Από τον Μιχάλη Καφαντάρη //

Ολλανδία Άνοιξη του 1993

-Φέρε έναν καφέ γαμώ τη μάνα σου.

Σιγά μην πήγαινε ποτέ μ’ αυτό το λιγούρι η μάνα μου, που περπάταγε το ‘60 στον Λυκαβηττό και στουκάριζαν οι βέσπες. Και ναι, ο πατέρας της ήταν ζαχαροπλάστης. Είχε ζαχαροπλαστείο στην αρχή της Ιπποκράτους.

Ήταν μια καλή αφορμή όμως να μου ανέβει το αίμα στο κεφάλι επιτόπου και να ξεκαθαρίσω μ’ αυτόν τον μαλακά γιατί δύο μήνες μέσα στο καράβι με είχε συνεχεία στην μπούκα και όποτε έβρισκε ευκαιρία μου ζάλιζε τα παπάρια, όπως τώρα που είχα να σερβίρω 40 άτομα μόνος μου και αυτός εζήταγε ντε και καλά “καφέ” και μάλιστα με ύφος υπαξιωματικού που θέλει να πηδήξει και τη μάνα σου.

Του είπα: “Έλα να γαμήσεις πρώτα εμένα παλιομπινέ” ή κάτι τέτοιο. Πέρασα μέσα από το παραθυράκι του τοίχου που χώριζε την κουζίνα από την τραπεζαρία, βούτηξα μια καρέκλα και πήρα φόρα.

Λίγο πριν φτάσω μούρη με μούρη, ένιωσα ένα χέρι να κρατάει την καρέκλα και μια άλλη μούρη να μου εμποδίζει τον δρόμο.

– Τελείωσέ το άδω, μου είπε κοφτά. Αλλιώς τραβά μία στον μπουχέσα, άνοιξέ του το κεφάλι και κατάστρεψε τη ζωή σου.

Μετά γύρισε σ’ αυτόν:

– Άμα έχεις αρχίδια κάντου αναφορά και θα τα πούμε.

Ο άλλος μαζεύτηκε όχι μόνο γιατί τα γαλόνια της μούρης ήταν πιο πολλά, αλλά γιατί η μούρη μέτραγε ήδη δυο στερήσεις βαθμού και οι φήμες μίλαγαν για φυλακές και προκλήσεις σωματικής βλάβης σε αξιωματικούς που το έπαιζαν ζόρικοι.

thumbnail_f2Αυτές οι στερήσεις άλλωστε τον είχαν ρίξει και στο καράβι.

-Ο Β. ήταν δύσκολο παιδί σε μια δύσκολη εποχή για δύσκολα παιδιά.

Παιδί του ’70, αλλά όχι των μπουάτ, δεν άκουγε ελληνική μουσική, μηχανόβιος, κακές παρέες, πολύ ροκ & ρολλ και μια μάνα που αποφάσισε να τον βάλει στον ίσιο δρόμο και έτσι μια μέρα τον φώναξε …

– Χάλη (έτσι με φώναζε), έχεις ακούσει αυτό του Καββαδία που λέει: “Γιε μου πού πας, μάνα θα πάω στα καράβια;” Έγινε το αντίθετο με εμένα και τη μάνα μου. Της είπα τότε: “Πού με στέλνεις ρε μάνα;” Μου λέει θα πας να γίνεις αξιωματικός του Ναυτικού, να στρώσεις, να γίνεις άνθρωπος αλλιώς υπογράφω και σε στέλνω στο Αναμορφωτήριο. Και η μάνα μου δεν έπαιζε.

– Ε και έστρωσες;

– Παπάρια. Τότε είχα μια μηχανή, τώρα έχω δύο και όλο ζητάνε οι καριόλες. Τι μου κάνες ρε μάνα …

Με τον Β. κατεβάζαμε τα άντερα μας κάθε βράδυ. Ένα από τα δυο -τρία πράγματα που μπορείς να κάνεις στη βόρεια Ολλανδία εύκολα τις καθημερινές που δεν κουνιέται φύλλο.

Εκείνο το απόγευμα ήμαστε οι μοναδικοί πελάτες σε μια τοπική παμπ και δυο ήσυχες και πολύ ευγενικές Ολλανδέζες πίσω από την μπάρα.

Είχαμε πιει πάρα πολύ αλλά φταίει ο Καββαδίας που μπήκαμε σε μπελάδες όχι το πιώμα.

Στην αρχή βάλαμε ό,τι ροκ & ρολλ τραγούδι είχε το τζουκ-μποξ.

Με τον Β. είχαμε πάει εκείνη τη μέρα ειδικά για τη μια γιατί την γούσταρε, η Ολλανδέζα είχε καθαρόαιμη φλαμανδική ομορφιά. Πέμπτη ήταν ιδανική μέρα για καμάκι, δεν κυκλοφορούσε ψυχή.

Κάναμε σοβαρό λογαριασμό.

Έξω από την τζαμαρία φαινόταν το μεγάλο κανάλι που έβγαζε στη θάλασσα και κάποια στιγμή πέρασε ένα ρυμουλκό με ξύλινη καμπίνα βαμμένη στο πορτοκαλί που έχει η ολλανδική σημαία. Δεν ξέρω αν έπαιξε ρόλο, πάντως ρώτησα τον Β. στο έτσι, αν του αρέσει ο Καββαδίας.

– Τι ερώτηση είναι αυτή ρε Χάλη. Τα βιβλιαράκια με τα ποιήματα τα κουβαλάω πάντα στην καμπίνα.

