της Μαριλιάνας Ρηγοπούλου* //

Στο « Από Μηχανής Θέατρο» πραγματοποιήθηκε η πρεμιέρα της παράστασης: «Ο Ξένος» του Αλμπέρ Καμύ για δεύτερη χρονιά σε σκηνοθεσία Δημήτρη Τσιάμη. Ο Αλμπέρ Καμύ ίσως ήταν από τις πιο ιδιαίτερες και πολυσχιδείς προσωπικότητες στο χώρο της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Γεννήθηκε το 1913 στο Μοντόβι της Αλγερίας και απεβίωσε στις 4 Γενάρη του 1960, σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα στη Γαλλία.

Ο Καμύ υπήρξε δημοσιογράφος, λογοτέχνης, δοκιμιογράφος, φιλόσοφος, έγραψε μυθιστορήματα, διηγήματα, θεατρικά έργα, δοκίμια, φιλοσοφικά έργα, τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ λογοτεχνίας το 1957 για το λογοτεχνικό του έργο. Συμμετείχε στη Γαλλική Αντίσταση, πήρε δημόσια θέση σε πολλά θέματα της εποχής του, η πολιτική του δράση υπήρξε μεγάλη και καθοριστική ακόμα και στο έργο του συνολικά, για παράδειγμα «Ο μύθος του Σίσυφου» και «Ο επαναστατημένος άνθρωπος» δεν εκφράζουν μόνο τον ίδιο τον συγγραφέα, αλλά και ολόκληρη την εποχή του.

Όλη του η ζωή και το έργο του ήταν μια επανάσταση: «Τι είναι ένας επαναστατημένος άνθρωπος; Καταρχάς είναι ένας άνθρωπος που λέει όχι. Αρνείται, αλλά δεν απαρνείται: είναι επίσης αυτός που λέει ναι».
Ο Καμύ ιδρύει στο Αλγέρι το «Θέατρο της εργασίας» (Le theatre du travail) το οποίο και μετονόμασε αργότερα σε «Θέατρο της ομάδας», εργάζεται στην εφημερίδα «Front populaire» ( Το λαϊκό μέτωπο), όπου η έρευνα που έκανε με θέμα «Μιζέρια της Καμπυλίας» θα δημιουργήσει τόσες μεγάλες και έντονες αντιδράσεις, ώστε η κυβέρνηση της Αλγερίας να απαγορεύσει την εφημερίδα και να φροντίσει να μην ξαναβρεί δουλειά.

Έτσι φεύγει για το Παρίσι όπου και εγκαθίσταται μόνιμα εκεί και εργάζεται ως γραμματέας σύνταξης στην εφημερίδα Paris-Soir.

Εκείνη την περίοδο θα δημοσιεύσει τον «Ξένο», καθώς και το δοκίμιο «Ο μύθος του Σίσυφου» αναπτύσσοντας τις φιλοσοφικές του θέσεις, όπου σύμφωνα με τον ίδιο τα έργα αυτά υπάγονται στον «κύκλο του παραλόγου».

Ο Αλμπέρ Καμύ, υπήρξε πρωτοπόρος και καινοτόμος τόσο στη σκέψη, όσο και στη γραφή του, γι’αυτό τα έργα του ήταν και παραμένουν πάντα τόσο σύγχρονα.

Έβλεπε τόσο μπροστά από την εποχή του που είχε χαρακτηρίσει τον 20ο αιώνα ως «αιώνα του άγχους και του στρες» και τον 21ο ως «αιώνα της κατάθλιψης και της μελαγχολίας». Ο ίδιος ο Καμύ συνήθιζε να λέει συχνά στους φίλους του πως «δεν υπάρχει τίποτα πιο σκανδαλώδες από το θάνατο ενός παιδιού και τίποτα πιο παράλογο από το θάνατο σε τροχαίο ατύχημα», όπως ακριβώς ήταν και ο θάνατός του, τόσο προφητικά τα λόγια του. «Σήμερα πέθανε η μαμά. Ίσως και χτες, δεν ξέρω. Έλαβα ένα τηλεγράφημα από το άσυλο: «Μητέρα απεβίωσε. Κηδεία αύριο. Θερμά συλλυπητήρια». Αυτό δεν μου λέει τίποτα. Μπορεί να ήταν και χτες».
Έτσι αρχίζει ο «Ξένος», τόσο θλιβερά και μαζί τόσο απλοϊκά και ουσιαστικά.

