Από την Αντιγόνη Καράλη //

Λίγο πριν κλείσει εννέα δεκαετίες ζωής (γράφτηκε το 1928), «Η Όπερα της Πεντάρας» μοιάζει πιο επίκαιρη από ποτέ. Το αριστούργημα των Μπέρτολτ Μπρεχτ- Κουρτ Βάιλ παρουσιάζεται στο θέατρο «Παλλάς», από τις 24 Φεβρουαρίου, σε μετάφραση Γιώργου Δεπάστα και σκηνοθεσία Γιάννη Χουβαρδά.

Ο τελευταίος, μετά τον εξαιρετικό «Ριχάρδο Γ’, δίνει τη δική του εκδοχή στο δημοφιλές αυτό έργο. «Η Οπερα της Πεντάρας» έχει κατά καιρούς «αντιμετωπιστεί ως μιούζικαλ, ως πολιτική σάτιρα με τραγούδια, ως κωμωδία ευρείας κατανάλωσης, ως μουσικό μπουλβάρ, ακόμα και ως επιθεώρηση εποχής. Η αλήθεια είναι πως δεν πρόκειται για τίποτε από αυτά» σημειώνει ο Γ. Χουβαρδάς.

«Η Όπερα της Πεντάρας», σύμφωνα με τον ίδιο, μπορεί να «δανείζεται στοιχεία από πολλά και διαφορετικά είδη θεάτρου, αλλά τελικά αποτελεί ένα ιδιαίτερο θεατρικό είδος από μόνη της. Και αυτή ακριβώς είναι η μεγάλη δυσκολία αλλά και η μεγάλη πρόκληση για ένα σύγχρονο ανέβασμα: μέσα από μια προσεκτική και θαρραλέα προσέγγιση, να αναδειχθούν η καθαρότητα, η εκρηκτικότητα και η ψυχαγωγική δύναμη που συνθέτουν τον κόσμο του υπέροχου αυτού έργου».

Οι προϋποθέσεις για να συμβούν τα παραπάνω; «Πρώτη προϋπόθεση είναι ένας πλήρης σε όλα τα επίπεδα θίασος και μια δυνατή ομάδα συντελεστών. Την έχουμε» απαντά. «Δεύτερη, μια γενναιόδωρη παραγωγή, πράγμα καθόλου αυτονόητο στις μέρες μας. Την έχουμε. Τρίτη, οι τεράστιες μουσικές απαιτήσεις, απόλυτα καλυμμένες. Τις έχουμε. Τέταρτη, μια παράσταση με σαφείς στόχους, που να είναι ταυτόχρονα πιστή στο πρωτότυπο, σοβαρή χωρίς σοβαροφάνεια, κωμική χωρίς ευκολίες, ελκυστική στο μεγάλο κοινό και υψηλού καλλιτεχνικού επιπέδου. Το μεγάλο στοίχημα». Το έργο επικεντρώνεται σε ιστορίες της αστικής τάξης στο βικτωριανό Λονδίνο. Πρωταγωνιστής είναι ο περιβόητος Μακχίθ (Μάκι Μέσερ ή Μακ ο Μαχαιροβγάλτης), που παντρεύεται την Πόλι Πίτσαμ.

Μπρέχτ 2Το Λονδίνο

Ο Τζόναθαν Πίτσαμ, αφεντικό των ζητιάνων του Λονδίνου, στους οποίους πουλάει προστασία, τους εκμεταλλεύεται και διεκδικεί μερίδιο από τα καθημερινά «κέρδη» τους, ασκώντας κριτική στο καπιταλιστικό σύστημα, προβάλλοντας την εικόνα ότι τα πάντα μπορούν να γίνουν «εμπόριο», ακόμα και η ελεημοσύνη. Ο Πίτσαμ ανακαλύπτει ότι η κόρη του, η Πόλι, που τη θεωρεί ιδιοκτησία του, έχει μπλέξει με τον περιβόητο κακοποιό Μακχίθ. Η ίδια η Πόλι εκείνο το βράδυ παντρεύεται τον Μακχίθ σε ένα στάβλο και διασκεδάζει μαζί με τη συμμορία του, παριστάνοντας την «Τζένη των Πειρατών». Γυρίζοντας σπίτι, ανακοινώνει στους γονείς της τον γάμο της, αλλά και το ότι ο αρχηγός της αστυνομίας Τάιγκερ Μπράουν διασκέδασε μαζί τους, καθώς αυτός και ο Μακχίθ είναι στενοί φίλοι από τον στρατό. Ο γάμος αυτός εξοργίζει τον πατέρα της, ο οποίος πασχίζει να στείλει τον Μακχίθ στην κρεμάλα.

