του Μάρκου Ψυχάρη //

Πάμε με τα βασικά. Tέλης Στεφανής ή “Ποιος είναι επιτέλους αυτός ο Τέλης Στεφανής;” Μια κινηματογραφική παραγωγή που θα μπορούσε να είχε τελειώσει σε λίγους μήνες αν θα ήταν ερασιτεχνική ταινία. Αντίθετα, με 64 λοκέισον και σετ μέχρι σήμερα και συμμετοχή που ξεπερνάει τα 200 άτομα, ο “Τέλης Στεφανής” διεκδικεί με αρκετό θράσος μια θέση ισότιμη ανάμεσα στις οργανωμένες παραγωγές της εποχής.

Κινηματογραφική προσπάθεια, ένα είδος πειράματος, αλλά όχι πειραματική ταινία, γυρισμένη τα λεγόμενα χρόνια της κρίσης, χωρίς βοήθεια φορέων, μια παραγωγή ρευστή που ενώνεται, διαλύεται και ξαναενώνεται κάθε φορά παίρνοντας το σχήμα της περιοχής και των χώρων που φιλοξενεί, ακολουθώντας μοιραία τον ρυθμό ζωής των συντελεστών της. Που στη συντριπτική τους πλειοψηφία δεν είναι επαγγελματίες ηθοποιοί αλλά κλήθηκαν να δουλέψουν πάνω σε  με ένα σενάριο που φήμες θέλουν να έγραψαν, κρυφά,  άνθρωποι αουτσάιντερ (βοηθοί σκηνοθέτες – σεναριογράφοι – τεχνικοί) που δούλεψαν για πάρτη του  ελληνικού κινηματογράφου στη διάρκεια της αποκαλούμενης «χρυσής» εποχής του.

Καθώς η περιπέτεια του Τέλη Στεφανή πλέον φτάνει στην τελική της φάση και σε λίγο θα τεθεί στην κρίση του κοινού ήρθε ο καιρός να μας συστηθούν σιγά-σιγά. Σήμερα στο κοινό, για τους συντελεστές, ερωτηματολόγιο του fragile απαντάει η Δήμητρα Δερζέκου:

-Πες μας από που έρχεσαι;  Τι δουλειά κάνεις; Που μεγάλωσες; Τι μουσική σου αρέσει; Τι σπούδασες; Που μένεις; 
-Γεννήθηκα και μεγάλωσα στο Ναύπλιο, όπου και τελείωσα το σχολείο. Δίνοντας Πανελλήνιες πέρασα στην «Κλασική Φιλολογία» Πανεπιστημίου Πατρών οπότε έζησα και σπούδασα για τέσσερα χρόνια στην Πάτρα. Στα 22 μου αφού πήρα το πτυχίο της Φιλολογίας, ήρθα στην Αθήνα με σκοπό να μπω επιτέλους σε μία Δραματική σχολή που ήθελα πάντα. Ξεκίνησα στη Δραματική σχολή του Πειραϊκού Συνδέσμου και συνέχισα στην Αθηναϊκή Σκηνή Κάλβου-Καλαμπόκη όπου και τελείωσα φέτος και το τρίτο έτος. Παράλληλα ήμουν για ενάμιση χρόνο στο Μεταπτυχιακό του Θεατρικών Σπουδών του ΕΚΠΑ. Εκτός από τις σπουδές μου ασχολούμαι με το τραγούδι, κυρίως το ρεμπέτικο, το λαϊκό του 1950-60 και έντεχνο και μελοποιημένη ποίηση καθώς και με τη συγγραφή ποιημάτων και θεατρικών έργων που θα ήθελα μελλοντικά να εξελίξω.
-Τι σε αγχώνει, τι σε εξοργίζει, τι σε καθησυχάζει στη χώρα που ζεις, τι σε κάνει χαρούμενο;
-H χώρα μας φροντίζει να μας χαρίζει καθημερινά νομίζω ευκαιρίες να αγχωθούμε και να εξοργιστούμε! Το άγχος της επιβίωσης και του τι επιφυλάσσει το μέλλον μάς έχει κυριεύσει συνολικά σαν λαό σήμερα. Είναι και λογικό νομίζω. Η γενιά η δική μου μεγάλωσε με καλές οικονομικές συνθήκες και με όνειρα για το μέλλον, με ανοιχτούς ορίζοντες .Οι ορίζοντες αυτοί μέσα σε δύο-τρία χρόνια έκλεισαν και δεν ξέρουμε τώρα πού να κοιτάζουμε.. Εμένα δεν με εξοργίζει τόσο η οικονομική κατάρρευση όσο η πολιτιστική, πολιτική, ιδεολογική και αξιακή. Η Ελλάδα πάντα ήταν φτωχή χώρα, μέχρι και τη δεκαετία του 1970 τουλάχιστον, αλλά ήταν πλούσια σε σπουδαίους ανθρώπους (ποιητές, μουσικούς, ηθοποιούς κλπ) και μην ξεχνάμε πως κάποτε οι Έλληνες ήταν φτωχοί αλλά ζούσαν όλοι μαζί στις φτωχογειτονιές όπου επικοινωνούσαν, τραγουδούσαν, χόρευαν, τσακώνονταν, γελούσαν.. Τώρα ο καθένας πρέπει να αντιμετωπίσει τα προβλήματά του μόνος του στο διαμέρισμά του.. Αρκετά καταθλιπτικό νομίζω.. Τι μεκαθησυχάζει..; H πίστη πως μετά τη Σταύρωση, έρχεται η Ανάσταση. Τι με κάνει χαρούμενη; Αυτοί οι λίγοι άνθρωποι που παλεύουν και προσπαθούν, που είναι αυθεντικοί.