Ο Μερσώ πληροφορείται τον θάνατο της μητέρας του και ως εκ τούτου υποχρεούται να ταξιδέψει ως το Μαρέγκο για να παραστεί στην κηδεία της η οποία είναι θρησκευτική και πρέπει να ακολουθήσει την πομπή.
Στην πορεία ο ίδιος καταδικάζεται για το φόνο ενός Άραβα, κι εδώ τίθενται τα μεγάλα υπαρξιακά ερωτήματα.

Ο σκηνοθέτης Δημήτρης Τσιάμης, έρχεται αντιμέτωπος μ’ένα εξαιρετικά δύσκολο κείμενο, το οποίο δεν είναι και θεατρικό και μόνο αυτό κάνει τα πράγματα πιο δυσχερή.

Καλείται όχι μόνο να σκηνοθετήσει, αλλά πρωταρχικά να διερευνήσει το κείμενο, να εντρυφήσει στη σημειολογία του Καμύ που αγγίζει φιλοσοφικά επίπεδα, να μην παραμείνει στο αρχικό αλλά να περάσει και σε δεύτερο επίπεδο, μετά να προβεί στην δραματουργική επεξεργασία του κειμένου και τέλος να σκηνοθετήσει αυτό το αριστούργημα με τόσο λεπτούς και ακριβείς χειρισμούς ώστε να μην χάσει ίχνος από τη δυναμική του και το καταφέρνει εξόχως αριστοτεχνικά.

Θεωρώ πως η σκηνοθετική γραμμή του Δημήτρη Τσιάμη ήταν άρρηκτα συνδεδεμένη με την κινησιολογική προσέγγιση, όπως αυτή δόθηκε στους ηθοποιούς από την Ελένη Χατζηγεωργίου, ήταν η απόλυτα αμφίδρομη σχέση.

Ο Δημήτρης Τσιάμης σε συνεργασία με την εξαιρετική δουλειά που έκανε στην κίνηση η Ελένη Χατζηγεωργίου κατόρθωσε να εκμαιεύσει ολόκληρη τη σημειολογία του έργου.

Κάθε κίνηση, κάθε στάση του σώματος, τόσο εναργής και συμβολική επί σκηνής που διαμόρφωνε την εξέλιξη των πραγμάτων.

Η σκηνοθετική προσέγγιση του Δημήτρη Τσιάμη, τοποθετεί βαθειά το νυστέρι στο σημειολογικό υπόβαθρο και κατορθώνει να το αναδείξει πλήρως σε όλη την έκτασή του.
Σύμφωνα με τον Καμύ, ο ήρωάς του αντιπροσωπεύει «τον άνθρωπο, προτού συνειδητοποιήσει το παράλογο», αυτό ακριβώς αναδεικνύεται.

Ένας άνθρωπος, ο Μερσώ, φαινομενικά απαθής μπροστά στον θάνατο της μητέρας του, ο οποίος μοιάζει να αδιαφορεί και να αρνείται τα πάντα, αλλά επί της ουσίας αδιαφορεί μόνο για τις κοινωνικές συμβάσεις που καλείται να υιοθετήσει και να ακολουθήσει, από αυτή τη σκλαβιά και μόνο έχει παραιτηθεί, γιατί αυτές οι κοινωνικές δομές καταπνίγουν την ελευθερία του κι αυτός είναι ένας εσωτερικός επαναστάτης.
Ωστόσο ο Δημήτρης Τσιάμης, κινείται ακόμα πιο υποδόρια, ρίχνοντας φως και στην πολιτική σημειολογία του έργου, καθώς οι στοχασμοί του συγγραφέα έτσι όπως υποστασιοποιούνται μέσα από τις μυθιστορηματικές πληροφορίες παρέχουν εν αφθονία πολιτικά μηνύματα, για την καταδυνάστευση των λαών, την καταστρατήγηση της ελευθερίας των ανθρώπων, το ρατσισμό.

Ακόμα και ο τίτλος του έργου ο «Ξένος» έχει διττή υπόσταση.

