Από τον Μιχάλη Καφαντάρη //

Εποχή: Ιούνιος 1991.

Δεκέμβρη του ’90, ο Παύλος Σιδηρόπουλος θα βρεθεί νεκρός από ηρωίνη. Ελάχιστοι στην ηλικία των 15-16 είχαν προλάβει τον Έλληνα περφόρμερ σε κάποια ζωντανή του εμφάνιση (δεν ήμουν ένας απ ‘αυτούς). Οι περισσότεροι έφηβοι της εποχής έμαθαν για πρώτη φορά τότε το όνομά του, διαβάζοντας στις εφημερίδες πως έφυγε “ρομαντικά”, δηλαδή άδικα και πρόωρα από ναρκωτικά, σύμφωνα με τις επιταγές της παγκόσμιας ροκ μυθολογίας. Τον έθαψαν στο νεκροταφείο του “Κόκκινου Μύλου”. Όπως συνήθως γίνεται σ’ αυτές τις περιπτώσεις, τα τραγούδια του έγιναν ανάρπαστα .

Λίγους μήνες μετά, Σάββατο αρχές του καλοκαιριού, μεσημέρι προς απόγευμα, εγώ και ένας φίλος, δεκαπέντε στα δεκαέξι και οι δύο, πήραμε το λεωφορείο για τον “Κόκκινο Μύλο”, με σκοπό να επισκεφτούμε τον τάφο του Σιδηρόπουλου.

Η εφηβεία είναι μια μπερδεμένη ηλικία όπως και να το δεις. “Μύλος” που λένε, γι’ αυτό και ήμαστε χαρούμενοι που ένας αυθεντικός ροκάς μπήκε στον κόπο να πεθάνει την κατάλληλη στιγμή, τώρα που η σκοτεινή αλλά μυθική για μας που δεν τη γνωρίσαμε, εποχή του ’80 θα έπρεπε κανονικά να είχε σβήσει, αλλά ένας θάνατος από ηρωίνη της είχε δώσει ξαφνικά παράταση.

Τρέχαμε λοιπόν να αρπάξουμε όπως-όπως τον μύθο από τα μαλλιά, ό,τι προλάβουμε.

Είχαμε πιει από τέσσερις-πέντε μπύρες ο καθένας πριν ξεκινήσουμε γιατί έτσι έπρεπε να πάμε στον τάφο. Αυτό ήταν το πρώτο μέρος του σχεδίου. Έξω από το νεκροταφείο αγοράσαμε και άλλες μπύρες, τσιγάρα και από ένα τριαντάφυλλο ο καθένας από το μαγαζί με τα λουλούδια .

Ρωτήσαμε για τον τάφο στην είσοδο, με ένα ύφος λες και αγοράζαμε εισιτήρια από ταμείο κινηματογράφου.

Οι χαρωπές μας φάτσες μάλλον δεν ταίριαζαν με το ήρεμο και σιωπηλό περιβάλλον και ίσως αυτό να έκανε τον υπάλληλο να μας υπενθυμίσει κάπως καχύποπτα πως το νεκροταφείο θα έκλεινε σε δυο-τρεις ώρες. Δεν αργήσαμε να βρούμε το μνήμα.

Δεν θυμάμαι καλά, αλλά νομίζω ότι απουσίαζε ο σταυρός στον τάφο γιατί ο θάνατος από ναρκωτικά μετρούσε για την Εκκλησία της Ελλάδας σαν αυτοκτονία. Εκατοντάδες πριν από μας είχαν έρθει να γράψουν με μαρκαδόρους, μηνύματα αποχαιρετισμού, αφιερώσεις και στίχους από τα τραγούδια του καλλιτέχνη, πάνω στο μάρμαρο ή να αφήσουν κάποιο προσωπικό αντικείμενο δίπλα στις φωτογραφίες του.

Η στιγμή ήταν ιερή και έτσι βάλαμε σε εφαρμογή το τρίτο και σπουδαιότερο μέρος του σχεδίου αποφασισμένοι να πρωτοτυπήσουμε. Βγάλαμε ένα μαύρο σπρέι και με άγρια χαρά ψεκάσαμε τα τριαντάφυλλα. Μετά ανοίξαμε ένα μπουκάλι μπύρα και αφού χύσαμε λίγο πάνω στον τάφο (κάτι σαν σπονδή προς τον νεκρό), το κάναμε βάζο για τα λουλούδια μας και το ακουμπήσαμε πάνω στη μαρμάρινη επιφάνεια.

Περήφανοι καθίσαμε στο διπλανό τάφο και αρχίσαμε να πίνουμε πάλι και να καπνίζουμε μέχρι που γίναμε εντελώς γκολ. Η εφηβεία είναι μια μπερδεμένη ηλικία όπως και να το δεις γιατί το πράγμα χόντρυνε κι άλλο. Σαν αστείο στην αρχή, ξεκίνησε ανάμεσά μας κάτι σαν κόντρα σχετικά με τον ποιον από τους δύο θα προτιμούσε για παρέα του ο Σιδηρόπουλος αν ζούσε, για να εξελιχθεί σύντομα σε συζήτηση κορυφής για το ποιος είναι ο πιο ροκάς από τους δύο, δηλαδή ποιος είναι ο πιο μάγκας.

