Του Γιάννη Παναγόπουλου//

Είμαστε στην ταράτσα του κλαμπ Decadence στην γωνία των δρόμων Πουλχερίας και Βουλγαροκτόνου. Είναι νωρίς απόγευμα Κυριακής. Ο ήλιος κάνει κουμάντο στον ουρανό. Σχεδόν καίει τα πρόσωπά μας.  Με τον Νίκο Λακόπουλο, τον άνθρωπο που τρέχει το κλαμπ Decadence, γνωριζόμαστε χρόνια.  Το κλαμπ που ο Νίκος μαζί με φίλους άνοιξε αρχές του 1990 και το 2009 έκλεισε. Στο  Decadence κάποτε πάρταραν οι Deus. Εκεί ξόδεψε κάποια από τα Αθηναϊκά του βράδια ο Nick Cave. Εκεί έπινε Μαρτίνι ο Λέοναρντ Κοέν. Από εκεί πέρασε ο Μίκης Θεοδωράκης. Αυτό το κείμενο δεν είναι μια δοξολογία στα καλύτερά μας χρόνια. Βαρετό θα ήταν να πάει έτσι.

-Τι θυμάσαι από την τελευταία βραδιά του club Decadence;

-Πως δεν υπήρξε ποτέ. Έξωση μάς έκαναν τον Φεβρουάριο του 2009. Ήταν η περίοδος που το μαγαζί είχε 3.300 ευρώ ενοίκιο και είχαμε γερά προβλήματα με δικαστήρια που είχαμε με άλλους συνέταιρους του χώρου. Παράλληλα είχα φτιάξει και ένα άλλο μαγαζί, τo Nouvelle Decadence. Ήταν η εποχή που η πτώση στις εισπράξεις είχαν πτώση της τάξης του 80%.

Το βιβλίο επισκεπτών του Decadence

-Πού ήταν το Nοuvelle Decadence;

Στην Εμμανουήλ  Μπενάκη. Ήταν ένα πείραμα που πήγα να κάνω. Δεν θεωρώ πως, τελικά, το έκανα.

-Ας επιστρέψουμε πίσω, στο χώρο που είμαστε τώρα, που όλοι γνωρίζουν…

-Το Decadence άνοιξε πρώτη φορά το 1978. Ήταν η πρώτη παμπ της Αθήνας. Πρώτη φορά πρέπει να το άνοιξε ο ζωγράφος Γιάννης Φιλίππου. Και απ’ όσο θυμάμαι μετά το πήρε η Μαρία Κανελλοπούλου που είναι βουλευτής του Σύριζα τώρα. Ο χρόνος περνούσε και οι «ιδιοκτήτες» του χώρου άλλαζαν. Πέρασε και ο σκηνοθέτης Εύρης Παπανικόλας. Με τον χώρο έμπλεξαν διάφοροι άνθρωποι. Εμείς προσγειωθήκαμε το 1990. Ήμασταν μια ομάδα ανθρώπων που τότε δούλευαν στον ραδιοφωνικό σταθμό Κανάλι 15

O N. U. Unruh των Einstürzende Neubauten θέλησε να γράψει μια μικρή ιστορία για την Αθήνα στο βιβλίο του Decadence

-Μου άρεσε που το Decadence δεν ήταν μόνο μπαρ. Μέσα είχες φτιάξει κομμωτήριο και άλλα…

-Είχα αυτή την παράνοια. Ήθελα να φτιάξω bar – theatre, γκαλερί, μια λιλιπούτεια πόλη. Παράνοια το λέω αυτό τώρα. Μετά από διαφόρους πειραματισμούς διαπίστωσα πως ο χώρος θα μπορούσε να λειτουργεί ή ως μπαρ ή ως θέατρο. Αλλά τότε ήταν λίγο επαναστατικό να τα κάνεις όλα αυτά. Η δεκαετία του 1990 είχε μόλις μπει. Θέλαμε να κάνουμε το διαφορετικό στην Αθήνα. Οργανώσαμε, αν θυμάμαι καλά, 4 θεατρικές βραδιές. Σ’ εκείνη για τον ποιητή Στέλιο Λύτρα έπαιζε μουσική ο κιθαρίστας Δημήτρης Ζαφειρέλης με την μπάντα του. Δεν ήταν βραδιές που διαβάζαμε μόνο. Νοικιάζαμε δέκα προβολείς για να κάνουμε μια και μόνο βραδιά ποίησης 40 λεπτών. Ο μακαρίτης Στέλιος Λύτρας χρησιμοποιούσε εκείνη την άγνωστη τότε λέξη «περφόρμανς» δοκιμάζοντας να περιγράψει πιο πειστικά εκείνες τις πράξεις.