Απ’τη μία ξένος μπορεί να είναι ο οποιοσδήποτε ενσυνείδητα αποστασιοποιείται από το βαθύτερο νόημα της ζωής και μετατρέπεται σε αδιάφορο, απαθή, ψυχρό, αποξενωμένο ακόμα και από την ίδια του την ύπαρξη, απ’την άλλη, μπορεί να αναφέρεται στις επιστολές προς τον Γερμανό φίλο του, με τον οποίο έχουν εκ διαμέτρου αντίθετη φιλοσοφία προς τη ζωή, έως και εχθρική θα λέγαμε, άρα η κραυγαλέα πολιτική αντίθεση, καθιστά τον Γερμανό ως μη αναγνωρίσιμο φίλο, σχεδόν ως νεκρό, ώστε να δοθεί η δυνατότητα στον Καμύ να στηλιτεύσει την ευτελή και χυδαία ιδεολογία καθώς και τις ακραίες ανήθικες πρακτικές του ναζισμού.

Η σκηνοθετική ματιά του Δημήτρη Τσιάμη υπήρξε αποκαλυπτική και των πιο μύχιων συμβολισμών του συγγραφέα.

Στο ρόλο του Μερσώ, ο Γεράσιμος Μιχελής, που υποδυόταν μια εξαιρετικά δύσκολη προσωπικότητα την οποία ανέδειξε σε όλες τις πλευρές της με απόλυτη επιτυχία.

Ο Γεράσιμος Μιχελής κατόρθωσε να αναδείξει τον Μερσώ, μπόρεσε να προβάλει τον ψυχισμό του, ενός ανθρώπου που δεν διακατέχεται από ψευδαισθήσεις για τις κατεστημένες αξίες, παρασύρεται από τις εξελίξεις της ίδιας της ζωής, αλλά ο ίδιος δεν εξελίσσεται.

Μοιάζει με παρατηρητή, που βλέπει τα γεγονότα της ζωής του ψύχραιμα, σχεδόν κυνικά, χωρίς εντάσεις, πάθη ή ευαισθησίες να συμβαίνουν, να διαδραματίζονται. Περιγράφει τη ζωή του, το θάνατο της μητέρας του, τον έρωτά του για μια γυναίκα, το φόνο που διαπράττει, την τιμωρία που υφίσταται κι όλα αυτά ήρεμα, γαλήνια, απαθή λες και δεν συμβαίνουν στον ίδιο, αλλά σε κάποιον άλλο. Ο Μερσώ το αποδεικνύει λέγοντας ευθαρσώς: «Αν παραβλέψεις αυτές τις στεναχώριες δεν ήμουν πολύ δυστυχισμένος. Όλο το ζήτημα, το ξαναλέω, ήταν πως θα σκοτώνω τον καιρό μου… Τι με ενδιέφερε ο θάνατος των άλλων, η αγάπη μιας μητέρας, τι μ’ενδιέφερε ο Θεός του, η ζωή που διαλέγει κανείς, το πεπρωμένο που διαλέγει…».

Η ερμηνεία του Γεράσιμου Μιχελή είναι εκκωφαντικά σιωπηλή, αθόρυβα εκρηκτική, επί σκηνής, όπως ακριβώς και ο ρόλος που υποδύεται, σχεδόν μυσταγωγική και συνάμα καθηλωτική μέσω του ερμηνευτικού του ταλέντου.

Τη Μαρί, την αγαπημένη του Μερσώ ερμηνεύει η Κλεοπάτρα Μάρκου.
Τόσο δροσερή, τόσο νεανική, ευχάριστη, απαλή σχεδόν αέρινη, ερωτευμένη γυναίκα επί σκηνής ενσαρκώνει το ρόλο της Μαρί. Προβάλλει την προσωπικότητα της Μαρί που αγαπά τη ζωή, τον έρωτα, θέλει να ζήσει, να δημιουργήσει, να αισθανθεί απόλυτα ολοκληρωμένα.
Το σώμα της, γίνεται μέσο έκφρασης, η κάθε κίνησή της κι ένας συμβολισμός, τόσο δυνατός που συγκλονίζει.
Όταν η Μαρί ρωτά τον Μερσώ αν την αγαπά, εκείνος απαντά αρνητικά, αλλά προσθέτει ότι «αυτό δεν έχει σημασία». Όταν τον ρωτά αν θέλει να την παντρευτεί, ο Μερσώ απαντά πως αν το θέλει η ίδια θα το κάνει. Όταν τον ρωτά αν θα απαντούσε θετικά σε οποιαδήποτε άλλη γυναίκα του ζητούσε να την παντρευτεί, εκείνος απαντά, ναι, σε οποιαδήποτε γυναίκα του πρότεινε γάμο.

Η απόλυτη απαξίωση, η απόλυτη ματαίωση του έρωτα, η κινητήριος δύναμη του ανθρώπου ισοπεδώνεται μπροστά στην κυνική αδιαφορία του Μερσώ.

