Του Νικηφόρου Γκολέμη //

Εβδομάδα πολιτικών και πολιτειακών ζητημάτων αυτή που μας αφήνει, με τη συμπλήρωση 50 ετών από το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου και τον επερχόμενο πρώτο γύρο των γαλλικών εκλογών να βρίσκονται στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος.

-Στις γαλλικές εκλογές που διεξάγονται σήμερα, τα πράγματα είναι αρκετά ρευστά και οποιαδήποτε πρόβλεψη κρίνεται ανασφαλής. Οι δημοσκοπήσεις «δείχνουν» Μακρόν – Λεπέν στον β’ γύρο, η βεβαιότητα ψήφου όμως κυμαίνεται για τον ανεξάρτητο υποψήφιο σε πολύ χαμηλά επίπεδα, σε αντίθεση με τη Λεπέν που παρουσιάζει μεγάλα ποσοστά συσπείρωσης και δεν αποκλείεται να κόψει αυτή πρώτη το νήμα. Μια πρωτιά που μόνο αξία γοήτρου θα έχει, αφού οι πιθανότητές της στον δεύτερο γύρο είναι ελάχιστες, ανεξάρτητα με τον ποιο υποψήφιο θα βρει απέναντί της. Πάντως, με τον αριστερό Μελανσόν να «καλπάζει» στις τελευταίες δημοσκοπήσεις και την πιθανή στήριξη των συντηρητικών υποψηφίων ακόμα και την τελευταία στιγμή στον αποκαθηλωμένο Φιγιόν, η «μάχη» για τις δύο πρώτες θέσεις αναμένεται ενδιαφέρουσα.

Σε κάθε περίπτωση, οι γαλλικές εκλογές δεν μπορούν να αποτελέσουν έναν ασφαλή προθάλαμο των πολιτικών εξελίξεων που θα ακολουθήσουν στην Ευρώπη, αφού οι Γάλλοι ψηφοφόροι έχουν τα δικά τους κριτήρια, ενώ οι προεκλογικές εκστρατείες σημαδεύονται περισσότερο από σκανδαλοθηρίες παρά από σοβαρά επιχειρήματα. Από την καμαριέρα του Στρος Καν και τη χρηματοδότηση της προεκλογικής καμπάνιας Σαρκοζί από τον Καντάφι μέχρι τη σύζυγο Φιγιόν μπορεί να έχουν μεσολαβήσει κάποια χρόνια, όμως η μέθοδος τέλεσης προεκλογικής καμπάνιας παραμένει ίδια και απαράλλακτη. Με τέτοιου είδους «παρεμβολές» λοιπόν στην επιλογή των ψηφοφόρων, είναι δύσκολο να εξαχθεί ένα ασφαλές πολιτικό συμπέρασμα για το πού βαίνει η Ευρώπη ιδεολογικά. Χαρακτηριστικό είναι ότι ενώ η νίκη του Ολάντ προμήνυε περιορισμό της γερμανικής ηγεμονίας στην Ευρώπη και οικοδόμηση ισχυρού σοσιαλδημοκρατικού πόλου, τελικά ο Ολάντ μάς βγήκε… Ολαντρέου και η Μέρκελ απόλυτη κυρίαρχος του πολιτικού παιχνιδιού. Ψυχραιμία λοιπόν στα συμπεράσματα…

-Στην 21η Απρίλη τώρα, τη μία από τις δύο ημερομηνίες (η άλλη είναι η 17η Νοεμβρίου) που κάθε χουντολάγνος έχει «κυκλωμένη» στο ημερολόγιό του. Είναι η ευκαιρία να βγει από το λαγούμι του, να πάρει μια βαθιά ανάσα και να μοιραστεί με τους υπόλοιπους το «ποίημα» που του έμαθαν στον «Στόχο» και το «Μακελειό»: Στις 21 Απριλίου η κασέτα παίζει «μηδενικό έλλειμμα, ανοιχτά παράθυρα, δρόμοι και μυστρί», στις 17 Νοεμβρίου παίζει «κανένας νεκρός, αμερικανοκινούμενη εξέγερση (!) , πόρισμα Τσεβά (που ούτε το έχουν διαβάσει)». Η «φόρμα επιχειρηματολογίας» που δίδεται στους νοσταλγούς της χούντας από τα προσφιλή σε αυτούς μέσα – ο θεός να τα κάνει – ενημέρωσης είναι τόσο προβλέψιμη και ταυτόχρονα τόσο «τσακωμένη» με την αλήθεια που καθίσταται σχεδόν ανάξια σχολιασμού.