-Είπες πως κάνατε τέσσερις βραδιές. Οι άλλες ποιες ήταν;  

– Κική Δημουλά, Μίλτος Σαχτούρης, Κώστας Στεργιόπουλος. Τα ποιήματα διάβαζε η Εύα Κοταμανίδου. Εννοείται, το κοινό του Decadence δεν γούσταρε τέτοια πράγματα στον χώρο του. Έλεγε στους συντελεστές των ποιητικών βραδιών όταν έκαναν πρόβες πως έπρεπε να τα μαζέψουν και να φύγουν. Κάποια στιγμή η Εύα Κοταμανίδου και η Δημουλά με έπιασαν και μου είπαν: «Γιατί να κάνουμε όλα αυτά τα πράγματα εδώ; Ο χώρος δεν κολλάει με την ιδέα μας.» Τους απάντησα πως το παράπονό τους ήταν ο λόγος που έπρεπε να συνεχίσουν. Θέλαμε να πάρουμε τις βραδιές ποίησης από τις τσαγερί που γίνονταν τότε και να τις φέρουμε σ’ ένα ροκ μπαρ. Όλα αυτά έγιναν την περίοδο 1990 – 1991. Την ίδια περίοδο ανάμεσα στους συνέταιρους γινόταν της πουτάνας. Κάποιοι δεν έβρισκαν νόημα σε αυτά που κάναμε. Όμως ο χρόνος έχει τις δικές του αντιφάσεις. «Αναγνωρίσαμε» την Κική Δημουλά τριάντα χρόνια πριν την Ακαδημία Αθηνών. Δεν ξέρω αν έχουν βιντεοσκοπηθεί εκείνες οι βραδιές.  Ο χώρος γέμιζε ασφυκτικά. Μέχρι και τον εξαερισμό κλείναμε για να μην ενοχληθεί η αφήγηση.  Ήταν κουλτουριάρικο το κοινό του Decadence.

Όταν οι Tindersticks πέρασαν από το μαγαζί άφησαν το δικό τους σημείωμα

-Εσύ πώς αισθανόσουν εκείνη την περίοδο;

-Σαν σκηνοθέτης.

– Την πρώτη φορά που μπήκα στον χώρο ακούγονταν Dinosaur JR και Teenage Funclub.

-Nα σου πω. Πριν από εμάς, οι προηγούμενοι, έκαναν πρόγραμμα με κασέτες. Τότε ο D.J. ήταν πολυτέλεια. Είχα μεγάλη δυσκολία να πείσω του άλλους συνέταιρους πως έπρεπε να βάλουμε D.J. Έλεγαν πως δεν χρειάζεται. Έλεγαν «Τι να τον κάνεις τoν D.J;». Θεωρούσα πως εκείνος θα ήταν το κεντρικό πρόσωπο του χώρου. Την πρώτη περίοδο ξέρεις ποιος ήταν ο βασικός μας D.J.;

-Για πες;

-Ο Πάνος Χαρίτος.

-Ο δημοσιογράφος;

-Ναι. Έπαιζε σόουλ – φανκ και τέτοια με βινύλια.  Την πρώτη φορά που τον ακούσαμε πάθαμε πλάκα.Έκανε ένα καταπληκτικό πρόγραμμα.  Μόνο που υπήρχε ένα πρόβλημα. Κάθε βράδυ έπαιζε τα ίδια τραγούδια, με την ίδια σειρά. Κάποια στιγμή τον κόψαμε. Είχαμε μάθει το πρόγραμμά του απ’ έξω. Μετά από αυτό έκανα, όχι άπλα D.J., αλλά υπεύθυνο του μουσικού προγράμματος στον χώρο, έναν, τότε, δεκαοχτάχρονο. Τον Θωμά Μαχαίρα. Η μουσική τον ενθουσίαζε. Το όλο πράγμα τού πήγαινε πολύ. Ήμασταν ένα post – punk μαγαζί. Εμείς χωρίσαμε τη μουσική από τη βαρβαρότητα, τελεία και παύλα. Ερχόταν ο Χρήστος Δασκαλόπουλος εδώ και έκανε αφιερώματα στη σκανδιναβική σκηνή ή εκείνη της Ωκεανίας και γινόταν χαμός.

