του Γιάννη Καφάτου //

πηγή: https://www.viewtag.gr

Το μυθιστόρημα του Πέτρου Κυρίμη «Κάποτε στον Πειραιά» (εκδόσεις Κλειδάριθμος) είναι μια μοναδικής αισθητικής ηθογραφία, με έντονες σκηνές δράσεις, και βασικό πρωταγωνιστή μια πόλη που πασχίζει να ζήσει τα όνειρα των κατοίκων της. Η αφήγηση του Κυρίμη είναι αριστοτεχνικά δομημένη και καταφέρνει να αναπαραστήσει ένα σκηνικό μέσα στο οποίο κινούνται οι ήρωές του σαν να βλέπεις σινεμά.

4 πιτσιρικάδες είναι οι βασικοί ήρωες. Ο Λουκάς, ο Νάσος, ο Αντώνης ο Τσίχλας, ο Νικόλας και ο Βασιλάκης ο Μυταράς. Τους αναγνωρίζεις και ως παιδιά και ως ενήλικες – όσο εξελίσσεται η ιστορία. Θα μπορούσαν να είναι υπαρκτά πρόσωπα, ή μήπως είναι όπως και κάποιοι άλλο ήρωες που εμφανίζονται στις σελίδες του βιβλίου.
Στο βιβλίο πρωταγωνιστεί όμως η πόλη, η μοίρα και ένα μεταφυσικό πέπλο που συμβάλει στην δημιουργία μιας ζοφερής ατμόσφαιρας.

•Τα πιτσιρίκια, σε μια εποχή που όλα τα παιδιά μεγάλωναν γρήγορα, γίνονται άντρες. Υποφέρουν. Η μοίρα τούς είχε αποκαλυφθεί και προσπαθούν να ξεφύγουν. Αν προλάβουν. Αν μπορέσουν. Η παρέα σπάει, χάνεται. Τα μέλη της όμως προσπαθούν πάντα να ξεφύγουν από το ριζικό τους. Νέα πρόσωπα που εμφανίζονται θα γίνουν οι ψηφίδες μιας πονεμένης εικόνας. Ένα μωσαϊκό, συναισθημάτων κυρίως, και καταστάσεων που όσο η ιστορία εξελίσσεται γίνονται και πιο έντονα.
Ποιος θα γλυτώσει και τελικά με πόσες πληγές;

Ο Πέτρος Κυρίμης, εκ πρώτης όψεως, είναι πολύ σκληρός με τους ήρωές του. Τους αγαπά μεν, τους θυσιάζει με την σκληρότητα που επιβάλει η ίδια ζωή ή η μοίρα. Από την άλλη τούς συμπεριφέρεται με όλη τη φροντίδα συντρόφου προς σύντροφο, φίλου προς φίλο.

•Όλα τα πρόσωπα που παρελαύνουν στο βιβλίο είναι καλοδουλεμένα και αληθινά.

-Ο Πειραιάς, ο μετά τον πόλεμο και μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’60, είναι επίσης ένας βασικός πρωταγωνιστής του έργου και ο Πέτρος Κυρίμης πραγματικά καταθέτει μια ζωντανή νωπογραφία αυτού του διαφορετικού σύμπαντος που είναι ακόμη και σήμερα ο Πειραιάς.

Γεννήθηκα και για ένα διάστημα δούλεψα στον Πειραιά, οπότε ναι έχω έναν ακόμη λόγο για να ευχαριστηθώ το βιβλίο. Πέραν όμως αυτής της «συγγένειας» πιστεύω ότι ο Πέτρος Κυρίμης με το «Κάποτε στον Πειραιά» μας παρέδωσε μια εξαιρετική ιστορία – από αυτές που γράφει η ίδια η ζωή – με ξεχωριστή γραφή και γεμάτη ένταση.
Περιμένοντας να έρθει στην Ελλάδα για μια εκ του σύνεγγυς γνωριμία, επικοινώνησα μαζί του μέσω μέιλ και κάναμε την παρακάτω κουβέντα – την οποία θα ολοκληρώσουμε, ελπίζω, πίνοντας έναν καφέ στον «τόπο του εγκλήματος», τον Πειραιά.

