τους. ΑΥΤΟ με έκανε διαφορετικό καθώς και η ξενική προφορά μου. Εκεί κατάλαβα ότι η βλακεία είναι διεθνές φαινόμενο.Οι ανόητοι είναι ίδιοι παντού. Παρ’ όλα αυτά δεν κατάφεραν να με κάνουν να επαναπροσδιορίσω τη Βιολογία. Δηλαδή ότι λιγότερη μελανίνη ίσον περισσότερες ικανότητες και αξία. Άλλο περιστατικό που με καθόρισε ήταν ο θάνατος του πατέρα μου. Όντας συγγραφέας ο αιφνίδιος θάνατός του του στέρησε την ευκαιρία να ολοκληρώσει το έργο του. Αυτό με έκανε να δουλεύω περισσότερο δίνοντας τον άνισο κατά τ’άλλα αγώνα με τον χρόνο για να προφτάσω να ολοκληρώσω τον εικαστικό μου κύκλο.

-Αυτές οι “βινιέτες” πιστεύεις οτι καθρεφτίζονται στη δουλειά σου; Πώς θα την περιέγραφες; Ποια θεωρείς σημαντικότερη επιρροή σου;

-Όταν επικοινωνείς το έργο σου με το κοινό, αναγκαστικά καθρεφτίζεται και ο ψυχικός σου κόσμος μέσα από αυτό. Μόνο τότε υπάρχει συνομιλία έργου και θεατή. Σημαντικότερη επιρροή μου η κοινωνική απόρριψη που βίωσα. Νιώθω άβολα να περιγράφω τη δουλειά μου. Εξάλλου δεν είναι σημαντικό το τι μπορεί να λέω εγώ. Ο θεατής θα δει αυτά που θέλει να δει, θα ταυτιστεί ή όχι με το έργο. Υπάρχουν πολλές αναγνώσεις και πολλές αλήθειες. Ας βρει λοιπον το κοινό τις δικές του χωρίς καθοδήγηση, όπως εξάλλου χωρίς καθοδήγηση δουλέυουμε κι εμείς οι εικαστικοί.

-Πότε ξεκίνησες και με ποια αφορμή; Μίλησέ μας λίγο για την επαγγελματική σου πορεία ως σήμερα. Τι εμπειρίες αποκόμισες; Ποιες οι δρασηριότητές σου για τα “προς το ζην”;

-Αν εννοείτε πότε ξεκίνησα να ζωγραφίζω δεν υπήρξε αφορμή απλά το κάνω από τότε που με ξέρω. Όσον αφορά την επαγγελματική μου πορεία είναι μεγάλη και δύσκολη. Άλλαξα πολλά επαγγέλματα αλλά το πρώτο μου μέλημα ήταν πάντα να συνεχίσω να ζωγραφίζω. Η ζωή δεν μου τα έφερε έυκολα. Σήμερα, για να καταφέρω να επιβιώσω και πρωτίστως να συνεχίσω τον εικαστικό μου αγώνα, αναγκάστηκα να μοιράζομαι τις μουσικές μου γνώσεις σε διάφορα νυχτερινά κέντρα, πράγμα που θεωρώ πιο τίμιο απ’ το να δουλέυω στο δημόσιο με ό,τι συνεπάγεται αυτό. Οι εμπειρίες που αποκόμισα πολλές.Έμαθα ότι καμία δουλειά δεν είναι ντροπή, ότι το χρήμα ευτελίζει τον άνθρωπο και ότι η καλλιτεχνική δημιουργία είναι ένα τεράστιο δώρο που μου δόθηκε.

-Σε άκουσα να αποκαλείς τον εαυτό σου “άνθρωπο παλιατζούρα”. Τι ακριβώς εννοείς με αυτόν τον ενδιαφέροντα χαρακτηρισμό;

-Δεν ξέρω πού το ακούσατε αυτό, ούτε το πόσο ενδιαφέρον μπορεί να έχει. Παρ’ όλα αυτά, θα προσπαθήσω να μεταφράσω κατά κάποιον τρόπο τον εκλαϊκευμένο αυτόν όρο. Όταν πολιτιστικά όλα πάνε στραβά το παρελθόν είναι αυτό που μας δίνει την ώθηση να κάνουμε μοντέρνα και πρωτοποριακά έργα. Κι αυτό γιατί δεν υπήρξε και δεν θα υπάρξει παρθενογένεση. Δέχομαι λοιπόν κάτω από αυτό το πρίσμα τον όρο ”άνθρωπο παλιατζουρα”αν και είμαι σίγουρος ότι πρέπει να τον εφήυρα μετά από αρκετή κατανάλωση αλκοόλ.