Στη σελίδα 112 οι Inspiral Carpets σχεδίασαν κάτι…

-Πες μου για βραδιές που σου έμειναν αξέχαστες στο Decadence.  

Τι να πρωτοθυμηθώ και τι να ξεχάσω. Το πάρτυ με τους Deus εδώ ήταν εκπληκτικό από καταβολής Ρώμης. Θέλουμε να κυκλοφορήσουμε ένα λεύκωμα που θα έχει υλικό από βραδιές του κλαμπ. Οι άνθρωποι μπαινόβγαιναν εδώ και εμείς κάθε ιδέα που μας καθόταν την κάναμε πραγματικότητα. Μέσα στο σπίτι που λειτούργει το μαγαζί είχαμε βρει ένα πεταλωτήριο. Βγήκαμε και είπαμε στον κόσμο πως εδώ είναι το μόνο μπαρ στην Αθήνα που μπορείς να επισκεφθείς με το άλογό σου. Το Decadence πριν γίνει μπαρ ήταν το σπίτι του Ζωιτάκη του αντιβασιλέα. Το είχε πάρει προίκα. Ναι, έπαιρναν προίκες οι αξιωματικοί κάποτε.

-Ο Ζωιτάκης της χούντας;

-Ναι αυτός.

-Θέλω να επιστρέψουμε στις στιγμές που πέρασες εσύ εδώ.

-Κάποια στιγμή ο κάτω χώρος του κλαμπ πήρε φωτιά.  Μάλλον όλα ξεκίνησαν από τη στιγμή που λαμπάδιασε ένας καναπές. Κατέβηκα να δω τι συνέβαινε στο μαγαζί. Ανοίγοντας ένα παράθυρο είδα μπροστά στο πρόσωπό μου, έτοιμο να μου κόψει το κεφάλι ένα τσεκούρι πυροσβέστη. Είχε πάρει λίγο πιο πάνω φωτιά ένα αμάξι και η πυροσβεστική περνώντας μπροστά από το μαγαζί είπε να προσφέρει τις υπηρεσίες της. Καλά έκανε. Έσβησε τη φωτιά.  Ήμασταν γεμάτοι κόσμο. Ο Γκάι Στεφάνου που ήταν υπεύθυνος  είχε φροντίσει να βγάλει τους πάντες με ασφάλεια έξω. Όταν το όλο πράγμα τέλειωσε και η πυροσβεστική έφυγε άνοιξα τα παράθυρα. Έβαλα στο πικ–απ Σοφία Βέμπο. Ήταν ένα τραγούδι που έλεγε «Συγνώμη σου ζητώ, συγχώρεσε με». Τέντωσα την ένταση του ενισχυτή. Βγήκα στη βεράντα λέγοντας στον κόσμο «Ελάτε μέσα!». Το πάρτυ έπρεπε να συνεχιστεί.

Το πέρασμα των Violent Femmes από το κλαμπ

-Θέλεις να επιστρέψουμε στους ανθρώπους που πέρασαν από τον χώρο;

-Θυμάμαι το βράδυ που είχαν έρθει οι Tindersticks, οι Spain και η μπάντα του Iggy Pop. Δεν τους είχαμε καλέσει. Είχαν live στην Αθήνα και πέρασαν από το μαγαζί για ποτά και μουσική. Αυτά ήταν πράγματα που ποτέ δεν σπρώξαμε για διαφήμιση. Αν το σκεφτόμασταν έτσι θα είχαμε κάνει την επίσκεψη του Μίκη Θεοδωράκη εδώ πρωτοσέλιδη είδηση.