– Η μοίρα, είναι από τους πρωταγωνιστές του βιβλίου σας. Πιστεύετε στη μοίρα, δεν είναι λίγο …ντεμοντέ;

Η λέξη «ντεμοντέ» είναι… ντεμοντέ. Δεν πρόκειται για μόδα. Η μοίρα μας εξουσιάζει από τη στιγμή που γεννιόμαστε. Όταν ο Σεφέρης λέει «είμαστε άνθρωποι που ξαστοχήσαμε. Αλλού στοχεύαμε κι αλλού βρεθήκαμε» σίγουρα δεν αφήνει απέξω τη μοίρα. Στις φτωχογειτονιές που μεγάλωσα σαν κραυγή απόγνωσης πολύ συχνά άκουγες «Γαμώ την πουτάνα τη μοίρα μου» Πιστεύω ότι ο άνθρωπος είναι δέσμιος της μοίρας του που πολλές φορές είναι αδυσώπητη. Ο Οιδίποδας λέει κάποια στιγμή «Εγώ τα πάθη μου δεν τα θέλησα. Οι θεοί μου τα δώσανε.» Κι εκείνη ακριβώς τη στιγμή γίνεται τραγικός

– Ο σημερινός Πειραιάς έχει κάτι από την ανθρωπιά που βλέπουμε στις σελίδες του βιβλίου σας;

Όχι, όλα έχουν αλλάξει σπίτια και άνθρωποι. Και περιοχές. Όταν βρεθώ στον Πειραιά τίποτα δεν με αναγνωρίζει και τίποτα δεν αναγνωρίζω. Οι αντιπαροχές και η Χούντα με τον δήμαρχο Σκυλίτση κατέστρεψαν όλη την γραφικότητα του. Παλιό ρολόι, Τρούμπα, ψαραγορά, παραλίες. Και ανθρώπους καινούργιους που δεν τον γνώρισαν.

– Μου έκανε εντύπωση μια σκηνή: (χωρίς να κάνω σπόιλερ) Όταν το ζευγάρι καταδιώκεται δεν φεύγει από τον Πειραιά, παραμένει εκεί για να κρυφτεί. Τι είναι αυτό που κρατάει «ομήρους» τους ανθρώπους στον τόπο τους;

Όπως θα είδες στην περιγραφή εκεί στα βράχια της Πειραϊκής κρυβόντουσαν από μικροί όλη η παρέα. Ήταν το πρώτο που σκέφτηκε ο Λουκάς. Αργότερα δραπετεύουν στην Αμερική. Όχι για καλύτερη ζωή αλλά για να αποφύγουν τη μοίρα τους.

-Εσείς, που ζείτε μεταξύ Γερμανίας και Ελλάδας έχετε αισθανθεί αυτόν τον δεσμό με έναν τόπο;

Δύσκολο πράγμα. Πώς να κρατήσεις ισορροπία πάνω σε ένα τεντωμένο σχοινί με τα πόδια σε διάσταση; Συμπλήρωσα εφέτος 35 χρόνια στη Γερμανία. Έκανα οικογένεια παιδιά. Παρ’ όλα αυτά και παρά όλες τις προσπάθειες να έρθω κοντά της την Γερμανία την ένοιωσα σαν «Μάνα μητριά».

– Περιγράφετε μια σκληρή εποχή, δύσκολη για τους ήρωές σας και τον περίγυρό τους. Με σημερινούς όρους πόση σκληρότητα υπάρχει γύρω μας – πώς την αντιλαμβάνεστε εσείς;

Δεν ήταν σκληρή εποχή. Υπήρχε φτώχια αλλά όχι μιζέρια. Υπήρχαν λασπωμένοι δρόμοι αλλά δίχως αυτοκίνητα. Και πάνω από όλα το κυριότερο που σήμερα έχει χαθεί, υπήρχαν οι γειτονιές. Και η ζωή ήταν στα μέτρα της καρδιάς. Στα μέτρα του ανθρώπου.

