Από τον Μιχάλη Καφαντάρη //

Εποχή: Χειμώνας, τέλη δεκαετίας ’90

Συνάντησα για πρώτη φορά “το μαγαζί” ξημερώματα Σαββάτου κάτω από την Αχαρνών και ενώ περπατούσα μεθυσμένος για το σπίτι.

Για να κόψω δρόμο έστριψα στην τύχη από ένα δρομάκι ξεχασμένο από το χίλια-εννιακόσια-γάμησέ τα, με ακατοίκητα σπίτια.

Το μαγαζί, κάποτε σπίτι και αυτό, δεν είχε ταμπέλα ούτε φώτα απ’ έξω ενώ το όνομά του κυκλοφορούσε σχεδόν συνθηματικά μεταξύ των θαμώνων, από στόμα σε στόμα. Δεν είχε ούτε στάνταρ μέρες λειτουργιάς. Άνοιγε απροειδοποίητα, νυχτερινό σαρκοβόρο φυτό για περαστικές “σκνίπες” σαν και εμένα και ύστερα κρυβόταν πάλι.

Μια μεσόκοπη κυρία με κότσο και ριχτή ζακέτα καθόταν δίπλα στην εξώπορτα και έπλεκε με τις ώρες. Πιο μέσα, στο μακρόστενο δωμάτιο που κάποτε πρέπει να ήταν το σαλόνι, μερικά τραπέζια σε απόσταση αναπνοής γύρω από ένα “πάλκο” για λαϊκή ορχήστρα φτιαγμένο από παλέτες εργοστάσιου.

Το ενάμισι περίπου μετρό που χώριζε το πάλκο από τα τραπέζια ήταν όλη και όλη η πίστα.

Οι θαμώνες “παλιοί άνθρωποι”.

Μουστάκια, μαλλιά οξυζενέ με τσιμπιδάκια, κραγιόν απλωμένο πάνω σε ρυτίδες, γκρι σακάκια με πουλόβερ, πράσινες γραμμές τραβηγμένες με μολύβι αντί για φρύδια, κάπνα, γυμνές λάμπες μπαγιονέτ για φωτισμό, λήθη και γαλάζιο υδρόχρωμα στους τοίχους.

καφ.

Ένα ρημάδι που τολμούσε να παραμένει ανοιχτό στην καρδιά ενός μοντέρνου κόσμου που κοιμόταν φιλήσυχα Σάββατο ξημέρωμα.

Ακούμπησα σε έναν ξύλινο πάγκο αντί για μπαρ. Μετά από λίγο πρόβαλε από πίσω, ας πούμε “ο μετρ” του μαγαζιού, ένας τετράγωνος τύπος με μόνιμη ζοχάδα στο κούτελο και ρώτησε τι θα πιω. Από τις τσέπες έβγαλα κάτι λιγότερο από 500 δραχμές.

– Τι παίρνω μ’ αυτά ?

– Πόσα έχεις εκεί, για φέρε αδώ?

Τα πήρε αδιάφορα χωρίς να τα μετρήσει και άφησε ένα μισογεμάτο μπουκάλι τζιν διπλά μου με ένα ποτήρι.

– Αυτό πόσο χρεώνεται, δεν έχω άλλα … είπα μάλλον καχύποπτα.

– Αφού είσαι ήδη έτοιμος να πέσεις κάτω ρε μεγάλε, ποσό θα πιεις ακόμα? Άμα αντέχεις πιες το όλο, τι να σου πω.

Ο τύπος είχε δίκιο. Η κίνησή του με το μπουκάλι ήταν φιλική και του την είχα σπάσει

Στο μεταξύ κάτι παράξενο είχε αρχίσει να συμβαίνει στην ορχήστρα.

Οι μουσικοί εξαφανίζονταν ένας-ένας από το πάλκο μέχρι που στο τέλος έμεινε να παίζει μόνος του ο ακορντεονίστας, αλλά οι θαμώνες δεν έδειχναν να νοιάζονται και πολύ.

Συμφώνα με την ορολογία του μαγαζιού οι μουσικοί πήγαιναν να “κουρδίσουν τα όργανα” σε ένα καμαράκι από πίσω.

Σε όλο το μαγαζί απλώθηκε μια μυρωδιά σαν καμένη ρίγανη που έβγαινε από εκεί μέσα μαζί με χάχανα.

Όταν τελικά έφυγε και ο ακορντεονιστας για να “κουρδίσει” το ακορντεόν του και το πάλκο άδειασε εντελώς, ανεβαίνει από το πουθενά ένας με άσπρα μαλλιά, κομμάτια και στέκεται μπροστά στο μικρόφωνο.

– Κύριες και κύριοι, θα ήθελα να σας πω ένα ποίημα που έγραψα 16 χρονών όταν ο Εμφύλιος σπάραζε τον τόπο. Το ποίημα ονομάζεται “ΚΑΙΣΑΡΙΑΝΗ”.

