Από τον Μιχάλη Καφαντάρη //

Περασμένες 11 τη νύχτα και μια αυτοσχέδια πολιτεία από νάιλον, ξηλώνεται μεθοδικά μέσα σε βρισιές και τον ήχο της ηλεκτρογεννήτριας της μηχανής του ποπ-κορν. Το πανηγύρι στη μνήμη του πολιούχου Αγίου έξω από την εκκλησία σχολάει. Τι είπαμε ότι ήρθα να κάνω εδώ …;

Ο Η. σκεπάζει τον πάγκο με το εμπόρευμα που του έχει χρεώσει το αφεντικό του. Εδώ και πέντε χρόνια δουλεύει μικροπωλητής στα πανηγύρια. Τα λεφτά είναι ok για το νοίκι αλλά του βγαίνει η Παναγία. «Κάτσε, σε λίγο τελειώνω», μου λέει και συνεχίζει το συμμάζεμα αδιάφορα στα πεθαμένα Εξάρχεια του 2000.

Καθίσαμε στη Θεμιστοκλέους να πιούμε αυτό το επιχρωματισμενο υγρό, κατασκεύασμα της μαμάς Αττικής που λέγεται κακό κρασί.

– Άμα δεις ότι μπατάρω, να με πας μέχρι το σπίτι ε; Μια φορά που είχα πιει και ξεκίνησα για το σπίτι μόνος, αποκοιμήθηκα όρθιος στον τοίχο, εδώ πιο πάνω και μου βούτηξαν τις εισπράξεις …

-Ναι ρε συ Η. θα σε πάω, τι μου λες τώρα…

Ο Η… είχε αρχίσει να σουρώνει, πιο γρήγορα από άλλες φορές, λόγω κούρασης.

-Στην έχω πει την ιστορία για τη συμβολή μου στον ελληνικό πολιτισμό του ’80; Mη σου πω και του ’90 ….

– Τι εννοείς;

– Έψαχναν τότε ηθοποιούς, μόνο ερασιτέχνες όμως, το έλεγε ξεκάθαρα η αγγελία ένα καλοκαίρι. Παίρνω τηλέφωνο μετά από μια εβδομάδα, μου λένε «έλα, έχουμε ρόλο». Μαλάκα τύχη, λέω. Πήγα επιτόπου, μου δώσαν ένα κείμενο σε φωτοτυπίες. Το διάβασα, μαλακία μού φάνηκε, Παπανδρέου, Μητσοτάκης, επιθεώρηση, πολιτική σάτιρα, τέτοια… Μας φωνάζουν ύστερα πάλι από μια εβδομάδα να κάνουμε πρόβες αλλά κάτι δεν μου πήγαινε καλά. Είχαν, ας πούμε, βάλει έναν με μαλλιά μέχρι τον κώλο να κάνει τον Παπανδρέου, του είπαν να μιμηθεί τη φωνή, δεν έμοιαζε. Το πιο περίεργο ήταν που δεν φάνηκε να πολυνοιάζεται και ο σκηνοθέτης.

-Ποιος ήταν ο σκηνοθέτης;

Δεν θυμάμαι τώρα, ένας που κάνει εκπομπές στην τηλεόραση πάντως. Εμένα με βάλανε να κάνω τον Κύρκο, είπα το κείμενο, λίγο πιο «πουστέ» μου λέει ο άλλος, το έκανα κουτσά στραβά, ωραία μου λέει. Σάββατο έχουμε παράσταση.

Σάββατο παράσταση; Κοιταχτήκαμε με τους άλλους … Τόσο γρήγορα ρε παιδιά;

-Φέρτε και ένα κοστούμι μαζί σας να φορέσετε, σακάκι, γραβάτα …

-Εγώ δεν έχω, είπα.

-Δεν έχεις; Μα τίποτα… ούτε μια γραβάτα;

-Όχι …

-Ε, δεν μπορεί κάτι θα βρεις, έχει κανένας άλλος να δώσει και στο παιδί;

Άρχισα να ξενερώνω.

Μα τι παράσταση ήταν αυτή; Μηδέν κοστούμια, πρόβες του κώλου, άρχιζα να το σκέφτομαι να ρωτήσω και για τα λεφτά, πριν ντρεπόμουν να το κάνω, τουλάχιστον να τα σιγουρέψω…

Φτάνει η ώρα της παράστασης.

Μαλάκα είχε κόσμο. Δεν το περίμενα. Όλη η κερκίδα του αμφιθεάτρου, ξέρεις, εδώ στο Πεδίο του Άρεως, που γίνονται οι συναυλίες τώρα, γεμάτη. Και είχε και εισιτήριο, φαντάσου.

Ακούγεται μια φωνή από τα μεγάφωνα, υποδεχθείτε κυρίες και κύριοι τους πολιτικούς μας …

Ξεκινάμε, βγαίνουμε έξω, χειροκρότημα, σφυρίγματα, καύλα σου λέω. Αρχίζει να μιλάει ο μαλλιάς που έκανε τον Παπανδρέου, μια ησυχία, κάτι γέλια, μετά ήταν να μιλήσει αυτός που έκανε τον Μητσοτάκη, μετά ο Φλωράκης, μετά ο Κύρκος, εγώ δηλαδή.