Εκείνο που θα ήθελα να επισημάνω στην Κλεοπάτρα Μάρκου, ήταν η συγκλονιστική χροιά της φωνής της και η ευλυγισία αυτής τόσο στις τονικές, όσο και στις χρωματικές αλλαγές σύμφωνα με τις επιταγές των συνθηκών του ρόλου.

Τον πονηρό Ρεημόν ενσαρκώνει ο Μιχάλης Βαλάσογλου.
Είναι αυτός που ζητά συμμαχία απ’τον Μερσώ για τις βρωμοδουλειές του, καθώς εκμεταλλεύεται ασκώντας και σωματική βία στην Μαυριτανή ερωμένη του και θέλει τον άβουλο Μερσώ μάρτυρα εναντίον της.
Ο Μιχάλης Βαλάσογλου, έχει μια πολύ δυναμική παρουσία επί σκηνής, τόσο άρτιος κινησιολογικά, τόσο ακραιφνής εκφραστικά, που προσεγγίζει δημιουργικά τον ήρωα που υποδύεται, η υπόστασή του εδραιώνεται επί σκηνής και καθηλώνει δημιουργώντας ισορροπία ανάμεσα στην ατάραχη μορφή του Μερσώ και στις δικές του εξάρσεις.

Τα σκηνικά του Γιάννη Θεοδωράκη είναι αδρά, κινούνται μέσα στο ίδιο πνεύμα των συμβολισμών, καθώς οι πέτρες που κυλούν οι ήρωες, είναι η ίδια τους η ζωή, το πεπρωμένο τους, οι επιλογές τους, τα πάθη τους, τα λάθη τους, ο προσωπικός σταυρός του καθενός.

Κι η άμμος άλλοτε λύτρωση-κάθαρση κι άλλοτε η φυλακή τους.

Το ενδυματολογικό κομμάτι της παράστασης έχει η Βασιλική Σύρμα, της οποίας τα κοστούμια είναι λιτά και αληθινά όπως ταιριάζει στους χαρακτήρες των ηρώων του Καμύ, χωρίς ίχνος επιτήδευσης.

Στην ίδια λογική κινείται και η μουσική του Λάμπρου Πηγούνη, η οποία ντύνει τη συναισθηματική φόρτιση των καταστάσεων, των στιγμών και σε συνάρτηση με τους υποβλητικούς φωτισμούς του Σάκη Μπιρμπίλη το αποτέλεσμα ήταν απόλυτα ολοκληρωμένο αισθητικά.

Ο «Ξένος» λοιπόν του Καμύ δεν είναι απλά ένα λογοτεχνικό έργο, είναι ένα αριστούργημα, δεν είναι τυχαίο που έχει μεταφραστεί σε σαράντα γλώσσες και αποτελεί αντικείμενο μελέτης και έρευνας.

Ο Αλμπέρ Καμύ

Το 2010 ο ψυχίατρος Christopher Badcock μελέτησε τον ήρωα του Καμύ, τον Μερσώ κάνοντας ένα ψυχογράφημα και κατέληξε πως αποτελεί χαρακτηριστικό τύπο ανθρώπου με σύνδρομο Άσπεργκερ, δηλαδή που θέλει να κάνει φίλους, αλλά δεν έχει τις απαιτούμενες ικανότητες για να το επιτύχει, δεν αντιλαμβάνεται τους κοινωνικούς κανόνες συμπεριφοράς, συμπεριφέρεται με ακατάλληλο τρόπο, είναι κοινωνικά απομονωμένος, δεν ξέρει πότε να δώσει τέλος σε μια συζήτηση, ούτε αντιλαμβάνεται το χιούμορ, τα λαμβάνει όλα σε κυριολεκτική μορφή, έχει περιορισμένα ενδιαφέροντα, έχει εμμονή στην καθημερινή ρουτίνα.
Το συγκλονιστικό αυτής της διαπίστωσης απ’τον ψυχίατρο Christopher Badcock είναι ότι αυτή η νευροαναπτυξιακή διαταραχή, επισημάνθηκε πρώτη φορά το 1944 ενώ το βιβλίο του Καμύ κυκλοφόρησε το 1942.

Έτσι ο Μερσώ αρνείται να πεί το παραμικρό ψέμα. Αποκαλύπτει περισσότερη αλήθεια από αυτήν που μπορούν να αντέξουν οι άνθρωποι γύρω του. Αυτό τον καθιστά μια απειλή για τους άλλους.
Το παράλογο της συμπεριφοράς του Μερσώ, κινείται σχεδόν νομοτελειακά.

