του Μάρκου Ψυχάρη //

Πάμε με τα βασικά. Tέλης Στεφανής ή “Ποιος είναι επιτέλους αυτός ο Τέλης Στεφανής;” Μια κινηματογραφική παραγωγή που θα μπορούσε να είχε τελειώσει σε λίγους μήνες αν θα ήταν ερασιτεχνική ταινία. Αντίθετα, με 64 λοκέισον και σετ μέχρι σήμερα και συμμετοχή που ξεπερνάει τα 200 άτομα, ο “Τέλης Στεφανής” διεκδικεί με αρκετό θράσος μια θέση ισότιμη ανάμεσα στις οργανωμένες παραγωγές της εποχής.

Κινηματογραφική προσπάθεια, ένα είδος πειράματος, αλλά όχι πειραματική ταινία, γυρισμένη τα λεγόμενα χρόνια της κρίσης, χωρίς βοήθεια φορέων, μια παραγωγή ρευστή που ενώνεται, διαλύεται και ξαναενώνεται κάθε φορά παίρνοντας το σχήμα της περιοχής και των χώρων που φιλοξενεί, ακολουθώντας μοιραία τον ρυθμό ζωής των συντελεστών της. Που στη συντριπτική τους πλειοψηφία δεν είναι επαγγελματίες ηθοποιοί αλλά κλήθηκαν να δουλέψουν πάνω σε  με ένα σενάριο που φήμες θέλουν να έγραψαν, κρυφά,  άνθρωποι αουτσάιντερ (βοηθοί σκηνοθέτες – σεναριογράφοι – τεχνικοί) που δούλεψαν για πάρτη του  ελληνικού κινηματογράφου στη διάρκεια της αποκαλούμενης «χρυσής» εποχής του.

Καθώς η περιπέτεια του Τέλη Στεφανή πλέον φτάνει στην τελική της φάση και σε λίγο θα τεθεί στην κρίση του κοινού ήρθε ο καιρός να μας συστηθούν σιγά-σιγά. Σήμερα στο κοινό, για τους συντελεστές, ερωτηματολόγιο του fragile απαντάει η  Σπυριδούλα-Υρώ Γιολδάση 

 

-Πες μας από που έρχεσαι;  Τι δουλειά κάνεις; Που μεγάλωσες; Τι μουσική σου αρέσει; Τι σπούδασες; 

Γεννήθηκα και μεγάλωσα στο Καρπενήσι μέχρι τα 18 μου, έπειτα σπούδασα παιδαγωγικά στην Πάτρα, για να καταλήξω στην Αθήνα, σπουδάζοντας υποκριτική, μιας και η αγάπη μου για το θέατρο και τον κινηματογράφο, αλλά και για κάθε μορφή τέχνης, πάντα με ακολουθούσε. Ασχολούμαι με παιδιά, που τα αγαπώ πολύ. Γράφω πολύ, κατά περιόδους. Μ’ αρέσει πολύ η καλή μουσική, έχοντας ωστόσο μια αδυναμία σε ήχους και ακούσματα απ’ τα παλιά. Μ’ αρέσουν αρκετά τα ρεμπέτικα, καθώς νιώθω ότι έχουν μια απλότητα και μια αλήθεια, μια γνησιότητα και μια αντοχή στον χρόνο, χωρίς πολλή επεξεργασία.

-Τι σε αγχώνει, τι σε εξοργίζει, τι σε καθησυχάζει και τι σε κάνει χαρούμενη στη χώρα που ζεις;

Έχω σκεφτεί αρκετές φορές πως θα ‘θελα να έχω γεννηθεί σε μια άλλη εποχή, πιο παλιά ίσως που τα πράγματα θα ‘ταν αλλιώς, κι είναι μια σκέψη που ίσως αρκετοί έχουμε κάνει κάποια στιγμή. Ωστόσο, η εποχή είναι τώρα κι εμείς είμαστε εδώ. Δυσκολίες πάντα υπήρχαν σε κάθε εποχή και σε κάθε μέρος του κόσμου. Προσπαθώ να μην είναι το άγχος αυτό που οδηγεί τις σκέψεις και τις κινήσεις μου, ακόμη κι αν δεν είναι εύκολο πάντα.
Με στεναχωρεί η απομόνωση κι η μοναξιά των ανθρώπων, κάποιες φορές. Η έλλειψη ουσιαστικής επικοινωνίας, σε μια εποχή άκρως «επικοινωνιακή». Μ’ ενοχλεί το χαμόγελο κι η βοήθεια που δεν δίνουμε, ενώ μπορούμε, κι εγκλωβιζόμαστε στον μικρόκοσμό μας. Κι αντίστοιχα πιστεύω πως η χαρά βρίσκεται σε ένα αυθόρμητο χαμόγελο, σε μια αγκαλιά και στο «μοίρασμα» γενικά, με κάθε τρόπο…