-Και μετά τι έγινε;

thumbnail_kaf anoigma-Και μετά έσκασε το γιαούρτι. Τον δίπλα τον πήρε ξυστά ο κεσές … δεν πρόλαβα να γυρίσω να δω σκάει και σε μένα δίπλα μου άλλο ένα. «- Μα τι γίνεται ρε πούστη εδώ?», βλέπω κάτι τύπους να έχουν κατέβει από την κερκίδα και να πλησιάζουν με γιαούρτια, απέφυγα το ένα, αλλά το δεύτερο έσκασε στο παντελόνι μου, κάποιος από μας, άρχισε να βρίζεται με κάποιον από το κοινό, ενώ στο μεταξύ τα γιαούρτια έπεφταν σαν το χαλάζι. Τίποτα δεν μας είχαν πει για όλα αυτά.

-Μα είναι αλήθεια ρε Η; Μου φαίνεται απίστευτο.

– Κι όμως έγινε ρε φίλε, τέτοια ξεφτίλα και πιο πάνω δηλαδή… Α, μόλις θυμήθηκα και τον μαλάκα τον σκηνοθέτη που είχε την φοβερή ιδέα…

Μου τον είπε.

-Εννοείται έγινε χαμός. Μπήκαμε πάλι μέσα και αρχίσαμε να κατεβάζουμε Χριστούς και Παναγιές, ένας-δυο τσαμπουκαλεύτηκαν, είχε και κάτι γομάρια, μπράβοι και καλά τεχνικοί θεάτρου, παπάρια …

Διαδραστικό θέαμα, το έγραφε και το πρόγραμμα.

«Ο ΘΕΑΤΗΣ ΣΥΜΜΕΤΕΧΕΙ ΚΑΙ ΒΓΑΖΕΙ ΤΟ ΑΧΤΙ ΤΟΥ», αλλά στο ορκίζομαι δεν μας είχαν πει Χριστό, τα μουνόπανα.

Έρχεται ο υπεύθυνος αμέσως, αφού είχε πάρει εντολή και μας λέει:

-7 χιλιάρικα ο καθένας, τώρα, να βγει η παράσταση …

Εφτά χιλιάρικα δεν τα άφηνες έτσι. Εφτά χιλιάρικα, ήταν γαμώ τα λεφτά τότε. Φαντάσου τι αρπαχτή κάνανε αυτοί για να μας δίνουν εμάς τόσα.

Τα πήραμε και βγήκαμε πάλι. Τι ρεμάλια και εμείς ρε πούστη. Λέγαμε μαλακίες και μας πέταγαν γιαούρτια. Λες και ήταν πανηγύρι λούνα παρκ και ήμασταν τα παπάκια στη σκοποβολή… Αυτά.

Με κοίταξε που τον κοίταγα …

-Αν δεν με πιστεύεις, έχω κρατήσει τις φωτοτυπίες με το κείμενο …

-Μα καλά, πώς δεν τα παράτησες τότε ρε φίλε; Εγώ μετά από αυτό θα άκουγα θέατρο και θα ξέρναγα…

– Ξέχνα την ξεφτίλα που σου είπα. Και εγώ την ξέχασα, θυμάμαι μετά πήγα και πλακώθηκα στις βότκες καλοκαιριάτικα και έκλαιγα μόνος μου με τα γιαούρτια ακόμα στο παντελόνι. Αλλά είχα βγει και στη σκηνή και είδα πώς είναι να σε κοιτάει ο κόσμος και μου άρεσε. Τι άλλο θες να σου πω; Όχι απλά μου άρεσε, ξετρελάθηκα… Άσε, δεν βγάζεις άκρη με μένα, ψωνάρα μικρέ, πολύ ψωνάρα … Γι’ αυτό και ξαναπήγα και την άλλη μέρα. Και ξανά το άλλο Σάββατο, και ξανά …

-Κάτσε να πεταχτώ μια στιγμή για κατούρημα και ξανάρχομαι να μου πεις…

Γυρίζοντας από το WC του μαγαζιού πέτυχα το γκαρσόνι στο διάδρομο, την ώρα που άλλαζε cd στο στερεοφωνικό και του ζήτησα να φέρει λίγο κρασί ακόμα. Βγήκα έξω να ακούσω τη συνέχεια… βρήκα τον Η… να έχει αποκοιμηθεί πάνω στην καρέκλα.

-Σε πήρε ο ύπνος αρχηγέ, έλα να σε πάω σπίτι σου …

Ο Η. άνοιξε τα μάτια του κοίταξε τριγύρω για λίγο και μηχανικά έκανε να γεμίσει τα ποτήρια.

-Τι έγινε; Μείναμε από καύσιμα, πες να φέρουν ένα ακόμα… Να σου πω, σε περίπτωση που αποκοιμηθώ μη μ’ αφήσεις εδώ, να με πας σπίτι μου. Θα με πας ρε φίλε;