Το 1967 ο Λουκίνο Βισκόντι μεταφέρει το αριστούργημα του Καμύ στο σινεμά σε συμπαραγωγή Ιταλίας, Γαλλίας και Αλγερίας, με πρωταγωνιστές τον Μαρτσέλο Μαστρογιάννη, τον Ζωρζ Ουιλσόν και την Άννα Καρίνα.

Ο Βισκόντι σεβάστηκε απόλυτα το έργο του Καμύ, κάνοντας μόνο μικρές και ελάχιστες σεναριακές παρεμβάσεις που ήταν αναγκαίες για τη μεταφορά του στον κινηματογράφο.

Επίσης το τραγούδι: «Killing an Arab» των Cure το είχε γράψει ο Robert Smith εμπνευσμένος από το βιβλίο του Καμύ, το οποίο αρχικά προκάλεσε πολλές αντιδράσεις καθώς κρίθηκε ότι προωθεί τη βία κατά των Αράβων, γι’αυτό και όταν κυκλοφόρησε ο δίσκος είχε ένα αντιρατσιστικό σύμβολο κολλημένο επάνω.


-Ο ίδιος ο Καμύ θεωρεί πως το παράλογο δεν βρίσκεται ούτε μέσα στον κόσμο, ούτε μέσα στον άνθρωπο, αλλά στην κοινή τους παρουσία καθώς γεννιέται από την αντινομία τους, λέγοντας: «Με τη βοήθεια της συνείδησής μου και μόνο μεταμορφώνω σε κανόνα ζωής ό,τι ήταν πρόσκληση σε θάνατο και αρνούμαι την αυτοκτονία».
Δεν είναι τυχαίο ότι τόσο «Ο Μύθος του Σίσυφου», όσο και ο «Ξένος» γράφτηκαν κατά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο, όταν δηλαδή ο θάνατος βρισκόταν τόσο κοντά στον άνθρωπο, διότι μόνο ο θάνατος καταδεικνύει το παράλογο της ζωής και γεννά τη συνείδηση του εφήμερου.

Παρότι στα έργα του Καμύ ο πεσιμισμός είναι διάχυτος, ωστόσο με αυτά του τα λόγια, παρουσιάζεται ως ένας αληθινός και γνήσιος αγωνιστής απέναντι σε κάθε αδικία απορρίπτοντας τον κυριολεκτικό θάνατο και κυρίως την πνευματική και πολιτική αποστέωση.

Μέσα απ’το «παράλογό» του απορρέει μία από τις μεγαλύτερες επαναστάσεις ενάντια στον σκοταδισμό του πνεύματος, της ψυχής και της ανελευθερίας απ’τις κοινωνικές συμβάσεις.

Έτσι κι ο σκηνοθέτης Δημήτρης Τσιάμης με την παράσταση αυτή στην ουσία κάνει ένα θέατρο που επαναστατεί, που διαφοροποιείται από τις κοινότυπες φόρμες, που οδηγεί στην ελευθερία της ψυχής και του πνεύματος με συνοδοιπόρο τον Μερσώ και τοποθετεί στο βάθρο που της ανήκει την ανθρώπινη ύπαρξη και το μεγαλείο αυτής.

Ολοκληρώνοντας νομίζω πως δεν θα μπορούσα να γράψω κάτι καλύτερο απ’τα λόγια του ίδιου του Μερσώ που αποτελούν την αποθέωση της ύπαρξης: «Για πρώτη φορά από πολύ καιρό, σκέφτηκα τη μητέρα…. Τόσο κοντά στον θάνατο, η μητέρα έπρεπε να αισθάνεται ελευθερωμένη κι έτοιμη να ξαναζήσει το καθετί. Κανείς, κανείς δεν είχε το δικαίωμα να κλάψει πάνω σ’εκείνη. Το ίδιο κι εγώ αισθανόμουν έτοιμος να ξαναζήσω το καθετί…. Για να ολοκληρωθεί το καθετί, για να αισθάνομαι λιγότερο μόνος, μου έμενε να ευχηθώ να είναι πολλοί οι θεατές την ημέρα που θα με εκτελούσαν, και που να με υποδέχονταν με κραυγές μίσους».

*Η Μαριλιάνα Ρηγοπούλου είναι εκπαιδευτικός, σοπράνο, κριτικός θεάτρου