από τον Μιχάλη Καφαντάρη //

Nίκη Ξυλούρη, κόρη του Ψαραντώνη και  ανιψιά του Νίκου Ξυλούρη, μετράει ήδη στο ενεργητικό της μια αρκετά γεμάτη προσωπική πορεία στον μουσικό χώρο. Πρόσφατα συμμετείχε  στο Ηρώδειο στη θεατρική παράσταση «Η θυσία του Αβραάμ», έργο της κρητικής Αναγέννησης που αποδίδεται στον Βιτσέντζο Κορνάρο, ενώ με συχνές εμφανίσεις σε ολόκληρη την Ελλάδα και στο εξωτερικό, κρατάει σταθερά μια θέση ανάμεσα στη γενιά εκείνη των νέων μουσικών που επισημαίνουν δυναμικά  και συνεχώς πως η μουσική παράδοση της Κρήτης είναι πολύ πιο βαθιά και σίγουρα κάτι πολύ περισσότερο από την τουριστική και «φολκλόρ» εικόνα που μας επιβλήθηκε ποικιλοτρόπως σε παλαιότερες δεκαετίες. Με καταγωγή από τα Ανώγεια η Νίκη Ξυλούρη κρατάει στη δουλειά της ένα ένστικτο που συναντάς συνήθως στα «ορεινά», αυτό που απαγορεύει την ανούσια σπατάλη ενέργειας. Το ίδιο ισχύει και στη συζήτησή μας. Οι απαντήσεις της έχουν όσες λέξεις χρειάζονται για να αποδώσουν ξεκάθαρα το νόημα χωρίς περιττό στόλισμα:

-Νίκη, ποια ερώτηση πιστεύεις ότι σου έχουν κάνει τόσες πολλές φορές ώστε να μην χρειάζεται να απαντήσεις ξανά;

Το αν «αισθάνομαι πως το όνομα Ξυλούρη είναι βαρύ». Αισθάνομαι ότι είναι τύχη. Και επίσης κάτι που κατάλαβα μεγαλώνοντας, πως δεν είναι συνηθισμένο να βρίσκεσαι μέσα σε μια τέτοια μουσική οικογένεια.

-Ανέφερε κάποια στοιχεία για την ιδιότητά σου ως μουσικός αλλά και για τη δουλειά σου που νιώθεις την ανάγκη να επισημαίνεις πάντα.

Αν δεν αισθάνομαι όταν παίζω και τραγουδάω είναι σαν να μην κάνω τίποτα. Ακούγεται ίσως κοινότοπο αλλά είναι μια αλήθεια που πρέπει να επισημάνω. Εκτός από το όποιο συναίσθημα ο ήχος πρέπει να είναι καθαρός. Δεν το εννοώ από την πλευρά του «εύηχου» καθώς αυτό είναι κάτι πολύ προσωπικό για τον καθένα. Για παράδειγμα το κρουστό θέλω να έχει μια μπάσα γήινη απόχρωση, αυτό εννοώ ας πούμε «καθαρός» ήχος. Γενικότερα για τη μουσική αλλά και για τις άλλες τέχνες θα έλεγα πως  ακόμα και αν εκφράζουν θλίψη αυτή πρέπει να έχει ανάταση, να μην σε κρατάει «κάτω». Ιδιαίτερα η μουσική πρέπει να έχει έξοδο στο τέλος ενός κομματιού, να έχει φως. Επίσης δεν μου αρέσει η ωραιοποίηση και η φλυαρία. Γενικότερα στη ζωή μου. Η σιωπή μέσα στη μουσική έχει μεγάλη σημασία, καμιά φορά μεγαλύτερη και από  την ίδια την μελωδία.

-Η κατάσταση όπως εξελίσσεται στην Ελλάδα σε τι έχει επηρεάσει (θετικά η αρνητικά) τον χώρο σου;

Όπως είναι φυσικό η κατάσταση έχει επηρεάσει κατά πολύ το θέμα των εμφανίσεων. Αυτό το ξέρουμε όλοι. Σε μια οικονομική κρίση κοιτάς πρώτα τα αναγκαία. Και εγώ το ίδιο. Στην αρχή αυτής της ιστορίας  πάντως ένιωσα να γίνεται μια στροφή στο κοινό. Η οικονομική κρίση ξεσκέπασε πρώτα απ’ όλα μια πολιτισμική κρίση. Το σόπινγκ θέραπι ξεφούσκωσε, μείναμε μόνοι με τον εαυτό μας, μεγάλη μερίδα κοινού έδειξε να στρέφεται σε κάτι πιο σύνθετο από «τραγούδια που μασάνε τσίχλα» οι στίχοι τους. Το κοινό έψαξε κάτι που να ανταποκρίνεται με κάποιον τρόπο σ’ αυτή την αλλαγή που ένιωθε να βιώνει εντός του. Πάντως αυτή η στροφή δεν κράτησε πολύ, τουλάχιστον αυτό παρατηρώ. Υπάρχει ξανά μια τάση προς το επιφανειακό που αυξάνεται. Μάλλον παίζει  ρόλο ένα είδος κατάθλιψης που μας έχει σκεπάσει μαζικά που αυξάνεται και μας οδηγεί από άμυνα στο να προσπαθήσουμε να επιπλεύσουμε.

-Πιστεύεις ότι αυτό έχει να κάνει με τη φύση του Έλληνα;

Αυτό έχει να κάνει με την ανθρώπινη φύση γενικότερα.