-Πόσο εύκολα η πόσο δύσκολα “άνθρωποι παλιατζούρες” επιβιώνουν καλλιτεχνικά αλλά και πρακτικά στο “σήμερα”;

-Για να το διευκρινίσω… άνθρωποι που ζουν με το παρελθόν και κατ’επέκτασιν λαοί που ζουν με το παρελθόν δεν έχουν μέλλον. Ο “άνθρωπος παλιατζούρα” δεν είναι αυτός που ζει μέσα σε μια βίντατζ φούσκα, είναι αυτός που αντλεί τη δυναμική του από το παρελθόν για να ζήσει ολοκληρωμένα το σήμερα. Είναι αυτός που δεν έχει ξεπουλήσει τον ρομαντισμό του, που λειτουργεί με αξίες που έχουν αποδείξει την αντοχή τους στον χρόνο. Εμείς οι “άνθρωποι παλιατζούρες” μια χαρά ζούμε το σήμερα. Αλίμονο στον χρηματιστή που θα πέσουν οι μετοχές του και τον διευθυντή επιχείρησης που θα χάσει τη θέση του. Αυτοί έχουν περισσότερες πιθανότητες να βουτήξουν στο κενό από τον τέταρτο όροφο γιατί απλά δεν διαθέτουν ισχυρό σύστημα αξιών.

-Πού εντοπίζεις πρόβλημα σ’ αυτό που πρακτικά ονομάζουμε “σήμερα” (αν φυσικά εντοπίζεις πρόβλημα)

-Το “σήμερα” σαν χρονικός προσδιορισμός δεν θα μπορούσε να μου δημιουργήσει πρόβλημα. Το πρόβλημα εντοπίζεται στο περιβάλλον που ζούμε, το σήμερά μας. Κατ’ επέκτασιν το περιβάλλον στην Ελλάδα είναι αυτό που κάνει το σήμερά μας ζοφερό.

-Τι σε αγχώνει, τι σε εξοργίζει, τι σε καθησυχάζει και τι σε κάνει χαρούμενο στη χώρα που ζεις;

-Είναι λογικό να αγχώνεσαι και να εξοργίζεσαι όταν ζεις στη χώρα του σελοτέιπ και της πατέντας όπου όλα γίνονται στο περίπου.. Απ’ την άλλη πώς μπορεί να μην σε κάνει χαρούμενο και ευδιάθετο ο ήλιος της πατρίδας μας; (αν και για να τον δω, πρέπει να βγω έξω γιατί επέλεξα να ζω στον χώρο εργασίας μου που τυγχάνει να είναι υπόγειο.) Με καθησυχάζει το ότι ζούμε δύσκολους καιρούς γιατί, για όσους γνωρίζουν ιστορία, μόνο τότε η καλλιτεχνική δημιουργία μεγαλούργησε. Και ευτυχώς για εμάς, υπάρχουν πολλοί που δημιουργούν ανάμεσά μας. Άρα υπάρχει μέλλον.

-Κάποια ερωτήματα τείνουν να θεωρούνται κοινότοπα, αν όχι ξεπερασμένα, σε κάθε εποχή. Το ερώτημα σχετική με το αν υπάρχει κάποιο νόημα στην Τέχνη πλέον θεωρείς πως είναι ένα από αυτά;

-Το ερώτημα αυτό κάθε άλλο παρά κοινότοπο το θεωρώ. Η Τέχνη έχει λόγο ύπαρξης και σκοπό. Οι σημερινοί καλλιτέχνες, κατά την ταπεινή μου άποψη, πρέπει να επαναπροσδιορίσουν την Τέχνη. Αυτό το λέω λόγω του ότι εξαιτίας της εξελικτικής πορείας της, κάπου στον δρόμο χαθήκαμε. Θέλω να πω με αυτό ότι πρέπει να στραφούμε για άλλη μια φορά προς το παρελθόν και να μάθουμε να δημιουργούμε επιτέλους έργα με τα χέρια μας. Αυτό γιατί λόγω της εννοιολογικής τέχνης, οι περισσότεροι σύγχρονοι καλλιτέχνες ασχολούνται περισσότερο με το να μας εξηγούν εννοιολογικά γιατί δημιούργησαν το τάδε ή δείνα έργο και ασχολούνται πολύ λιγότερο με το τεχνικό κομμάτι αυτού. Δεν είμαστε φιλόσοφοι της Τέχνης. Η Φιλοσοφία της Τέχνης είναι σαφέστατα ένας πολύ σημαντικός κλάδος. Όχι όμως ο δικός μας. Εμείς είμαστε τεχνίτες. Την άκρη πάντως θα τη βρούμε. Είμαι σίγουρος. Ο κλασικισμός σήμερα ίσως να είναι κάτι το πιο επαναστατικό από ένα οποιοδήποτε ready-made.