Για να λέμε όμως και του στραβού το δίκιο, η χούντα επιτέλεσε πράγματι ένα οικονομικό θαύμα. Διότι με τον μισό πληθυσμό στις φυλακές, στα βασανιστήρια και στην εξορία και τον άλλο μισό στο εξωτερικό, πρόκειται περί οικονομικού θαύματος το γεγονός ότι δεν κατόρθωσαν να επωφεληθούν από τη μετέπειτα διαμορφωμένη κατάσταση ούτε αυτοί που έμειναν πίσω. Παρά την αυξημένη ανάγκη για εργατικά χέρια, λόγω της πρωτοφανούς συρρίκνωσης του εργατικού δυναμικού εξαιτίας των προαναφερθέντων παραγόντων, οι μισθοί στη διάρκεια της επταετίας ακολούθησαν πτωτική πορεία! Αυτό μάλιστα, το λες θαύμα. Ανάλογο «θαύμα» μπορεί να χαρακτηριστεί και το φαγοπότι που στήθηκε κατά τη σχεδιαζόμενη ανέγερση του «Τάματος του Έθνους», θαύμα το οποίο μπορεί να συγκριθεί μόνο με τον πολλαπλασιασμό των πέντε άρτων και των δύο ιχθύων. Όπως ο Χριστός τάισε 5000 ανθρώπους (είχε μεγάλη λίστα καλεσμένων βλέπετε) με πέντε ψωμιά και δύο ψάρια, έτσι και οι χουντικοί «τάισαν» τους δικούς τους ανθρώπους (ό,τι μπορεί ο καθένας) με μια μακέτα και ένα ταμείο δωρεών. Δεν το λες και αμελητέα επίδοση…

Ανεξάρτητα από την πλήρη ασυμφωνία χουντικού αφηγήματος και γεγονότων, παρουσιάζεται ένα επιπλέον πρόβλημα. Για κάποιον ανεξήγητο λόγο, οι νοσταλγοί της χούντας θεωρούν ότι η αποτυχία της μεταπολίτευσης τούς δικαιώνει, ισχυροποιεί τη θέση τους και δίνει επιπλέον «πάτημα» για τη διάδοση των ισχυρισμών τους. Πρόκειται για μια μάλλον ελληνική πρωτοτυπία, αφού μόνο στην ελληνική πολιτική σκηνή παρατηρείται η τάση να δικαιώνεται κάποιος αποτυχημένος, όταν ο διάδοχός του αποδεικνύεται εξίσου ανίκανος ή ακόμα χειρότερός του. Η εν λόγω προσέγγιση αποτελεί τον ορισμό της πολιτικής σχιζοφρένειας, αφού ο πολιτευτής που ασκεί τα καθήκοντά του σε μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο και με ένα ορισμένο και μοναδικό πλαίσιο συνθηκών κρίνεται συγκριτικά με τον επόμενο ή τον προηγούμενο, που έχει δράσει σε διαφορετικό χρονικό διάστημα υπό διαφορετικές συνθήκες. Ακόμα λοιπόν κι αν δεχθούμε έναν εξισωτισμό επταετίας – μεταπολίτευσης (που εξ ορισμού είναι ανεπίτρεπτος και επικίνδυνος), το επιχείρημα ότι η χούντα θα τα κατάφερνε καλύτερα στις μέρες μας στερείται οποιασδήποτε αποδεικτικής βάσης. Είναι εξίσου έωλο με το επιχείρημα ενός προπονητή, ο οποίος θα ψέξει τον παίκτη του που αστόχησε δραματικά στο κρίσιμο πέναλτι, με την αιτιολογία ότι θα έπρεπε να το είχε εκτελέσει με το… κεφάλι, αφού έτσι θα μπορούσε να είχε σκοράρει!

Το ζήτημα της χουντολαγνείας δεν είναι λοιπόν πολιτειακό, αλλά καθαρά εγκεφαλικό. Είναι ζήτημα κοινής λογικής και στοιχειώδους αντίληψης το να μην αναλώνεσαι στο αναμάσημα αναπόδεικτων ισχυρισμών. Όσο όμως αρνείσαι να δεις μπροστά σου τα προβλήματα που υψώνονται, μπορείς να ψάχνεις χουντικούς από μηχανής θεούς και ταυτόχρονα να χορεύεις καλαματιανό στους ήχους του «Ωρέ Γιώργο Παπαδόπουλε».