Της Αγγελικής Κώττη //

Tο θέμα του νέου βιβλίου του Παύλου Θ. Κάγιου «Ο κλήρος της τρικυμίας» είναι άκρως προκλητικό. Σε σημείο  που κάνει τον συγγραφέα του να το θεωρεί ως «Το πιο ακραίο και τολμηρό μου. Αναφέρεται στην ιστορία ενός απαγορευμένου –από ανθρώπους και …θεούς – έρωτα. Μιας παράνομης αγάπης από νόμους, θρησκείες, επιστήμη»…

Ήρωές του, ο Θόδωρος και η Ιωάννα, δύο νέα παιδιά που ερωτεύονται με την πρώτη ματιά, αγνοώντας πως «μέσα στης τύχης θα πιαστούν τη μήτρα» κουβαλώντας αμαρτίες γονέων. Η Ιωάννα είναι απαρνημένη από γονείς κι αλλιώτικα «γραμμένη» στο πρόσωπο. Ο Θόδωρος, αν και πλουσιόπαιδο, αισθάνεται να ’χει γεννηθεί λειψός και αποκομμένος. Πνίγεται με τους καβγάδες στην οικογένειά του για μια διαθήκη του προπάππου του – που επί δεκαετίες κρατάει αιχμάλωτους τους κληρονόμους – και φεύγει στο εξωτερικό.

Γνωρίζοντας την Ιωάννα στη Νέα Υόρκη αισθάνεται να συναντά αυτό που του λείπει από τη ζωή. Και βρίσκει σωτηρία στην πονεμένη αιωνιότητα του χαμόγελού της, στην απεραντοσύνη του υγρού βλέμματός της. Το αμαρτωλό παρελθόν όμως επιστρέφει και εισβάλλει στη ζωή τους, ξεσκεπάζοντας οικογενειακές συνωμοσίες και ψέματα. Αποκαλύπτονται μυστικά που γίνονται δεσμά γι’ αυτούς και τον καρπό του «παράνομου» έρωτά τους.

Θα τολμήσουν να πάνε κόντρα στη μοίρα; Ή θα υποταχθούν στην ύβρη που προκάλεσε η πράξη ενός «Οιδίποδα εχθρού», ενός πατέρα που «βίασε» το πεπρωμένο τους όταν γεννιόντουσαν;

-Ποιος, άραγε,  αποφασίζει στη ζωή μας; Εμείς ή όλα είναι γραμμένα στο τυχερό ή άτυχο αστέρι μας;

-Παλιά πίστευα πως στη ζωή μας οι πράξεις μας καθορίζουν τη τύχη μας. Σήμερα δεν ξέρω σε τι ποσοστό καθορίζεται η τύχη μας από τις δικές μας αποφάσεις ή από τις γονιδιακές καταβολές, τις πράξεις των γεννητόρων μας ή το πεπρωμένο, τη μοίρα. Οι ήρωες του βιβλίου πιάνονται αιχμάλωτοι από τις αποφάσεις άλλων – και πιο συγκεκριμένα του πατέρα τους…  Η όλη ιστορία του βιβλίου ξεκίνησε από τη διαπίστωση που έχω κάνει μέχρι σήμερα στη ζωή μου πως οι κληρονομιές είναι και σκλαβιές των κληρονόμων καθώς όλη τους η ζωή καθορίζεται από αυτές. Μέσα, λοιπόν, από μια διαθήκη που αφήνει στους απογόνους του ένας αιωνόβιος, σχεδόν, ηλικιωμένος, επικρατεί επί 35 χρόνια –από το 1981 που πεθαίνει μέχρι τις μέρες μας… – εμφύλιος πόλεμος μεταξύ των κληρονόμων χωρίς να είναι αθώος και αυτός που άφησε τη κληρονομιά καθώς την άφησε έτσι που να τους έχεις δεμένους χειροπόδαρα… Και πίσω από αυτή την υλική κληρονομιά που σκλαβώνει τους κληρονόμους, ξεσκεπάζεται ακόμα μια πιο βαριά κι ασήκωτη «σκλαβιά», αυτή της επέμβασης στην ελευθερία βούλησης στη ζωή των  επιγόνων»…

-Γιατί επιλέξατε να ασχοληθείτε με ένα θέμα ταμπού;

-Γιατί ήθελα να φτάσω στην καρδιά της κακοδαιμονίας που διατρέχει την ελληνική κοινωνία από την εποχή που απελευθερωθήκαμε από τους Τούρκους. Ποια είναι αυτή; Ο μη απογαλακτισμός – όχι μόνο από την οικογένεια… – η άρνηση της ενηλικίωσης και η αναζήτηση ενόχων – εντός κι εκτός της χώρας –χωρίς ποτέ να θεωρούμε ότι φταίμε εμείς οι ίδιοι .