-Ποια είναι η γνώμη σου για τον ελληνικό κινηματογράφο ως θεατής σήμερα;

Με κάποιον τρόπο, ο κινηματογράφος γίνεται καθρέφτης των καταστάσεων, της κοινωνίας, της εποχής και των ανθρώπων που την απαρτίζουν. Δεν θα έλεγα πως ο ελληνικός κινηματογράφος διανύει μια εποχή άνθισης, όπως είναι φανερό, και σ’ αυτό συμβάλλει αρκετά το γενικό κλίμα που επικρατεί. Όμως ακόμη κι έτσι υπάρχουν κι ωραίες δουλειές, ωραίες προσπάθειες, κι αυτό είναι θετικό κι ελπιδοφόρο.

-Τι σε τραβάει στην ταινία που συμμετέχεις;

Η συμμετοχή στη συγκεκριμένη ταινία είναι μια ξεχωριστή εμπειρία, μοιάζει και σαν ένα ταξίδι στον χωροχρόνο. Η πίστη, η αγάπη και το μεράκι είναι απ’ τα βασικά συστατικά που την έκαναν να δημιουργηθεί κι έτσι, παρότι υπήρχαν αρκετές πρακτικές δυσκολίες, αυτό που μένει είναι το κέφι κι οι όμορφες στιγμές.

-Πέρα από καλλιτεχνική υπάρχει κάποια πρακτική άξια σήμερα σε μια ταινία που να αφηγείται ιστορίες με φόντο παλαιότερες δεκαετίες; Αν ναι, ποια είναι;

Πιστεύω πως για να χτίσεις κάτι νέο που να έχει αξία, η γνώση του παρελθόντος και πόσο μάλλον η γνήσια βιωματική τριβή με αυτό, η πρακτική γνώση δηλαδή με κάποιο τρόπο, πάντοτε βοηθάει και είναι ζητούμενη. Από κει και πέρα, έχει να κάνει με τον λόγο και τον τρόπο που προσεγγίζει κανείς τα πράγματα, καθώς και με το τι θέλει να φωτίσει με αυτό που κάνει. Παίζει ρόλο, επίσης, ακόμη και το φόντο να έχει κάποια γνησιότητα, όσο αυτό είναι εφικτό.

-Ποιος είναι ο ρόλος σου στην ταινία;

Μια κοπέλα από την επαρχία, που χωρίς επιλογή έχει έρθει στην Αθήνα. Κάπως χαμένη, γίνεται υποχείριο και πάλι σε επιλογές και αποφάσεις άλλων για εκείνη, συντηρώντας ωστόσο με όποιον τρόπο μπορεί την παιδική της φύση, το παιδί που δεν βρήκε το πλαίσιο να μεγαλώσει και να γίνει όπως οι άλλοι ενήλικες γύρω της κι ίσως αυτή είναι η μόνη προσωπική της επιλογή, για όσο η ίδια θέλει να τη συντηρεί.

-Τι σε φοβίζει από το σήμερα αν σε φοβίζει κάτι. Τι σε καθησυχάζει;

Με φοβίζει, καμιά φορά, η αβεβαιότητα για το μέλλον. Με καθησυχάζει κάθε νέο ξημέρωμα που είναι ντυμένο με όνειρα, πίστη κι ελπίδες.

-Κάποια ερωτήματα τείνουν να θεωρούνται κοινότοπα, αν όχι ξεπερασμένα, σε κάθε εποχή. Το ερώτημα σχετικά με το αν υπάρχει κάποιο νόημα στην Τέχνη πλέον θεωρείς πως είναι ένα από αυτά;

Τα ερωτήματα μάς βοηθάνε στο να εξελισσόμαστε και να προχωράμε. Το να επαναπροσδιοριζόμαστε μέσω αυτών μας κρατά σε εγρήγορση, πιστεύω, και μας βοηθά να μη χάνουμε το νόημα..