Το μαγαζί πάγωσε για πέντε-έξι δευτερόλεπτα απότομα. Ένας από τους θαμώνες γύρισε στον μετρ και του έκανε νόημα με τα χεριά σε στυλ: “Αυτόν τον ξέρεις?”

Ο μετρ τού απάντησε με ανεβασμένους ώμους και έναν μορφασμό σε στυλ “Ούτε ξέρω ποιος είναι …”

Δεν χρειάστηκε τίποτε άλλο.

Επιτόπου φύγαν κάτι ψωμιέρες προς τον ασπρομάλλη μεθυσμένο, κάτι παγάκια, κάτι ουστ, γέλια, σφυρίγματα .

Ξαναζωντάνεψε το μέρος.

Οι μουσικοί άφαντοι. Ακόμα “κούρδιζαν”.

Στο πάλκο τώρα καθόταν ολομόναχη η μεσόκοπη κυρία με τον κότσο και τη ριχτή ζακέτα που έπλεκε πριν διπλά στην πόρτα.

Το μαγαζί σώπασε και εκείνη τραγούδησε χωρίς μικρόφωνο, με μια ψιλή αρχέτυπη φωνή, τραγούδια που σου κατέβαζαν επί τόπου στο κεφάλι κάτι μονόφθαλμες σκιές ανθρώπων με ρούχα του περασμένου αιώνα και μαχαίρια, σαράγια σκιές, παζάρια σκιές, βιολιά σκιές, κυτταρικές μνήμες σκιές που προβάλλονταν σε ένα σεντόνι ωχρά, αλλά χωρίς τη μιζέρια του θεάτρου σκιών.

Θα ’χε περάσει καμία ώρα από τότε που πάτησα στο μαγαζί.

Οι μουσικοί πήραν ξανά τις θέσεις τους και, όπως πέρναγαν από τον πάγκο, ο μετρ τούς έδωσε παραγγελιά να του παίξουν το “Πριν το χάραμα” του Παπαϊωάννου.

Ο πρώτος μπουζουξής τού έκλεισε το μάτι, ο δεύτερος τού είπε κάτι για ουίσκι.

Άρχισαν οι παραγγελίες, τα τραγούδια πέρναγαν, πήγαινε να χαράξει και το “πριν το χάραμα” ακόμα να έρθει από τα μεγάφωνα.

-Πριν το χάραμα, φώναζε ο μετρ, “ναι ” έκαναν νόημα διαβεβαίωσης οι μπουζουξήδες και μετά έπαιζαν κάτι άλλο.

άνοιγμα.

Ξαφνικά τα όργανα χαμήλωσαν απότομα. Βουβαμάρα στα μεγάφωνα. Ο ήχος χάθηκε μέσα στις φωνές. Απόρησαν οι μπουζουξήδες.

Ο μετρ είχε κατεβάσει τη μικροφωνική από τον Γενικό.

Πήγε προς το πάλκο και άρχισε να χορεύει επιδεικτικά το “Πριν το Χάραμα” μπροστά στους μουσικούς. Είχε βάλει τη μουσική από cd …

Τι παίζεται εδώ μέσα ρε πούστη. Ποιος μου κάνει πλάκα?

Έτυχε να ξαναπεράσω ύστερα από πολύ καιρό ξεμέθυστος.

Το μαγαζί είχε γίνει γνωστό και παραέξω και πλέον λειτουργούσε με φωτεινή ταμπέλα στην είσοδο, κανονικό μπαρ και πάλκο με μοκέτα και λαμπάκια. Οι θαμώνες, ηθοποιοί γνωστοί από την τηλεόραση, εναλλακτικοί εκδότες και αρραβωνιασμένα ζευγάρια ντυμένα από το ZARA, να χορεύουν τσιφτετέλι με τα σόγια τους.

Όλοι κοινωνοί της επανεκδιδομένης Ρεμπετολογίας.

Θαμώνες “του Μάρκου”.

Ίσως ο Θεός του Ρεμπέτικου να βάραγε παλαμάκια στον Αρχάγγελο του θανάτου που χόρευε μέσα στους ασφόδελους του Άδη και μέσα στη μαστούρα του να μην πήρε χαμπάρι την ώρα που ο γνωστός “μετρ” του μαγαζιού στάθηκε στο διπλανό μου τραπέζι εκείνη τη νύχτα για να πάρει παραγγελία. Ο πελάτης από κάτω τον ρώτησε ευγενικά:

-Μήπως θα γινόταν στα φρούτα να μη βάλετε κίουι?

– Κίουι, τι κίουι? Του είπε ο μετρ με το γνώριμο ζοχαδιασμένο ύφος.

– Ε, κίουι … του είπε πάλι ο πελάτης και έψαξε να βρει στα άλλα τραπέζια μια πιατέλα με φρούτα να του δείξει τα ακτινίδια.

Ο μετρ σήκωσε το κεφάλι του και κοίταξε την πιατέλα ερευνητικά …

Μισό χρόνο μετά το μαγαζί έκλεισε ξαφνικά και για πάντα.