-Και πώς βλέπουν την Ελλάδα οι δύο νεαροί ήρωές σας;

–  Δυστυχώς, εμείς οι ίδιοι βάλαμε με τα έργα μας τα χέρια μας και βγάλαμε τα μάτια μας.  Πριν απ’ όλα, η  οικονομική κρίση γύρω μας είναι ηθική. Κι αυτό γιατί είχαμε χάσει κάθε αίσθημα αξιοκρατίας, δικαιοσύνης, σεβασμού. Μα η αλήθεια και το ψέμα είμαστε εμείς. Ο λησμονημένος εαυτός μας. Οι ξεχασμένες αλήθειες μας. Πολλοί ήταν αυτοί που ελπίσανε – μαζί τους κι εγώ – πως με την αριστερά στη διακυβέρνηση της χώρας  θα έρθουν καλύτερες μέρες αλλά, ήδη, από τους πρώτους μήνες, όλο και πιο πολλοί απογοητεύονταν, για να μην υπάρχει κανείς σήμερα που να μην είναι οικτρά απογοητευμένος από το γνωστό σλόγκαν «πρώτη φορά Αριστερά».

Και με αφορμή αυτή την ερώτηση, μου έρχονται  στο νου τα λόγια του Δημήτρη, του ήρωα του προηγούμενου βιβλίου μου – «Μη μ’ αφήσεις να χαθώ» – που μονολογούσε: Για να σωθείς/Πρέπει πρώτα να χαθείς/Για να γελάσεις/Πρέπει πρώτα να κλάψεις/Για να ζητάς τα ρέστα/Πρέπει πρώτα να πληρώσεις/Για ν’ αναστηθείς/Πρέπει πρώτα να πεθάνεις/

Μόνο οι βρικόλακες και η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνουν»

-Ποια πράγματα κατά τη γνώμη σας απαιτούν το μεγαλύτερο θάρρος στην πορεία της ζωής μας;

-Η δύναμη να λες την αλήθεια στον ίδιο σου τον εαυτό. Το θάρρος να αυτοσαρκάζεσαι και να κριτικάρεις εσένα τον ίδιο, όχι για να τον φέρεις στον «ίσιο δρόμο», αλλά για να τον κάνεις να είναι πιο τίμιος και ειλικρινής με σένα τον ίδιο και με τους άλλους, να τους κατανοεί και να μη τους πυροβολεί με το πρώτο. Να δέχεται την διαφορετικότητα του άλλου, είτε αυτός είναι πολιτικός αντίπαλος ή  ξένος, είτε έχει άλλα όνειρα, σχέδια, άλλες ερωτικές προτιμήσεις από τις δικές μας. Η αλήθεια και το ψέμα δεν είναι μονοδιάστατες έννοιες. Ο καθένας μας κουβαλάει και τα ψέματα και τις αλήθειες του με τις οποίες καλύπτει, κατ’ αρχήν, τις ίδιες τις πράξεις του. Η αυτογνωσία  είναι ένας δρόμος που δεν έχει τέλος, επομένως κανενός ανθρώπου η ζωή δεν φτάνει να τον διανύσει.

-Η μοίρα είναι τόσο ισχυρή που ακόμα κι αν είσαι στη Νέα Υόρκη, όπως οι ήρωες σας, θα σε βρει;

-Κανείς δεν μπορεί να ξεφύγει από τη μοίρα του, οι αρχαίοι πρόγονοί μας την είχαν και πιο πάνω από τους Θεούς.  Άλλο αυτό κι άλλο η μοιρολατρεία και η παθητικότητα .

