Συνέντευξη στον Γιάννη Παναγόπουλο
Φωτογραφίες:  Δημήτρης Χώνος

Τώρα που διαβάζεις αυτές τις γραμμές, το πιθανότερο είναι ο Θέμης Καραμουρατίδης να δουλεύει ένα νέο τραγούδι. Και στο σύντομο μέλλον που θα πάρει για να διαβάσεις αυτό το κείμενο, μάλλον δεν θα έχει αλλάξει κάτι. Θα είναι προσηλωμένος ή στο ίδιο ή ένα άλλο μουσικό κομμάτι. Ο Θέμης Καραμουρατίδης λατρεύει τη δουλειά του. Εχει τάξει τη ζωή του σε αυτήν. Είναι μόλις 37 ετών. Πλέον, κάνει επιλογές ακολουθώντας το υψηλό αισθητικό του κριτήριο. Το καλύτερο για εκείνον, τους συνεργάτες του και, κυρίως, το κοινό του.

– Και μετά τη μακρόσυρτη απαγγελία των συμμετοχών σου σε τόσα μουσικά πρότζεκτ, σε ρωτώ, πώς τα καταφέρνεις; Κατάργησες τη λέξη κούραση από το λεξιλόγιό σου; 

Εχω αιφνίδιες στιγμές εξάντλησης. Τις έχω αποδεχτεί. Δουλεύοντας όλη μέρα, έρχονται και οι στιγμές εξουθένωσης. Είναι αναπάντεχες, με κάνουν να νιώσω πως τέλειωσε η μέρα μου. Αυτές οι στιγμές δεν έχουν ωράριο. Μπορεί να εμφανιστούν στις 12 το μεσημέρι, στις επτά το απόγευμα, στη μία το βράδυ. Αν πρέπει να συνεχίσω, πάντα υπάρχει εκείνο το μικρό απόθεμα ενέργειας, επαναφόρτισης, που με βοηθά να ανασυνταχθώ, μου δίνει ενέργεια να προχωρήσω.

– Μένεις στην Κυψέλη. Είναι τυχαία επιλογή αυτό; 

Αρχικά θα λέγαμε πως ήταν τυχαία επιλογή. Εδώ μένει ένας φίλος με τον οποίο έτυχε να συγκατοικήσω. Δεν σκέφτομαι να αλλάξω γειτονιά. Η Κυψέλη έχει ένα μυστήριο που μου αρέσει. Είναι ταυτόχρονα άγρια και οικογενειακή. Είναι, ταυτόχρονα, μικρό χωριό και μεγαλούπολη. Μου αρέσουν οι αντιθέσεις της.

– Μεγάλωσες εκτός Αθήνας. 

Ναι. Μέχρι τα 18 μου, που πέρασα στο Τμήμα Επικοινωνίας, Μέσων και Πολιτισμού, έμενα στο Πλατύ Ημαθίας.

– Και ώς εκείνη τη στιγμή, του μεγάλου ταξιδιού από το Πλατύ στην Αθήνα, πώς έβλεπες τον κόσμο; 

Με όνειρο, αγωνία και ενδιαφέρον.

– Αγωνία για ποιο πράγμα; 

Για το αν κάποια στιγμή θα αποκτήσω αυτά που θέλω για να ηρεμήσω ψυχικά. Ηθελα να μάθω αν ο δρόμος που θα διάλεγα ήταν αποτέλεσμα ανάγκης ή επιλογή μου. Το δεύτερο ήταν το σημαντικό. Το επιθυμητό. Ναι, είχα αγωνία αν θα μπορέσω ποτέ να κάνω αυτό που θέλω. Φοβόμουν μήπως βαλτώσω. Μήπως δεν κάνω τελικά τίποτα από όσα ονειρευόμουν.

– Αυτός ο φόβος σήμερα παραμένει ενεργός; 

Οχι. Τα πράγματα κύλησαν με έναν ομαλό τρόπο. Εχω ηρεμήσει πάρα πολύ. Κάνω αυτό που αγαπάω. Στην πραγματικότητα αυτό που κάνω σήμερα είναι εξέλιξη όσων έκανα από παιδί, απλώς, τότε, δεν του είχα βάλει την ταμπέλα του επαγγέλματος. Οι σπουδές στη δημοσιογραφία ήταν κάτι παράλληλο. Ηταν και αυτό ένα όνειρο. Παιδί δεν είχα συνειδητοποιήσει ότι θα γινόμουν επαγγελματίας συνθέτης, παρ’ όλο που είχα οργανώσει ό,τι χρειαζόταν για να γίνω. Ετοίμαζα ντοσιέ με αναλύσεις ενορχηστρώσεων, με τύπους δίσκων που θα ήθελα να βγάλω. Δεν φανταζόμουν ότι όλο αυτό το πράγμα θα αποτυπώνονταν ποτέ στην πραγματικότητα. Εκανα σπουδή μόνος μου στο πώς θα έγραφα έναν ηλεκτρονικό ή έναν λαϊκό, έναν ποπ, ή έναν new wave δίσκο. Προσπαθούσα να πειραματιστώ με διάφορα τέτοια. Oταν ήμουν μικρός μου άρεσε να «συγκρίνω» τις διαστάσεις που έδιναν συνθέτες σε τραγούδια. Πώς προσέγγιζε ο Δημήτρης Παπαδημητρίου το «Γράμμα σε παλιό συμφοιτητή» και πώς η Λένα Πλάτωνος. Μου άρεσε να ψάχνω πώς γράφουν μουσική αυτοί οι άνθρωποι.

