Από την Ντέμη Αυλωνίτη //

 

Χωρίζεις κάποια στιγμή με τον σύντροφό σου. Αισθάνεσαι πολύ χάλια κι αρχίζεις να γράφεις την οδυνηρή εμπειρία σου πάνω σε ένα κομμάτι χαρτί. Μέρες αργότερα το διαβάζεις ξανά προκειμένου να το εντάξεις στο stand up πρόγραμμα που θα παρουσιάσεις στη σκηνή. Και βλέποντας τον κόσμο από κάτω και κατανοώντας ότι λίγο πολύ όλοι έχουν τραβήξει ανάλογο ζόρι, σου φαίνεται ξαφνικά αστείο. Ψάχνεις να βρεις εκείνον τον πόνο που ένιωθες τότε και ούτε που τον θυμάσαι. Έτσι αποφασίζεις να το διασκεδάσεις.

Κάπως έτσι εμπνέονται οι κωμικοί τα νούμερα που μας παρουσιάζουν. Από απλά καθημερινά πράγματα τα οποία μας απασχολούν όλους. Και οι stand up comedians μπορεί να μην λένε πάντα αστεία. Έχουν όμως τη δυνατότητα να παρουσιάζουν τα πράγματα με έναν αστείο τρόπο. Οι περισσότεροι τουλάχιστον το προσπαθούν. Από πού όμως προκύπτει αυτή η ανάγκη τους; Γιατί θέλουν να μιλούν για τα πάντα; Πρόκειται για ναρκισσισμό ή για ένα πέπλο προστασίας στην εσωστρέφειά τους; Αυτό προσπαθεί να ερευνήσει το ντοκιμαντέρ “Misery Loves Comedy” του Κέβιν Πόλακ το οποίο είναι αφιερωμένο στη μνήμη του Ρόμπιν Γουίλιαμς.

misery loves comedy2Οι απαντήσεις στο παραπάνω ερώτημα ποικίλλουν. Κι ανάμεσα στους περίπου πενήντα διακεκριμένους Αμερικανούς και Καναδούς κωμικούς (ηθοποιοί, κινηματογραφιστές, κωμικοί stand–up, συγγραφείς) που φιγουράρουν στην ταινία μιλώντας για τις εμπειρίες τους και το πόσο σημαντικό είναι το να αποσπάς ένα γέλιο είναι οι Τζίμι Φάλον, Λάρι Ντέιβιντ, Τζουντ Απατόου, Στιβ Κούγκαν, Τομ Χανκς, Μάθιου Πέρι, Εϊμι Σούμερ, Τζιν Γκάφιγκαν, Λιούις Μπλακ, Κάθλιν Μάντιγκαν, Πεν Τζιλέτ, Γιούπι Γκόλντμπεργκ κ. ά. Κι ένα είναι το κοινό τους σημείο: όταν πιάνουν το μικρόφωνο νιώθουν ένα είδος έκστασης. Διότι η κωμωδία γι’ αυτούς «είναι το ναρκωτικό που το ψάχνουν συνέχεια σε διαφορετικά μέρη». «Πρόκειται για ένα one man show. Η αδρεναλίνη και το αίμα διαπερνούν το κεφάλι σου με έναν τρόπο που πιστεύω ότι είναι πανομοιότυπος με την κρυσταλλική μεθαμφεταμίνη» λέει χαρακτηριστικά ο Τομ Χανκς.

tomhanks2

Ο αγαπημένος ηθοποιός, όπως και οι περισσότεροι κωμικοί, ήρθε σε επαφή με το συγκεκριμένο «σπορ», από πολύ νεαρή ηλικία. Το 1987, προκειμένου να καλύψει στο έπακρο τις ανάγκες του ρόλου του στην ταινία “Punchline” πραγματοποίησε ένα stand up show στο Comic Strip στη Νέα Υόρκη. Κι όπως ομολόγησε ήταν ένα από τα δυσκολότερα πράγματα που είχε κάνει.