– Θεωρείς κοινότοπο ή ξεπερασμένο το αν υπάρχει νόημα στην τέχνη σήμερα;
-Φυσικά και όχι. Αντιθέτως, είναι ακόμα πιο επιτακτικό στην εποχή μας που η διασκέδαση και τα διάφορα θεάματα, που απλώς μας κάνουν να ξεχνιόμαστε, έχουν πάρει τη θέση της ψυχαγωγίας εντελώς. Το ερώτημα λοιπόν για την αξία της τέχνης είναι πάντα διαχρονικό και πρέπει να απασχολεί κάθε καλλιτέχνη γιατί η τέχνη υπάρχει για να συνομιλεί με την κοινωνία που την παράγει αλλά και με τα αιώνια ζητήματα του ανθρώπινου γένους. Ανά τους αιώνες όλες οι μορφές τέχνης ασχολήθηκαν κυρίως με τα θέματα του έρωτα, του θανάτου και των κοινωνικών δομών. Για μένα τέχνη είναι οι αλήθειες που προσπερνάμε στην καθημερινότητά μας. Φωτίζει αυτές τις αλήθειες, κριτικάρει, διδάσκει, σατιρίζει και δίνει το έναυσμα στο κοινό για την αλλαγή.
– Ποια η γνώμη σου για τον ελληνικό κινηματογράφο ως θεατής σήμερα;
-O ελληνικός κινηματογράφος δυστυχώς βρίσκεται σε βαθύ λήθαργο εδώ και τουλάχιστον τέσσερις δεκαετίες. Θα λέγαμε ότι η παρακμή ήρθε από τότε που η τηλεόραση μπήκε στα σπίτια όλων. Σαφώς υπάρχουν και μία-δύο καλές κινηματογραφικές ταινίες το χρόνο και υπάρχουν μεμονωμένα καλλιτέχνες που δημιουργούν καλές ταινίες αλλά συνολικά δεν δίνεται κανένα κίνητρο, καμία δυνατότητα και καμία χρηματοδότηση στους Έλληνες δημιουργούς να ασχοληθούν με τον κινηματογράφο όσο κι αν το θέλουν και είναι κρίμα γιατί υπήρξε κάποτε μία χρυσή εποχή που σταμάτησε απότομα. Ουσιαστικά είμαστε σήμερα μία χώρα που δεν παράγει κινηματογράφο και εισάγει από το εξωτερικό και κυρίως από την Αμερική κινηματογραφικά θεάματα. Η παρακμή αυτή δεν συμβαίνει μόνο στην Ελλάδα αλλά σε πάμπολλες χώρες της Ευρώπης και του κόσμου που κάποτε είχαν σπουδαίο κινηματογράφο.
-Τι σε τραβάει στην ταινία που συμμετέχεις; Tι σε κουράζει;
-H ταινία «Ποιος είναι επιτέλους αυτός ο Τέλης Στεφανής» είναι για μένα τεράστιας σημασίας. Είναι μια καταπληκτική δουλειά, μελετημένη λεπτομερέστατα από τον Μιχάλη Καφαντάρη ο οποίος έχει κάνει ως τώρα τιτάνιες προσπάθειες, έχει ξεπεράσει άπειρα εμπόδια για να την πραγματοποιήσει και να φέρει τέτοια υψηλά καλλιτεχνικά αποτελέσματα χωρίς καμία παραγωγή. Για μένα είναι η ταινία αυτή ένα όνειρο που γίνεται πραγματικότητα. Πάντα ήθελα να ασχοληθώ ως ηθοποιός με τον κινηματογράφοκαι μάλιστα αυτής της αισθητικής της δεκαετίας του 1950-60. Όταν βλέπω τα πλάνα της ταινίας είναι σαν να ανασταίνεται ο παλιός ασπρόμαυρος κινηματογράφος με το επιπλέον προνόμιο που έχουμε σήμερα να μπορούμε να θίξουμε ιστορικά ζητήματα χωρίς τη λογοκρισία που υπήρχε επί κλασικού ελληνικού κινηματογράφου το 50′-60′. Η ταινία θίγει ζητήματα ιστορικά από τη δεκαετία του ’30 μέχρι τα μέσα του ’60 που φωτίζονται εξαιρετικά. Οι ιστορικές γνώσεις του Μιχάλη είναι τόσο πλούσιες και τόσο λεπτομερείς που καταφέρνει μέσα από την ταινία του να ξυπνάει κυριολεκτικά ολόκληρες ιστορικές εποχές. Δεν με κουράζει τίποτα στην ταινία! Αντιθέτως θα ήθελα να συμμετέχω σε ακόμα πιο συχνά γυρίσματα. Οι δυνατότητες της παραγωγής όμως είναι περιορισμένες. 