– Ενας λαϊκός ή ένας new wave δίσκος δεν προϋποθέτει την άμεση σχέση του συνθέτη με ένα συγκεκριμένο σημείο στο χρόνο ή τον τόπο; 

Το ίδιο πράγμα, από την άλλη, μπορεί να έχει και μια σκηνοθετική προσέγγιση. Eχει κάτι το κινηματογραφικό η μουσική. Σενάρια με τα οποία αισθάνεσαι βίωμα, ταύτιση. Συχνά μπορεί να νιώθεις πως θέλεις να προσεγγίσεις κάτι που δεν είναι καν δικό σου. Δεν υπάρχει κάτι λάθος σε αυτό. Η σχέση μου με το λαϊκό τραγούδι ξεκίνησε ως μελέτη, η οποία σιγά σιγά μού έδωσε την ευκαιρία να ενταχθώ, να νιώσω οικειότητα, μια κυτταρική σχέση μαζί του. Κάποτε πίστευα πως δεν θα μπορούσα να γράψω ένα λαϊκό τραγούδι.

– Γιατί; 

Ως παιδί ήταν εκτός της ψυχοσύνθεσής μου. Αυτό ήρθε στην πορεία. Ξέρεις, συχνά η έντονη ενασχόληση με κάτι καταλήγει στο να το οικειοποιηθείς. Τόσο, ώστε να γίνεται βιωματικό μέσα σου. 

– Σε φαντάζομαι μανιακό με την τάξη. Είμαι. Είμαι τρομερά τακτικός και αδιανόητα τσαπατσούλης ταυτόχρονα.

– Δηλαδή; 

Δεν φοβάμαι καθόλου το τσαλάκωμα. Μπορώ να τα φτιάξω όλα τέλεια και μπορώ ύστερα από δύο ώρες να πετάξω τα πάντα κάτω. Θα τα ξαναμαζέψω όμως. Δεν θα ζήσω ποτέ σε ένα αχούρι. Δεν θα αφήσω ποτέ τα πράγματα να είναι αχούρι γενικά. Σε ό,τι αφορά τη μουσική και τις δουλειές μου, τα πάντα έχουν μια σειρά. Αν χάσω τον μπούσουλα, δεν μπορώ να λειτουργήσω.

– Εδώ, στην Ελλάδα, υπάρχει και σήμερα χώρος για πειραματισμό στη μουσική; 

Το νέο από εκεί θα προκύψει. Νομίζω πως τα πράγματα είναι πιο ξεκάθαρα. Οποιος θέλει να κάνει μουσική στην Ελλάδα τού 2018, πρέπει να το πιστεύει βαθιά. Είσαι βλάκας αν θέλεις να κάνεις μουσική για τα λεφτά. Είσαι βλάκας αν κάνεις μουσική χωρίς καλλιτεχνική διάθεση. Αν πραγματικά έχεις κάτι να πεις, τότε θα βρεις ανθρώπους να σε ακούσουν. Και μερικές φορές, αυτό που έχεις να πεις μπορεί να αφορά περισσότερους απ’ όσους αρχικά πίστευες.

– Πού βρίσκεται σήμερα το ελληνικό τραγούδι; 

Αρκεί μια σπίθα για να νομίσουμε πως άλλαξε ο κόσμος. Αυτό δεν είναι πραγματικότητα. Μου κάνει εντύπωση πως οτιδήποτε μπορεί να κινηθεί, να φέρει μια ζωντάνια, μας κάνει να αισθανόμαστε πως φέρνει μια αλλαγή. Μια συνωμοσία είναι αυτό που γίνεται με τη μουσική στην Ελλάδα. Στην πραγματικότητα, ο καθένας έχει ένα μικρο κομμάτι που επιλέγει ή τον επιλέγουν να αναπτυχθεί. Μόνο τα σκυλάδικα δεν έχουν χάσει την οικουμενικότητά τους. Αυτό είναι το σταθερό μας. Κάποτε το πράγμα δεν ήταν έτσι. Κυκλοφορούσε τραγούδι η Αρβανιτάκη και γινόταν μανία σε όλη την Ελλάδα. Το ίδιο και η Αλεξίου, ο Παπακωνσταντίνου, ο Νταλάρας. Οταν ο Μητροπάνος τραγουδούσε «Σ’ αναζητώ στη Σαλονίκη ξημερώματα», όλη η Ελλάδα τραγουδούσε μαζί του. Τώρα δεν υπάρχει αυτό.