του Γιάννη Παναγόπουλου //

Τι θα κάνεις μετά; Έπειτα από αυτή τη συνέντευξη εννοώ, ρωτώ. «Είναι αργά και νομίζω ότι θα βρέξει. Θα πάω σπίτι για μουσική, βιβλίο και ένα ποτήρι ρακί» λέει η Παυλίνα Βουλγαράκη. Πριν από λίγη ώρα μιλούσε για ποίηση, για την αξία του Παύλου Σιδηρόπουλου στην ελληνική μουσική, το νέο της άλμπουμ «Μωβ καληνύχτες», την απόλαυση να μοιραστεί χώρο και χρόνο στο στούντιο με τον Μπάμπη Στόκα και τον Ψαραντώνη. Δεν ξέρω αν ακόμα μπορώ να συνηθίσω στην ιδέα πως κόρη πολιτικού πάει για καριέρα στο τραγούδι. Ισως κι εσείς, τώρα που τα μάτια σας τρέχουν σ’ αυτές τις γραμμές, σκέφτεστε το ίδιο. Αν ναι, απλώς λέω πως αυτή η σκέψη είναι ένα εντελώς δικό μας πρόβλημα. Η Παυλίνα Βουλγαράκη λατρεύει αυτό που κάνει. Τραγουδά, γράφει μουσική, γράφει στίχους. Βάλε στην άκρη κάθε βαρετή προκατάληψη. Η Παυλίνα θέλει να μάθει αν σου αρέσει η φωνή της. Γι’ αυτό τον λόγο θέλει να συστηθεί μαζί σου. «Πιάσ’ την» live. Στο φινάλε του μήνα θα εμφανιστεί στον Σταυρό του Νότου στην Αθήνα. Σύντομα θα είναι στη Θεσσαλονίκη και συντομότερα απ’ αυτό, στην Κρήτη.

– Διάβασα σε παλιότερη συνέντευξή σου να μιλάς για τις δυσκολίες που βίωσες μεγαλώνοντας σε μια οικογένεια που η πολιτική ήταν τρόπος ζωής. Εχεις σκεφτεί πως θ’ ακούς για πολύ καιρό ακόμα ερωτήσεις για την οικογενειακή σου ταυτότητα;

-Ήταν η πρώτη μου συνέντευξη πριν από 4 χρόνια. Όταν έκανα τα πρώτα βήματα σε έναν άλλο κόσμο, πριν καν βγει ο πρώτος δίσκος «Λαβύρινθοι» (2014). Αν με ρωτούσε κανείς τώρα θα αποκαλούσα τις δυσκολίες «δώρα», όμως η αλήθεια είναι πως έχει να μου τύχει τέτοια ερώτηση πολύ καιρό. Ισως μία τα τελευταία δύο χρόνια.

-Έστω κι έτσι, στην ίδια συνέντευξη πιο συνταρακτικό και από την ερώτηση – απάντηση για την οικογένειά σου ήταν να πεις πως «λατρεύεις» τον Παύλο Σιδηρόπουλο. Έχεις τα νιάτα με το μέρος σου. Ο Παύλος Σιδηρόπουλος είναι τοτέμ μιας άλλης εποχής. Τι έγινε; Από την ημέρα που έφυγε από τη ζωή ξεμείναμε από ροκ «ήρωες»;