Η Πόλι αναφέρει στον Μακχίθ τις προσπάθειες του πατέρα της κι αυτός αποφασίζει να φύγει από το Λονδίνο, αφήνοντας διάφορες «δουλειές» στην Πόλι. Πριν φύγει, επισκέπτεται την Τζένι, πρώην αγαπημένη του, χωρίς να ξέρει ότι έχει δεχτεί λεφτά από την κυρία Πίτσαμ για να τον καταδώσει. Παρά τη φιλία του με τον αρχηγό της αστυνομίας Μπράουν, συλλαμβάνεται και οδηγείται στη φυλακή. Εκεί εμφανίζονται η Πόλι μαζί με τη Λούσι, την κόρη του Μπράουν, όπου μεσολαβεί μια σκηνή ζήλιας και τσακωμού. Η Λούσι μηχανορραφεί για την απόδραση του Μακχίθ, ενώ ο Πίτσαμ απειλεί τον αστυνόμο Μπράουν ότι θα εξαπολύσει όλους τους ζητιάνους του κατά την τελετή στέψης της βασίλισσας, κάτι που θα στοίχιζε τη θέση του…

Το σκηνικό της Εύας Μανιδάκη είναι ένας μεγάλος, ενιαίος χώρος μαζικής εργασίας, όπου συνυπάρχουν, συμβιώνουν και συγκρούονται μέχρις εσχάτων, μέρα και νύχτα, όλες οι διαφορετικές κατηγορίες ανθρώπων που απαρτίζουν την τόσο ιδιότυπη αλλά και τόσο οικεία κοινωνία της «Οπερας»: ζητιάνοι, πόρνες, μικροεγκληματίες, αστυνομικοί, μικρά και μεγάλα αφεντικά, αλλά και το υπέρτατο, αόρατο αφεντικό, πάνω από όλα και όλους. Κοφτές κινήσεις, καταιγιστικός ρυθμός, πυκνά γκρουπαρίσματα των ηθοποιών, σβέλτο, ειρωνικό ύφος στον λόγο και η ανυπέρβλητη, διεγερτική, τζαζίστικη μουσική του Κουρτ Βάιλ, σε ενορχηστρωτική επιμέλεια-διεύθυνση ορχήστρας Θοδωρή Οικονόμου, κυριαρχούν. Τα κοστούμια φιλοτέχνησε η Ιωάννα Τσάμη, η δημιουργία βίντεο είναι του Δημοσθένη Γρίβα, οι φωτισμοί του Λευτέρη Παυλόπουλου, η φωνητική διδασκαλία του Μιχάλη Παπαπέτρου και η κινησιολογική επιμέλεια της Αμάλιας Μπέννετ.

Σε έναν δυνατό πολυπληθή θίασο, τους πρωταγωνιστικούς ρόλους ερμηνεύουν οι: Χρήστος Λούλης (Μακχίθ), Καρυοφυλλιά Καραμπέτη (κυρία Πίτσαμ), Αγγελος Παπαδημητρίου (κύριος Πίτσαμ), Λυδία Φωτοπούλου (Τζένι), Νίκος Καραθάνος (αφηγητής, αστυνόμος Μπράουν), Νάντια Κοντογεώργη (Πόλι), Κίκα Γεωργίου (Λούσι), ενώ τους πλαισιώνει ζωντανά 12μελής ορχήστρα. Παίζουν: Αν. Αλμπάνης, Μ. Αφολαγιάν, Μπ. Γαλιατσάτος, Ελ. Γεροντάκη, Εφ. Γούση, Μ. Καβαλλιεράτου, Β. Κουκαλάνι, Ελ. Μπούκλη, Β. Μυλωνάς, Ν. Κοψιδάς, Μ. Νίκα, Γ. Τζαβάρας.

Μπρέχτ άνοιγμα.

Πηγή: www.ethnos.gr