-Πέρα από την καλλιτεχνική αξία, τι πρακτική αξία έχει μια ταινία με φόντο παλαιότερες δεκαετίες;
-Δεν είναι τυχαίο πιστεύω ότι παγκοσμίως υπάρχει τώρα τελευταία μία τάση να γυρίζονται σειρές και ταινίες με φόντο παλαιότερες εποχές. Ίσως έχει να κάνει με το γεγονός ότι λόγω της παγκοσμιοποίησης υπάρχει μία σύγχυση πολιτιστικής ταυτότητας την οποία αναζητούμε στην ιστορία μας και υπάρχει και μία ανάγκη να ξαναδούμε στο παρελθόν κάποιες στέρεες αξίες που χάθηκαν. Είναι επιπλέον, για μένα τουλάχιστον και κατά πολύ, ζήτημα αισθητικής: η σύγχρονη αισθητική (από την αρχιτεκτονική των πολυκατοικιών μέχρι τα ρούχα και τη μόδα των ανθρώπων σήμερα) είναι πολύ πεζή και πρόχειρη και σίγουρα πολύ λιγότερο καλλιτεχνική από εκείνη των παλαιότερων δεκαετιών. Αναζητούμε στο παλιό εικόνες που χάθηκαν διά παντός και τις νοσταλγούμε όπως ανθρώπους να είναι πιο κοντά στη φύση, εικόνες από παραδοσιακή οικογένεια που δεν υπάρχει πια, συμπεριφορές γυναικών και ανδρών πιο αρχετυπικές κλπ. Είμαστε σε μια εποχή που έχουμε δοκιμάσει τα πάντα στον δυτικό πολιτισμό και τώρα είναι ίσως μία κατάλληλη περίοδος να επαναπροσδιορίσουμε τι μας λείπει από το παρελθόν και θα θέλαμε να το επαναφέρουμε,τι λάθη ιστορικά έγιναν κ.α. Η τέχνη συμβάλλει σε αυτή την επανεκτίμηση.
-Ποιος είναι ο βασικός ρόλος σου στην ταινία; 
-Ο βασικός μου ρόλος είναι στην 2η ιστορία της σπονδυλωτής ταινίας. Είμαι μια νεαρή μικρασιάτισσα προσφυγοπούλα, η Ηρώ Δεσποτίδου, που ζω σε μία προσφυγική συνοικία στη Δραπετσώνα τη δεκαετία του 1930. Τραγουδάω με τους Ιονισμούς μουσικούς σε διάφορες ταβέρνες μέχρι η κυριαρχία του πειραιώτικου ρεμπέτικου με την Τετράδα του Πειραιώς του Βαμβακάρη μας εκτοπίζει σιγά σιγά από την προτίμηση του κόσμου. Ερωτεύομαι παράφορα τον Σμυρνιό ρεμπέτη, τον Ανέστο (που είναι η περσόνα του Ανέστη Δελιά) αλλά η ερωτική απογοήτευση και οι αντιξοότητες της Κατοχής που θα έρθουν θα μετατρέψουν τον χαρακτήρα μου από μία γλυκιά και καλοσυνάτη νεαρή κοπέλα σε κάτι εντελώς διαφορετικό όπως θα φανεί στην 4η ιστορία της ταινίας.
-Τι σε φοβίζει από το σήμερα, τι σε καθησυχάζει;
-Με φοβίζουν οι μελλοντικές εξελίξεις που μπορεί να έρθουν σε παγκόσμιο επίπεδο αλλά και στην Ελλάδα αλλά πιο πολύ με φοβίζει που είμαστε φοβισμένοι..Τι με καθησυχάζει; Οι σταθερές μου αξίες, οι άνθρωποι που μ’ αγαπούν και φυσικά η τέχνη, το μόνιμό μας καταφύγιο. Όσο άσχημα κι γίνουν όλα γύρω, με τη φαντασία μας θα πλάθουμε έναν άλλο κόσμο κι εκεί θα ζούμε όσα δεν υπάρχουν.