από την Αγγελική Κώττη //

Η έκρηξη του ηφαιστείου της Θήρας που καταβύθισε το μισό νησί, σκέπασε για αιώνες το Ακρωτήρι και προξένησε τσουνάμι και καταστροφές στο Αιγαίο, είναι ένας θρύλος. Μπορεί όμως η προϊστορική πόλη να είναι η χαμένη Ατλαντίδα; Όλα είναι πιθανά, λέει η Ντάιαν Χάρις Κλάιν στο βιβλίο του National Geographic «Οι αρχαίοι Έλληνες». Δεν έχουμε στοιχεία για να πούμε κάτι τέτοιο, φυσικά. Όμως, αν οι κάτοικοι του Ακρωτηριού κατάφεραν να διαφύγουν, δηλαδή αν επέζησαν, ήταν φυσικό στις εξιστορήσεις για τη χαμένη πατρίδα τους να την είχαν αναγάγει σε θρυλική πόλη. Προσωπικά συναισθήματα, νοσταλγία, εξιδανίκευση, όλα παίζουν ρόλο σε τέτοιες περιπτώσεις- ας θυμηθούμε τη χαμένη Σμύρνη και τις αφηγήσεις μετά την καταστροφή της.

Πέντε χιλιάδες χρόνια ιστορίας κρύβονται στον λόφο και στην πεδιάδα όπου εντοπίζονται κατάλοιπα αρχαίας πόλης. Το πρώτο από τα εννιά στρώματα κατοίκησης χρονολογείται περί το 3000 π.Χ. ενώ τα στρώματα έξι και επτά, που συναρτώνται με την ομηρική Τροία, είναι φτωχά. Η πόλη φαίνεται να καταστράφηκε εντελώς το 1177 π.Χ. και να ξαναχτίστηκε 500 χρόνια μετά. Οι νέοι κάτοικοι την είπαν Ίλιον, όπως ο Ομηρος. Έγινε όμως στ’ αλήθεια ο Τρωικός πόλεμος; Η συγγραφέας και ιστορικός απαντά καταφατικά και σ’ αυτό το ερώτημα, συμπεραίνει όμως ότι εφόσον έγινε, έλαβε χώραν πιο μπροστά, περί το 1250- 1200. Αυτό συνάγεται από τα μυκηναϊκά ανάκτορα, που λίγο μετά σαρώνονται από καταστροφές, άρα θα ήταν αδύνατο να εκστρατεύσουν στην Τροία περί το 1160- 1150 π.Χ.

Μύθοι και θρύλοι

Σε αυτά και άλλα ερωτήματα δίνει απαντήσεις η Ντάιαν Χάρις Κλάιν στο βιβλίο, το οποίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Ελληνικά Γράμματα». Η ιστορικός, με τη βοήθεια πλούσιου φωτογραφικού υλικού, παρουσιάζει με συναρπαστικό τρόπο τα δεδομένα για την πολιτική, την κοινωνική ζωή, τις κατακτήσεις, τις ιδέες, την τέχνη και άλλες πτυχές της αρχαιοελληνικής κοινωνίας.

 

Αναφέρεται σε αρχαίους μύθους όπως του Προμηθέα που έδωσε τη φωτιά (επομένως, λέει, και την τεχνολογία στους ανθρώπους και τιμωρήθηκε από τον Δία) αλλά και σε θρυλικές μορφές της ελληνικής αρχαιότητας, κάνοντας μια ενδιαφέρουσα περιήγηση στην προϊστορία και την ιστορία της Ελλάδας.

Η περιήγηση δεν γίνεται μόνο χρονικά. Υπάρχουν και ενότητες, στις οποίες δεν ακολουθείται η ευθύγραμμη αφήγηση, αλλά παρουσιάζονται επιτεύγματα περιόδου/ περιόδων και πόλεων-κρατών. Αυτό είναι ακόμα ένα ατού της έκδοσης, καθώς αυτός είναι και ο μοντέρνος τρόπος εκθέσεων στα αρχαιολογικά μουσεία. Στο βιβλίο υπάρχει επίσης πολλή αρχαιολογία, αφού πολλά συμπεράσματα στηρίζονται σε αποτελέσματα ανασκαφών. Η αρχαιολογία, άλλωστε, είναι η πιστή βοηθός και ακόλουθος της ιστορίας, καθώς επαληθεύει τα γεγονότα. Δίνει, ταυτοχρόνως, πληροφορίες που η ιστορία δεν μπορεί πάντοτε να συμπεριλάβει, για την καθημερινή ζωή των ανθρώπων, τα ήθη, τα έθιμα, τις συνήθειές τους, τις κατακτήσεις και τις επιτυχίες τους.

Προέλληνες

Κάποτε, οι κάτοικοι του ελλαδικού χώρου ζούσαν σε σπηλιές, όπως στη Θεόπετρα Καλαμπάκας, στην Αλεπότρυπα Διρού και στο Φράγχθι Ερμιονίδας. Περί το 3000 π.Χ. άρχισαν να εμφανίζονται μικροί αγροτικοί οικισμοί με κατοίκους που εξέτρεφαν οικόσιτα ζώα και επιδίδονταν στη γεωργία. Οι άνθρωποι ψάρευαν και κυνηγούσαν, αλλά κυρίως τρέφονταν από τις καλλιέργειές τους. «Από αυτές τις ταπεινές καταβολές ξεκίνησε η ανάπτυξη του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού, με πρώτα τα νησιά των Κυκλάδων περί το 2200 π.Χ.» αναφέρει η συγγραφέας.