Η κόντρα βέβαια δεν έμεινε μόνο στα λόγια. Κάναμε χάλια το μέρος.

Για να μου τη σπάσει ο φίλος μου και ανταγωνιστής πήρε το σπρέι και έγραψε στο τσιμέντο γύρω από τον τάφο: ΑΝΤΕ ΚΑΙ ΚΑΛΗ ΤΥΧΗ, ΜΑΓΚΑ … αλλάζοντας έναν στίχο του Σιδηρόπουλου. Τότε βουτάω και εγώ το σπρέι και από την άλλη πλευρά και γράφω και εγώ έναν αλλαγμένο στίχο: ΜΕΧΡΙ ΝΑ ΣΕ ΞΥΠΝΗΣΕΙ ΑΠΟΤΟΜΑ Η ΦΩΝΗ ΣΟΥ …

Τότε αυτός ξαναβουτάει το σπρέι πατάει πάνω στον τάφο και γράφει ενα μεγάλο Κ στο κέντρο από το τραγούδι “Στην Κ …”, Για απάντηση, πήρα με τη σειρά μου το σπρέι και πατώντας και εγώ πάνω στο μνήμα, έγραψα ένα μεγάλο “Η” από το ομώνυμο τραγούδι …

– Σταματήστε ρε μαλακισμένα !!!

Γυρίσαμε και οι δύο και είδαμε να πλησιάζουν τρέχοντας από το βάθος μια παρέα από τρεις μαλλιάδες και δύο κοπέλες, η μία ξανθιά ή άλλη μελαχρινή, φαίνονταν όλοι τους τουλάχιστον είκοσι χρόνια μεγαλύτεροι από εμάς. Φρικιά των 70s. Ήταν φίλοι του Σιδηρόπουλου, πραγματικοί του φίλοι.

 

image

Με το που τους είδαμε πατήσαμε από τάφο σε τάφο και απομακρυνθήκαμε σε απόσταση ασφαλείας αλλά δεν φύγαμε.

Αυτοί πλησίασαν τον τάφο, μία από τις κοπέλες μόλις είδε τα μαύρα τριαντάφυλλα τα πέταξε μακριά ενώ ένας μουσάτος άρχισε να μας βρίζει.

-Εσείς ρε κωλόπαιδα αφήσατε τις προάλλες τα υπνοστεντόν δίπλα στη φωτογραφία του?

– “Όχι, εμείς αφήσαμε τα τριαντάφυλλα.”

– “Ωραία μαλακία κάνατε” είπε ένας άλλος με γυαλιά και μούσια, “εδώ οι συγγενείς από τους γύρω τάφους φωνάζουν ότι βρωμίζουμε τον χώρο και εσείς τους δίνετε αφορμές συνέχεια με τις παπαριές σας.”

– “Εμείς το κάναμε συμβολικά.”

– “Τι συμβολικά ρε, βρωμίζετε τη μνήμη του.”

– “Και εσείς είστε χίπηδες καραγκιόζηδες.”

– “Τι είπες ρε μουνί, έλα εδώ…”

Οι τρεις μαλλιάδες της παρέας προσπαθούσαν να μας κυκλώσουν ενώ η μία από τις κοπέλες, η ξανθιά, τους φώναζε να μας γράψουν γιατί είμαστε μικρά. Εμείς πηδάγαμε σαν κατσίκια από τάφο σε τάφο να ξεφύγουμε … μέχρι που η δεύτερη κοπέλα, η μελαχρινή που τόση ώρα δεν έλεγε τίποτα, ξέσπασε σε γέλια:

– “Ρε σεις αυτά εδώ είναι εντελώς μαλακισμένα… χαχαχαχαχα”

Ήταν μία από τις τελευταίες γκόμενες του Σιδηρόπουλου.

Ο ήλιος είχε αρχίσει πια να χάνεται πίσω από τα κυπαρίσσια. Οι άντρες σταμάτησαν να μας κυνηγάνε, γύρισαν πίσω, έκατσαν μαζί της γύρω από τον τάφο και όσο η δεύτερη κοπέλα έβγαλε ένα φλάουτο και έπαιζε, εκείνη έβαλε καινούρια λουλούδια στο μνήμα, άναψε ένα κερί και μετά ξαφνικά γύρισε προς τα εμάς που στεκόμαστε από μακριά και κοιτάγαμε και μας φώναξε:

Ελάτε εδώ ρε, δεν θα σας πειράξουμε. Ελάτε να πιείτε λίγο κρασί για τον Παύλο. Σε λίγο κλείνουν και πρέπει να φύγουμε…

– “Πάμε;”

– “Λες; Κι αν είναι παγίδα για να μας κοπανήσουν οι μαλλιάδες;”

Η εφηβεία είναι μια μπερδεμένη ηλικία όπως και να το δεις.

Πήγαμε…