Από τον Μιχάλη Καφαντάρη //

Από ένα προσωπικό περιστατικό του φίλου μου Η.Σ.

Αύγουστος 1977.

O Η. αποφάσισε μια μέρα να κάνει ένα πάρτυ.

Το πρόβλημα ήταν ότι δεν είχε χώρο στο σπίτι του.

Επίσης, το πρόβλημα ήταν ότι δεν είχε ούτε δίσκους ούτε κασέτες.

Επίσης, το πρόβλημα ήταν ότι ζούσε σε ένα χωριό στη Μακεδονία στα τέλη του ’70 και εκεί δεν είχε ξαναγίνει ποτέ πάρτυ. Ο ίδιος όμως είχε δει μια-δυο φορές να γίνονται σε κάτι έργα στην τηλεόραση, τη μοναδική που υπήρχε στο χωριό, αυτή του καφενείου που ήταν επίσης το μοναδικό στο …

-Για μισό λεπτό … Του καφενείου, ε?

-Ο Η. μόλις είχε λύσει το πρόβλημα του χώρου, με το μοναδικό καφενείο του χωριού και αφού ακούμπησε στον ιδιοκτήτη κάτι οικονομίες, συμφώνησαν να πάρει όλο το μαγαζί αγκαζέ για ένα βράδυ.

apisteutos-timokatalogos-se-kafeneio-tis-ptolemaidas.w_hrΜια Κυριακή στη μακρόστενη μικρή αίθουσα, μαζεύτηκαν καμιά εικοσαριά αγόρια και κορίτσια – τόσα είχε το χωριό όλα και όλα – και έκατσαν γύρω από τα τραπέζια που ήταν βαλμένα σε σειρά στο κέντρο, ενώ απ’ έξω είχε μαζευτεί σχεδόν ολόκληρο το χωριό να κοιτάζει με περιέργεια από την τζαμαρία, με τις μανάδες μάλιστα μπροστά-μπροστά που ήθελαν να σιγουρευτούν κυρίως πως κανείς δεν θα πιάσει τον κωλο της κόρης τους εκείνη τη νύχτα .

Το πρόβλημα της μουσικής λύθηκε στα πρόχειρα με ένα τρανζίστορ εντελώς καμινέτο που από το ηχείο έβγαζε κάτι λαϊκά τραγούδια ανάμεικτα με μια φωνή, που καβάλαγε κάθε τόσο τη συχνότητα, να λέει κάτι ακατανόητα “ιτς -μπιτς- μπουτς-ουτς” που μοιάζαν λίγο με γιουγκοσλάβικα, λίγο με τις συντεταγμένες του Τιτανικού.

Άνοιξαν κάτι πορτοκαλάδες κάτι κοκακόλες, μια ρετσίνα, στραγάλια, δυο-τρεις κάπνιζαν φανερά, αλλά κατά τ’ άλλα το πράγμα δεν έλεγε να ξεκινήσει. Ήταν για όλους η πρώτη φορά. Γίνανε δυο-τρία πηγαδάκια, αλλά τι καινούριο να πεις με κάποιον που τον βλέπεις κάθε μέρα. Αμηχανία ξανά μέσα στο μαγαζί και απ’ έξω όλο το χωριό εκεί, μπάστακας, να κοιτάει σαν να στέκεται μπροστά σε γυάλα με χρυσόψαρα και να μουρμουρίζει. Ο καφετζής άρχισε να εκνευρίζεται, έτσι όπως πήγαινε ψόφιο το πράγμα σε λίγο θα έπρεπε να δικαιολογηθεί στους άλλους θαμώνες του χωριού, που τους άφησε χωρίς καφενείο κυριακάτικα. Πίσω από την τζαμαρία έπρεπε να φαίνεται ότι υπάρχει γλέντι πάση θυσία.

-Ο καφετζής είχε κάνει για λίγο στη Γερμανία το ’50, αλλά αφού μάζεψε κάτι λεφτά επέστρεψε πίσω. Από τη Γερμανία μαζί με τ’ άλλα έφερε και ένα βαλιτσάκι πικάπ με κάτι δισκάκια 45άρια. Πήγε και το έφερε από το σπίτι του.

-“Σηκωθείτε ρε, ολόκληρα παιδιά να χορέψετε, αυτά είναι κάτι ξένα που τα ακούγανε στην Γερμανία όταν πήγα’’, είπε… έκλεισε το ραδιόφωνο και μετά άφησε τη βελόνα να γρατζουνίσει έναν από τους δίσκους. Ξαφνικά το καφενείο πλημμύρισε από ροκ και ρολ μουσική και τη φωνή του Έλβις που τα παιδιά άκουγαν πρώτη φορά.

thumbnail_kafantaris anoigmaΟ καφετζής πλησίασε τον Η.

“Άντε χορέψτε” του είπε επιτακτικά και έκανε νόημα και στους άλλους να βγάλουν τα τραπέζια από τη μέση.

Αλλά πού να χορέψουν? Πώς? Δεν είχαν ιδέα. Τα κορίτσια ούτε να το συζητήσουν, οι μαμάδες απ’ έξω έτοιμες να μπουκάρουν, τα αγόρια άκουγαν λαϊκά και ντρέπονταν περισσότερο από τα κορίτσια να κουνηθούν.

Τότε ο Η. για να γλιτώσει την πίεση του καφετζή, άρπαξε το πρώτο μπράτσο που βρήκε μπροστά του, το έσφιξε και τράβηξε τον καλεσμένο όρθιο.

“Άντε πάμε” του είπε γελώντας και τότε ο δεύτερος τράβηξε έναν τρίτο, που σήκωσε με τη σειρά του ένα κορίτσι που έβαλε τα γέλια και αυτό συνεχίστηκε μέχρι που όλα τα παιδιά μπήκαν στο νόημα.

-Αν είναι να χορέψουμε, ας χορέψουμε όπως ξέρουμε και όπως επιτρέπεται να χορεύουν αγόρια κορίτσια μαζί σ’ αυτά τα μέρη.

Στο μικρό καφενείο ενός χωριού στη Μακεδονία στα τέλη του ’70, εκείνη τη νύχτα της Κυριακής ακούστηκαν για πρώτη φορά εφηβικά γέλια όσο η φωνή του Έλβις συνόδευε μέσα από το παλιό πικάπ, πνιχτή και δωδεκάμετρη, είκοσι παιδιά που χόρευαν τσάμικο.

Το πάρτυ είχε σωθεί.

Δυο μέρες αργότερα πέθανε ο Έλβις.