-Άρα, είμαστε δέσμιοι του παρελθόντος μας;

-Όταν έχει να κάνει με την γονιδιακή κληρονομικότητα και τις πράξεις, τις αποφάσεις των προγόνων μας, ναι, σε μεγάλο βαθμό είμαστε αιχμάλωτοι.. Θέλει πολλή προσπάθεια και αγώνα για να πάρεις την τύχη της ζωής σου στα δικά σου χέρια. Αλλά κι αυτό αν το κατορθώσεις, τα σημάδια, οι λαβωματιές από τα έργα των προγόνων παραμένουν.

-Την εποχή της οικονομικής κρίσης που ρίχνει  στη φτώχια  έναν ολόκληρο λαό, τον ελληνικό, ποια τύχη μπορεί να έχουν τα βιβλία;

-Το διάβασμα είναι παρηγοριά και ελπίδα στους δύσκολους καιρούς. Όταν, όμως, δεν έχεις να φας, τα 10 ή 15-20 ευρώ που κοστίζει ένα βιβλίο, είναι απαγορευτικά νούμερα για πολλούς συμπολίτες μας στο να αποκτήσουν ένα βιβλίο. Ναι, στην Ελλάδα είναι ακριβά τα βιβλία. Πριν λίγο καιρό μού έτυχε ένα περιστατικό που με άφησε άφωνο: Έτρωγα  στη πλατεία Συντάγματος ένα κουλούρι που είχα αγοράσει από τον πάγκο βγαίνοντας από το Μετρό, και ξαφνικά παρατήρησα έναν 40άρη να έχει καρφωμένα τα μάτια του πάνω μου. Στην αρχή παραξενεύτηκα γιατί ο άνθρωπος δεν έμοιαζε ούτε για ζητιάνος, ούτε για ναρκομανής. Συνέχισε να έχει καρφωμένα πάνω μου τα μάτια του κι ύστερα από λίγο με πλησίασε και μου είπε σε άπταιστα ελληνικά «είμαι όλη τη μέρα νηστικός, μπορείτε να μου δώσετε λίγο από το κουλούρι σας να φάω;». Τότε κατάλαβα το αληθινό μέγεθος της εξαθλίωσης που ζουν πολλοί συμπολίτες μας. Ναι, ζούμε μια νέα Κατοχή!

-Ποιος νομίζετε ότι είναι ο μεγαλύτερος εχθρός της λογοτεχνίας;

-Η αδιαφορία, η απάθεια και ο σνομπισμός προς τον συνάνθρωπό μας. Αυτά μας κάνουν αναίσθητους, κενούς, άδειους, αδιάφορους για ό,τι συμβαίνει γύρω μας. Δε λέω, λογοτεχνία μπορείς να κάνεις και με τέτοια συναισθήματα αλλά δεν είναι αυτή που προτιμώ εγώ.

-Ο Σολωμός έλεγε «τα σπλάχνα μου και η θάλασσα ποτέ δεν ησυχάζουν», οι ήρωές σας είναι τόσο ανήσυχοι μέσα τους;

– Για μένα αυτή η «ανησυχία» είναι  πηγή της δημιουργίας, το «ησύχασα» μού μοιάζει και λίγο σαν «πέθανα». Όσο πιο ανήσυχος νιώθω μέσα μου, τόσο πιο θετική είναι η σκέψη μου και εντείνω τις προσπάθειές μου να ανακαλύψω τα «μυστήρια» του κόσμου και της ψυχής μου».

-Τι σημαίνει για σας «διαβάζω ένα βιβλίο»;

– Μεγάλη λογοτεχνία είναι αυτή που φωτίζει τα σκοτάδια της ψυχής μας, ακόμα κι όταν «καίγεσαι» μέσα της ή, μάλλον, πιο πολύ τότε την αγαπώ γιατί ΠΑΣΧΕΙ με τα πάθη των ηρώων της – και με τα δικά μου, εμένα του αναγνώστη. Ένα τέτοιο βιβλίο είναι και τα «Έθιμα ταφής» της Χάνας Κεντ που διάβασα τελευταία. Τέτοιο βιβλίο είχα χρόνια να διαβάσω και πολύ θα ήθελα – δεν το κρύβω – να το είχα γράψει εγώ.