-Ποιο σ’ αρέσει;

-Ποιητική συλλογή; Μ’ αρεσει το καφέ βιβλιαράκι, το “ΠΟΥΣΙ”, όλα μ’ αρέσουν δηλαδή αλλά αυτό μου ταιριάζει πιο πολύ. Έχω κόλλημα και με τις μυρωδιές, λαμαρίνες, πετρελαια, το πούσι που λέει και ο τίτλος, ξέρεις τι είναι το πούσι;

-Ναι ξέρω, κάτι σαν την ομίχλη.

-Σου έρχεται η μυρωδιά από το πούσι που λέμε και σου σκάνε κατευθείαν εικόνες πριν προλάβεις να σκεφτείς. Γαμώ τις μυρωδιές .

Ετοιμαζόμουν να πάω για κατούρημα από τις μπύρες και κάτι τζιν, ο Β. γύρισε στην μπαργούμαν …

Kαι τότε ακούω ένα “φακ γιου”.

Ο Β. στην προσπάθειά του να φάνει ποιητικός και όπως ήταν πιωμένος και αυθόρμητος ρώτησε την Ολλανδέζα:

“Ντου γιου λαικ δε σμελ οφ δε πουσι;”

Αυτός για θαλασσινή ομίχλη μίλαγε αλλά η άλλη κατάλαβε τη φράση στα αγγλικά.

“Δε πουσι, δε πουσι, δε σμελ …”

Eπέμενε αυτός και έκανε και κινήσεις για να το εξηγήσει, αλλά το έκανε ακόμα χειρότερο γιατί η Ολλανδέζα που δεν είχε τέτοιες μεσογειακές συνήθειες όταν μίλαγε, νόμιζε ότι της σχημάτιζε στον αέρα γυναικεία σώματα, βυζιά και κώλους, κατέβασε ρολά κοίταξε την άλλη Ολλανδέζα και πάγωσαν και οι δύο περισσότερο από τη συνηθισμένη παγωμάρα που κουβαλούν οι Φλαμανδές.

thumbnail_f1 άνοιγμαΣτην αρχή με το “φακ γιου” κόλλησε και ο Β. σαν Πατσίνο σε αφορολόγητη λούτρινη έκδοση αεροδρομίου, κάτι πήγε να με ρωτήσει πώς το λένε το πουσι στα αγγλικά για να εξηγήσει στην κοπέλα, αλλά ήταν τόσο πιωμένος που βαρέθηκε, κάτι κατάλαβα αλλά βαρέθηκα να απαντήσω και εγώ γιατί ήμουν πιο χώμα.

– Το μαγαζί κλείνει, μας είπαν ευγενικά και τυπικά χωρίς να μας κοιτάνε, δώσαμε χύμα τα λεφτά, τα μέτρησαν, πήραν όσα χρωστάγαμε και τα άλλα τα επέστρεψαν πάλι ευγενικά και χωρίς να μας κοιτάνε.

– Άστα και πάμε να φύγουμε είπε ο Β.

Τα άφησα, ακούστηκε ένα “θενκ γιου, γκουντ νάιτ” κάπου πίσω από τον πάγκο.

Όπως περπατάγαμε μέσα στη νύχτα, ξαφνικά βάλαμε τα γέλια.

-Χάληηηη, φώναζε ο Β., μας γόμησε ο Καββαδίας, τι το θέλαμε το πούσι-πούσι πω, πω αυτές θα νόμιζαν ότι τις θέλουμε να κάνουν παρτούζα, λεσβιακά και τέτοια.

– Μήπως κάνουν στ’ αλήθεια παρτούζες και τις ξεσκέπασες;

– Λες ρε; Πουτάνες, μας ψάρωσαν !!!!!!!

Τα γέλια και οι κανιβαλισμοί συνεχιστήκαν αλλά το κρύο είχε πέσει κάτω από το μηδέν και ο διάλογος εξελίχθηκε σε στυλ:

-Μαλακά δεν μπορώ να περπατήσω άλλο, άσε με εδώ πάνω στη σίτα που περνάει το μετρό από κάτω και βγάζει ζεστή και φύγε.

-Ποιο μετρό ρε μαλάκα, πού νομίζεις ότι βρίσκεσαι; Η σχάρα του υπονόμου είναι, θα σου φάνε τον κάλο τα ποντίκια. Πάμε στο καράβι ρε, σήκω …

– Εντάξει κουβάλα με.

-Μέχρι το τρίτο κανάλι, μετά εσύ …

Λίγο πριν φύγω από το καράβι για πάντα, πήγα στην καμπίνα του να τον χαιρετήσω.

-Τι σκέφτεσαι να κάνεις τώρα ρε Χάλη;

-Λέω να πάω να βγάλω ναυτικό φυλλάδιο.

-Γόμησέ την ρε μαλάκα τη θάλασσα, δεν είσαι για άδω. Ούτε εγώ είμαι για άδω, θα την κάνω και εγώ σύντομα, άντε να προσέχεις … Περίμενε …

Ανοίγει ένα συρτάρι και βγάζει το καφέ βιβλιαράκι του Καββαδία, το “Πούσι”. Βρίσκει ένα άδειο φύλλο, γραφεί κάτι, μου το δίνει.

-Πόρτο να με θυμάσαι.

-Το έχω ρε συ, μη στο στερήσω …

– Ε, τότε κρατά το δικό σου και δώσε αυτό σε κάναν άλλο άσχετο να με θυμάται κι αυτος …έστω και αν δεν με ξέρει.

thumbnail_Μπαίνει στο φινάλε του κειμένου.