-Πρακτικά δηλαδή τι σημαίνει να είσαι σήμερα μουσικός στην Ελλάδα;

Μπορώ να μιλήσω βάσει της δικιάς μου εμπειρίας. Αυτό που κάνω καταρχήν είναι μια δουλειά που σε αναγκάζει να προγραμματίσεις τη ζωή σου για συγκεκριμένο διάστημα. Σε καθημερινή βάση ψάχνεις. Ψάχνεις την πρόβα, τη μουσική σου. Αυτό φυσικά μ’ αρέσει, με γεμίζει από την πλευρά του δημιουργικού κομματιού. Από την άλλη ζω σε μια χώρα που τα δισκογραφικά μεταβάλλονται συνεχώς, τα δικαιώματα (ΑΕΠΙ) των δημιουργών παραμένουν ακόμα σε μια εκκρεμότητα ως θέμα ενώ υπάρχουν και τα πρακτικά εκτός μουσικής. Για παράδειγμα έχω ένα μπλοκάκι που κόβω τιμολόγιο για τις εμφανίσεις μου, τα ένσημά μου όμως δεν επαρκούν για το ΙΚΑ. Έτσι για την πολιτεία θεωρούμε ανασφάλιστη οπότε ως μάνα δεν δικαιούμαι να αφήσω τα παιδιά μου σε κάποιον δημοτικό παιδικό σταθμό. Με άλλα λόγια οι περισσότεροι από εμάς είμαστε κατά κάποιον τρόπο ξεκρέμαστοι και απλά επιβιώνουμε από τη μουσική. Ίσως βέβαια φταίμε και εμείς που δεν φροντίσαμε μέχρι σήμερα ως κλάδος για κάποια πιο ουσιαστική κάλυψη .

• Η Νίκη Ξυλούρη θα εμφανιστεί στις 26, 27, 28 και 29 Οκτωβρίου, στο Half Note, στην Αθήνα ενώ προετοιμάζεται με τους συνεργάτες της για μουσικές παραστάσεις σε όλη την Ελλάδα

-Τι είδους μουσικής ακούς όταν δεν παίζεις;

Ακούω και κρητικά όπως και κλασική μουσική αλλά μου αρέσουν πολύ τα πειραματικά.  Μουσικοί ας πούμε που παίζουν με ένα λουπ, μου αρέσουν τα σόλο κρουστά, ο Νικ Κέιβ και γενικά οι «νταρκοκαταστάσεις». Από παλιότερα οι Πινκ Φλόιντ.

-Πιστεύεις ότι η μουσική που παίζεις θα μπορούσε να ξεπεράσει τα σύνορα της χώρας; Έχει συμβεί κάτι τέτοιο; Έχεις κάνει κάποια προσπάθεια;

Καταρχήν πιστεύω ότι οποιαδήποτε μουσική μπορεί να ξεπεράσει τα γεωγραφικά της σύνορα. Η μουσική είναι κυρίως θέμα αίσθησης και μετά βιώματος. Μέσα στη λέξη «βίωμα» εκτός από το προφανές υπάρχει και το κατά πόσο το άμεσο περιβάλλον σου σε έμαθε να την εξερευνάς. Επίσης όταν οποιαδήποτε τέχνη κουβαλάει προσωπικό κόπο, ψυχή, αγάπη, θα το αισθανθεί ο καθένας ανεξάρτητα από την εθνικότητά του. Τουλάχιστον αυτό λέει η εμπειρία μου από τη συμμετοχή μου σε διεθνή φεστιβάλ. Το κοινό βρίσκεται εκεί με διάθεση να εξερευνήσει μια διαφορετική μουσική και να επικοινωνήσει μαζί σου σε μια κοινή γλώσσα πέρα από εθνικότητα και προσωπικά βιώματα. Οι ανταπόκριση και η ατμόσφαιρα που έχω βιώσει σε τέτοιες περιπτώσεις είναι πάντα μαγική. Όλα αυτά τα χρόνια έχω γνωρίσει από κοντά εξαιρετικούς μουσικούς. Δεν αποκλείεται στο μέλλον να δοκιμάσω τις δυνάμεις μου και εκτός Ελλάδας.

-Ως «μη κρητικός» θα έλεγα πως υπάρχουν πλευρές της κρητικής παραδοσιακής μουσικής που μου φαίνονται δύσκολες στο άκουσμα ή τουλάχιστον πως χρειάζομαι κάποιου είδους «μύηση» για να μπορέσω ίσως να τις ακολουθήσω. Καθώς η  δουλειά σου αντλεί πολλά από την κρητική παράδοση πώς θα περιέγραφες τη μουσική του τόπου σου;   

Η Κρήτη είναι τεράστιο σε έκταση νησί, το ίδιο και η ποικιλία της μουσικής της παράδοσης. Η «δυσκολία» στο άκουσμα ή κάποια ανάγκη μύησης που λες, παρατηρείται και μεταξύ των κρητικών. Για παράδειγμα τα τραγούδια που συναντάς στην ορεινή Κρήτη δεν είναι εύκολα στο άκουσμα για κάποιον κάτοικο από πεδινές περιοχές όπως η Σητεία άλλα και το αντίθετο. Η κρητική μουσική έχει τόσα «δωμάτια» που ακόμα και οι γηγενείς ακροατές δεν γνωρίζουν ή τουλάχιστον τελευταία αρχίζουν να μαθαίνουν. Είναι κάτι που συναντάς να ακούγεται στην καθημερινότητα πολυδιάστατα και ταυτόχρονα, από το «σκυλάδικο» κρητικό και το «μέινστριμ» μέχρι το άκρως παραδοσιακό, γι’ αυτό και όχι μονάχα παραμένει ζωντανή η κρητική μουσική άλλα συνεχίζει να εξελίσσεται και τώρα που μιλάμε. Με βάση το παλιό γίνονται πολλές καινούργιες προσπάθειες και αρκετές πολύ προχωρημένες δουλειές. Τι θα μείνει απ’ όλα αυτά; Θα δείξει ο χρόνος.