tomhanks

Ο εθισμός όμως έχει να κάνει και με το συναίσθημα που εισπράττουν από τον κόσμο. Είναι τέτοιο που τους καθιστά αρκετά «τρελούς» έτσι ώστε να ανέβουν στη σκηνή και να πουν έμμεσα «Κοιταξέ με» μπροστά σε ένα τσούρμο αγνώστων. Είναι αρκετό για να αρχίσουν να αφηγούνται ιστορίες, πλασματικές και πραγματικές, να αυτοσχεδιάσουν και να δουν τα πράγματα από την αποκαλούμενη κοινή ματιά. Και ακόμα κι αν κάποιοι τους χαρακτηρίσουν ως αλλοπρόσαλλους δηλώνουν πως «δεν υπάρχει τίποτα το παράξενο στο να δείχνεις περίεργος». Ο καθένας από αυτούς ασχολήθηκε με το συγκεκριμένο είδος και για έναν διαφορετικό (προσωπικό του) λόγο. Και ρίχνοντας φως στο κύριο ερώτημα του ντοκιμαντέρ, δεν θα έλεγαν ότι είναι μίζεροι. Αλλά ότι σίγουρα υπήρξαν στη ζωή τους προβλήματα και τραυματικά βιώματα τα οποία οι ίδιοι είχαν τον τρόπο να τα τουμπάρουν και να τα μετατρέψουν σε κάτι το χιουμοριστικό. «Δεν χρειάζεται να είσαι μίζερος, απλά να έχεις κάποιο πρόβλημα» αναφέρει χαριτολογώντας ένας από αυτούς, ενώ ο Μάθιου Πέρι υπογραμμίζει ότι «νιώθει πιο αστείος από ποτέ όταν βρίσκεται στο γραφείο κάποιου γιατρού» διότι ο φόβος είναι αυτό που βγάζει το χιούμορ από μέσα του. Και οι κωμικοί μπορεί να διαφέρουν σε κάποια πράγματα μεταξύ τους, αλλά αν βρεθούν στον ίδιο χώρο, σε ένα πάρτι για παράδειγμα, κατά έναν μαγικό τρόπο, θα καταλήξουν όλοι μαζί.

misery Tom Hanks

Οι απαιτήσεις του κοινού είναι πολλές και αν δεν τις ικανοποιήσουν την πάτησαν. Οι κωμικοί προσπαθούν να δώσουν τον καλύτερό τους εαυτό κοιτάζοντας τη ζωή μέσα από την προσωπική τους πάλη και όχι σαν κλόουν. Μοιράζονται τις αγωνίες τους, αποκαλύπτουν αλήθειες τις οποίες όλοι γνωρίζουν, δοκιμάζουν τα όριά τους. Προσπαθούν να μιλήσουν μια γλώσσα την οποία θα καταλάβουν όλοι. Κι όσο αποτρόπαιοι και απρόβλεπτοι κι αν φαίνονται σε κάποιους, άλλο τόσο ευαίσθητοι και ντροπαλοί είναι. Κι αν αποτύχουν; Θέλουν να ανοίξει η γη να τους καταπιεί. Νιώθουν αποτυχημένοι αν δεν κάνουν τους άλλους να γελάσουν. Γιατί υπάρχει κι αυτό το ενδεχόμενο. Τη μεγάλη σύνδεση με τους θεατές λένε πάντως ότι τη νιώθουν ωριμάζοντας. Κι αν έχουν ανταπόκριση τότε τα αστεία τους βγαίνουν αβίαστα. Κι έχουν μόνο λίγα λεπτά στη διάθεσή τους για να αποδείξουν την αξία τους. Σίγουρα θέλουν να τραβούν την προσοχή, το παραδέχονται. Γιατί από τη σκηνή ελέγχουν τα πάντα, χειρίζονται καταστάσεις, αποκτούν φωνή, νιώθουν ότι υπάρχουν. Ο κόσμος τούς δίνει αυτό που θέλουν. Γέλιο. Κι όσο απλό κι αν ακούγεται, όπως αναφέρει και η Λίζα Κούντροου από τα «Φιλαράκια», «όλοι μπορούν να γίνουν αστείοι, αλλά όχι όποτε θέλουν».

misery loves comedy