από τη Σώτια Παπαμιχαήλ //

Ζούμε τις πρώτες μέρες ενός καινούριου χρόνου που θέλουμε πολύ να είναι καλύτερος από αυτόν που αφήσαμε πίσω μας. Να είναι πιο χαρούμενος, πιο φωτεινός, γεμάτος χρώματα κι εκπλήξεις, γεμάτος ευκαιρίες να αλλάξουμε κι εμείς και τα πράγματα. Κάπως έτσι αποφάσισα αυτή την εβδομάδα να διαβάσω Το τραγούδι της σελήνης της Nina George, εκδόσεις Κλειδάριθμος. Ήθελα το πρώτο βιβλίο της χρονιάς να γίνει η χάρτινη βαρκούλα που θα με ταξιδέψει σε έναν κόσμο φτιαγμένο από ζάχαρη, όπως το προγούμενο βιβλίο της, το Παριζιάνικο Βιβλιοπωλείο. Δεν ηξερα όμως τι με περίμενε ή μάλλον ποια με περίμενε στις σελίδες του.

Μαριάνε Λανς. Ετών εξήντα, με ένα γάμο σαράντα χρόνων στην πλάτη και μια ζωή κομμένη και ραμμένη στα μέτρα του άντρα της, του Λόταρ, στέκεται στην άκρη της γέφυρας Πον Νεφ. Έχει βγάλει παλτό, παπούτσια, βέρα. Τα έχει τοποθετήσει προσεκτικά σε ένα παγκάκι κι ετοιμάζεται να πηδήξει στα νερά του Σηκουάνα. «Τέρμα! Ως εδώ ήταν! Ως εδώ με τη ζωή μου!» Έδωσε μια και βούτηξε στο ποτάμι. Μα δεν ήταν γραφτό να δώσει τέλος στη ζωή της με αυτόν τον τρόπο. Ένας άγνωστος τη σώζει. Ένα ασθενοφόρο την πηγαίνει στο πιο κοντινό νοσοκομείο. Ο γιατρός την κοιτάζει στα μάτια και της λέει. «Η αυτοκτονία δεν είναι ασθένεια. Βρίσκεται στο τέλος μιας νοσηρής εξέλιξης. Είναι πράξη δυστυχίας. Πολύ βαθιάς δυστυχίας. Δε θέλετε να συνεχίσετε να ζείτε όπως ζούσατε. Γιατί προσπαθήσατε να βάλετε τέλος στη ζωή σας και μάλιστα ειδικά στο Παρίσι;» Έχει δίκιο ο γιατρός, είναι βαθιά δυστυχισμένη και για πολύ καιρό, μα το Παρίσι δεν ήταν ο τόπος που θα έδινε, επιτέλους, ένα τέλος σε ό,τι τη βάραινε.

Με τα ελάχιστα χρήματα που είχε στην τσάντα της πήρε τραίνα, λεωφορεία κι ό,τι άλλο βρέθηκε στο δρόμο της για να φτάσει στη θάλασσα που κρατούσε στο χέρι της. Ένα ζωφραφισμένο πλακάκι μια σταλιά, γεμάτο τόσο ήλιο και τόση θάλασσα που δεν είχε αντικρίσει ποτέ. Ένα κόκκινο καΐκι είχε το όνομα της. Μαριάν. Στην πίσω πλευρά έγραφε Κεντρίκ. Πορτ ντε Κεντρίκ. Εκεί έπρεπε να πάει. Εκεί να τελειώσει την άχαρη ζωή της. Και θα την τελείωνε αλλά όχι με τον τρόπο που φανταζόταν. Στραπατσαρισμένη από την κούραση και την απογοήτευση αφέθηκε στην καλοσύνη των ξένων που την υποδέχτηκαν σα να την περίμεναν. Χώρεσε τόσο απλά στη ζωή τους. Βρήκε τη θέση της. Βρήκε τον Ζαν Ρεμί και Ζενεβιέβ, την Κολέτ, την Πασκάλ, τον Γιαν κι αφέθηκε στη φροντίδα τους. Βρήκε τον εαυτό της. «Κατάφερε να βγει από την κρυψώνα της.» Να κοιτάξει τον κόσμο στα μάτια. Να κοιτάξει τον εαυτό της στα μάτια. Μουσική, μαγειρική, κηπουρική, θάλασσα, αγάπη. Όλα καινούρια. Όλα δικά της. Η συνήθεια όμως και το χτες δε λένε να παραιτηθούν εύκολα. Μια ζωή σαράντα χρόνων δεν ξεχνιέται τόσο εύκολα και θα κάνει βήματα πίσω. Ξανά και ξανά μα η ζωή ξέρει καλύτερα κι η Μαριάνε την ακολουθεί και δίνει το δικό της τέλος κάνοντας την καινούρια αρχή που της έλειπε τόσο πολύ.

Η Nina George είναι η συγραφέας των δεύτερων ευκαιριών. Της νιότης που δεν παραιτείται, που δεν τη σκιάζουν τα γκρίζα μαλλιά, η κούραση, τα λάθη. Όχι, το βιβλίο της αυτό δεν είναι ένα παραμυθάκι. Είναι μια ιστορία γεμάτη αλήθειες και δάκρυα και χάδια. Μια ιστορία που σου λέει «Μπορείς», που σου λέει «Προχώρα». Όχι, δεν υπάρχουν εγγυήσεις. Όχι, δεν ξέρεις πού θα σε βγάλει, μα αν αυτό που ζεις δεν το αντέχεις, υπάρχει κι αλλού ζωή. Δεν ξέρω πόσο χαμηλά πρέπει να φτάσουμε, για να γίνει μονόδρομος η αλλαγή. Η Μαριάνε έφτασε στον πάτο του Σηκουάνα. Ο καθένας έχει τον δικό του πάτο, βέβαια, το δικό του πυθμένα που πρέπει να ακουμπήσει για να πάρει φόρα και να ανέβει ξανά, να κάνει τη δικιά του καινούρια αρχή, κόντρα σε όλους και σε όλα όπως η Μαριάνε Λανς μια ήσυχη μέρα, σε μια ήσυχη παραλία, κάπου στη Βρετάνη. Καλή μας χρονιά, με ένα βιβλίο ελπίδα, για γούρι και συντροφιά.