Ο πρώτος πολιτισμός που αναπτύσσεται είναι ο κυκλαδικός. Οι Κυκλάδες κατοικούνταν συνεχώς από την 5η χιλιετία π.Χ. και απ’ όσα γνωρίζουμε μέσω των αρχαιολογικών ευρημάτων, καθώς δεν υπάρχουν γραπτές πηγές, φαίνεται πως οι Κυκλαδίτες είχαν αναπτύξει έναν κοινό πολιτισμό και μοιράζονταν τεχνοτροπίες και παραδόσεις. Ακολούθησε ο μινωικός πολιτισμός, με την πρώτη θαλασσοκρατορία που γνώρισε ο τόπος και κατόπιν ο μυκηναϊκός, για τον οποίο τώρα αρχίζουμε να κατανοούμε τη σύνδεσή του με τους Έλληνες. Ξαφνικά, περί το 1200 π.Χ., στο τέλος της Εποχής του Χαλκού, οι πολιτισμοί καταρρέουν και ξεκινά μια σκοτεινή περίοδος, γνωστή και ως Εποχή του Σιδήρου, που κρατά 400 χρόνια.

Κοινή ταυτότητα 

Οι επόμενοι κάτοικοι «αποκαλούσαν τη χώρα τους Ελλάδα και αυτοαποκαλούνταν Έλληνες, όνομα που είχαν πάρει από έναν μυθικό πρόγονο, τον Έλληνα, γιο του Δευκαλίωνα», όπως γράφει η Νταϊάν Χάρις Κλάιν. Οι λατρευτικές τελετές και οι εορτασμοί σφυρηλατούσαν σιγά σιγά ένα αίσθημα κοινής ελληνικής ταυτότητας.

Μεταξύ του 800 και του 500 π.Χ. οι Ελληνες έχτισαν περισσότερες από 1.000 πόλεις-κράτη, οι περισσότερες από τις οποίες ήταν παραλιακές ή απείχαν μέχρι 40 χιλιόμετρα από τις ακτές της Μεσογείου. Για να το καταφέρουν αυτό, αναζήτησαν νέα εδάφη μέσω αποικισμών, στη Μικρά Ασία, στην Κάτω Ιταλία και στη Σικελία.  Από τα ιδανικά που καλλιεργήθηκαν σε αυτόν τον κόσμο ήταν το πνεύμα του ευγενούς ανταγωνισμού και το πάθος για αριστεία, αυτήν που οι Έλληνες αποκαλούσαν «αρετή». Παρότι ο πλούτος ήταν καλός, όφειλαν να τον κερδίζουν δίκαια και νόμιμα. Για τις επιτυχίες τους στη μάχη ευχαριστούσαν τους θεούς, οι άνδρες ήθελαν να γίνουν διάσημοι για τα ανδραγαθήματά τους και έπρεπε να είναι σκεπτόμενοι και γενναιόδωροι. Αγαπούσαν τη ζωή, ανεξάρτητα από την κοινωνική τους θέση.

Η συγγραφέας εξετάζει πολλά ακόμη επιμέρους θέματα το ίδιο μαγευτικά, φτάνοντας μέχρι τη Μακεδονία και τα ελληνιστικά χρόνια. Ανάμεσα στα όσα διερευνά είναι η αρχή της διαφάνειας στην πολιτική ζωή (μεγάλο ζητούμενο σήμερα), οι αρχαιοελληνικές εφευρέσεις, η παιδεία, ζητήματα δημοκρατίας και ήθους, το απολυταρχικό πείραμα της Σπάρτης, τη γέννηση της φιλοσοφίας στις ιωνικές πόλεις της Μικράς Ασίας, και άλλα πολλά. Παρουσιάζει επίσης τις διεθνείς σχέσεις των πόλεων σε κάθε εποχή. Από τότε που απλώς ανταλλάσσουν προϊόντα (φυσικά και ιδέες) μέχρι τους μεγάλους αποικισμούς, το ξάνοιγμα στη Μεσόγειο, και τελικά την εξάπλωση της Ελλάδας, μέσω της εκστρατείας του Αλέξανδρου, σε τρεις ηπείρους.

Πρόκειται για ένα βιβλίο που βοηθά εμάς να προσλάβουμε καλύτερα την Ιστορία μας και τους ξένους λαούς να μας αγαπήσουν, καθώς παρουσιάζονται πολλοί τομείς στους οποίους οι Έλληνες υπήρξαν πρωτοπόροι. Δείχνει τη δύναμη της αρχαίας Ελλάδας, όπως και τα αδύναμα σημεία της και δεν έχει καμία σχέση με εθνικισμό, από τον οποίο πάσχει ιδιαίτερα η ανάγνωση του παρελθόντος μας. Αντιθέτως, είναι μια καθαρά επιστημονική δουλειά, αλλά εκλαϊκευμένη σωστά, και απευθύνεται στον καθένα.

Η εξαιρετική μετάφραση είναι του Αλέξανδρου Ηλιόπουλου και χάρη σε αυτήν, το βιβλίο κερδίζει πολλά, καθώς γίνεται ευκολοδιάβαστο, αλλά χωρίς να προσπερνώνται οι αρχαιολογικοί και οι ιστορικοί όροι.