-Παίρνουμε την πληροφορία, αυτήν που μας ταιριάζει και προσπαθούμε να την πάμε ένα βήμα προς όπου νομίζουμε παρακάτω. Κάπως έτσι το βλέπω. Από τον τρόπο που τον έχω παρατηρήσει πιστεύω ότι κάπως έτσι έκανε κι εκείνος. Στα κείμενά του φαίνονται οι επιρροές του από κάποιους που μάλλον αγαπούσε, όπως τον Αναγνωστάκη ή τον Dylan. Και μετά σαν να το πήγε μ’ έναν πηγαίο τρόπο, αλλά και κάπως συνειδητό, ένα βήμα παρακάτω. Ροκ ήχος στα ελληνικά. Ποίηση, όχι τόσο πολιτικοποιημένη, παρά την εποχή, όμως απόλυτα κοινωνική, αληθινή, «βρόμικη», όπως είχα ακούσει να λέει σε μια συνέντευξή του, αν θυμάμαι καλά, αλλά και αγνή, ευαίσθητη και φυσικά ερωτική. Ανθρώπινη κι αυθεντική. Για να επιστρέψω στην ερώτηση, ήρωες είναι οι γενναίοι και θα υπάρχουν πάντα. Το σύμπαν τούς αναθέτει την αποστολή και θα συμβαίνει αυτό αιώνια, ώστε εμείς να βρίσκουμε την άκρη μας. Πιστεύω ότι έχουμε τέτοιους καλλιτέχνες. Κι ότι κάπου κάποιος που δεν τον ξέρουμε – τώρα που μιλάμε – κάνει σε κάποιο δωμάτιο κάτι πολύ σπουδαίο και αυτό αργά ή γρήγορα θα φτάσει σ’ εμάς.

-Είναι ο Παύλος Σιδηρόπουλος ο Jim Morrison της Ελλάδας;

-Είναι σπουδαίοι ποιητές της ροκ. Όμως δεν τις πολυκαταλαβαίνω αυτές τις αντιστοιχίες.

– Πώς ορίζεις τη λέξη καριέρα στη δική σου περίπτωση;

-Στη δική μου περίπτωση το «καριέρα» δεν υπάρχει. Ίσως και να το ήθελα πολύ, ίσως και κατά βάθος όχι. Απέρριψα τη λέξη πάντως. Προς το παρόν υπάρχει μια αρχή μιας μουσικής πορείας κατά τη διάρκεια της οποίας παρατηρώ τα στάδια. Κάποτε ακολουθούσα ό,τι έφερνε ο άνεμος, είτε το ένιωθα είτε όχι. Από συνεργασίες μέχρι παραστάσεις. Δεν ξέρω γιατί, αλήθεια. Πλέον νομίζω ότι ξέρω τι κάνω. Και η συνειδητοποίηση αυτής της σκέψης ήταν λυτρωτική.

-Τι ετοιμάζεις αυτό το διάστημα;

-Κυκλοφόρησε πρόσφατα ο δεύτερος δίσκος μου – «Μωβ καληνύχτες» – κι ανυπομονώ για τα δύο live που θα κάνουμε στον Σταυρό του Νότου τις Πέμπτες 22 και 29 Μαρτίου. Μέχρι τότε έχουμε Κρήτη 9-10 Μαρτίου και Θεσσαλονίκη στις 16.

– Με τον Μπάμπη Στόκα στο στούντιο, δώσε μας μια σκηνή μαζί του που θα μείνει ανεξίτηλη στη μνήμη σου.

-Με τον Μπάμπη έχω ζήσει πάρα πολλά πράγματα επειδή συνεργαζόμασταν για πολύ καιρό, όπως έχουμε κάνει και πολλή παρέα. Θυμάμαι πως μ’ έκανε να καταλάβω ότι πιο σημαντικό είναι να τραγουδάει η ψυχή κι ας σπάει η φωνή, παρά μια αψεγάδιαστη, αποστειρωμένη ή στοχευμένη τέλος πάντων ερμηνεία. Σε στούντιο η πιο πολύτιμη εμπειρία μου ήταν με τον Ψαραντώνη.

-Ποιο είναι το κομμάτι που έχεις στο repeat αυτό το διάστημα όταν ακούς μουσική;

-Τα τελευταία 3 χρόνια σίγουρα κάθε μέρα ακούω το «Αnother Νight Ιn» των Τindersticks.
Κατά τα άλλα, τρώω κολλήματα όπως πέρσι με την St. Vincent και σε αυτή τη φάση με τους The National.

-Αθήνα. Μια πόλη πέντε εκατομμυρίων που έχει τέσσερις – πέντε μουσικές σκηνές και 100 μαγαζιά κατηγορίας «πίστας». Πώς σου ακούγεται αυτό;

-Μου ακούγεται εντάξει. Έχω καταλήξει ανεπιτυχώς και σε πίστες ύστερα από ατελείωτα ξενύχτια. Αν όμως κάποτε αυτό αντιστραφεί θα είναι μια νίκη.