– Πώς θα παρουσιάζατε το βιβλίο σας σε έναν Γερμανό γείτονά σας;

Δύσκολο πράγμα. Διαφορετικά βιώματα. Απαξίωση. Ο Έλληνας της Γερμανίας είναι αυτό που τον έχουν ονομάσει: Gastarbeiter. Δηλαδή ξένος εργάτης. Συνυφασμένος με το σουβλάκι. Και την ταβέρνα. Αντίληψη που ακόμα και σήμερα με τις νεότερες γενιές μεταναστών γιατρών, δικηγόρων κ.τ.λ δεν έχει αλλάξει.

– Σε ποιον από τους ήρωές σας μοιάζετε περισσότερο;

Όλα τα πρόσωπα του βιβλίου μου είναι γνωστά από διαφορετικές καταστάσεις. Είμαι της άποψης ότι δεν μπορεί να περιγράψει ένας συγγραφέας πράγματα που δεν γνωρίζει. Και τα πέντε παιδιά έχουν κάτι από εμένα.

-Η ιδέα και τα πρόσωπα είναι fiction ή έγινε κάποια έρευνα για πραγματικά περιστατικά ή και πρόσωπα και μετά δουλέψατε την ιστορία σας;

Όχι, καμιά έρευνα. Μνήμες μόνο ανάμεσα στο αληθινό και στην φαντασία. Πολλά πράγματα που περιγράφω υπάρχουν στον Πειραιά μέχρι σήμερα. Το Ορφανοτροφείο, το ρολόι, ο κήπος του Θεμιστοκλή μπροστά στην εκκλησία του Αγίου Σπυρίδωνα όπου μπορείς να δεις την λαμαρίνα καρφωμένη στο δέντρο από την μεγάλη έκρηξη στο λιμάνι το ΄44. Ακόμα και το καραβάκι «Πορτοκαλής Ήλιος» είναι παροπλισμένο κάπου στο Πέραμα.

Η Αμερική παρουσιάζεται στο βιβλίο σας, όπως την είχαν στο μυαλό τους οι άνθρωποι: η χώρα της ευκαιρίας. Σήμερα υπάρχει τέτοια χώρα;

Η Αμερική ήταν τότε η χώρα της ελπίδας. Για τους πιο μεγάλους δουλειά και χρήματα και για μας τους μικρούς η χώρα του Σούπερμαν και των Καου-μπόυ. Μυθική χώρα στο μυαλό μας που δυστυχώς αποδείχτηκε εφιαλτική πραγματικότητα.

– Τι σας λείπει από την Ελλάδα όσο ζείτε στη Γερμανία και τι αντίστροφα, όταν είστε εδώ;

Δεν αισθάνομαι πια τις διαφορές. Ο κύκλος κλείνει σιγά. Τους προσωπικούς μου φόβους τους καθημερινούς τους εξωραΐζω δουλεύοντας. 4 – 5 ώρες γράφω πάντα νωρίς το πρωί. Προσπαθώ να κρατάω την αισιοδοξία μου πολλές φορές κοροϊδεύοντας τον εαυτό μου. Εκεί που δεν μπορώ να τον κοροϊδέψω όμως είναι μια παγκόσμια ανασφάλεια. Μιας εποχής δίχως σηματωρούς και κήρυκες. Σαν καράβι ακυβέρνητο.

– Τι φοβάστε;

Φοβάμαι την ημέρα που δεν θα μπορώ να γράφω. Λένε ότι δεν υπάρχει πιο θλιβερό πράγμα από έναν μπάτσο σε σύνταξη κι από έναν συγγραφέα που δεν έχει πια έμπνευση.