Του Μιχάλη Καφαντάρη //

Άνοιξη του 1990

– Εδώ δες χάλια… κοίτα εδώ… κοίτα!! Γονείς δεν έχετε; Αυτή η μανούλα σας, πού είναι να σας καμαρώσει; ε; ε?

Το στόμα της άγνωστης κυρίας είχε αρχίσει να μοιάζει με αγγλικό ερωτηματικό από τη μεγάλη ένταση που το στράβωνε, κάνοντας τη μια ερώτηση πάνω στην άλλη.

Είχε σταματήσει στα καλά καθούμενα μπροστά μας και φώναζε σαν τρελή την ώρα που εμείς καθόμαστε χαλαροί μπροστά στο ψυγείο του περιπτέρου σαν ανυποψίαστοι πωλητές ηλεκτρικών ειδών Χούβερ τη δεκαετία του ’50, που πρόκειται σε λίγο να δολοφονηθούν έξω από ένα βενζινάδικο στην Νότια Καρολίνα.

Φωκίωνος Νέγρη, μεσημέρι, εγώ σκαστός από το σχολείο τελευταία ώρα, με σηκωμένο κοκόρι που το είχα κοκαλώσει με μαύρο βερνίκι παπουτσιών και που είχε αρχίζει να στάζει στο μέτωπο από τη ζέστη, ο Καρτέλας, χαπάκιας, μια κατάσταση Τζίζους εντ δε Μαίρη Τσέιν, από κοπάνα κι αυτός, δίπλα ο Δοξόμπους, μια ειρηνική ντουλάπα με μονίμως βραχνιασμένη φωνή από τη Νέα Σμύρνη, που εδώ και δυο μήνες είχε αποφασίσει να το γυρίσει από ροκαμπίλι σε σκινάς και είχε κουρέψει το μαλλί, αλλά «για το στυλ» όπως μας έλεγε «και όχι για την ιδεολογία» και δίπλα του ένας ξέμπαρκος γνωστός στην περιοχή κάτω από την αόριστη ιδιότητα του εξωσχολικού, που τον βρήκε ο Καρτέλας στο δρόμο και τον έφερε μαζί εκείνο το μεσημέρι.

Σ’ αυτές τις περιπτώσεις, όταν θείες από το πουθενά πετάγονται ξαφνικά και σε κράζουν, για να μην μπλέξεις είναι καλό να κάνεις το πλέιμομπιλ και να κοιτάς ψύχραιμος και παγερός το υπερπέραν μέχρι να σηκωθεί να φύγει. Όμως, αυτή η καριόλα έκανε λες και τη σφάζουν και δημιουργούσε εκνευρισμό.

IMG_20160117_150019

Άνοιξη ήταν, τα τραπεζάκια από τις καφετέριες έξω, οι περίεργοι τριγύρω άκουσαν φωνές και καρφώθηκαν με το ξαφνιασμένο βλέμμα που κοιτάνε οι Απόστολοι τον Χριστό, στους πίνακες του Καραβάτζιο.

Ο Καρτέλας, που δεν είχε ξενερώσει ακόμα από το χτεσινό στεντόν, είχε αρχίσει να φρικάρει και καρφώθηκε πρώτος απ’ όλους απάνω της.

Ποτέ δεν μπορείς να είσαι σίγουρος τι θα κάνει ο Καρτέλας όταν φρικάρει.

Όλα παίζουν. Από το να της βουτήξει το κεφάλι στο συντριβάνι μέχρι να της στρώσει μια κέντα από μικρά ρεψίματα για απάντηση και να μην ασχοληθεί παραπάνω.

Τότε από το πουθενά διέκοψε η φωνή του Δοξόμπους, βραχνιασμένα και πολύ κοφτά:

– Έχω καρκίνο μωρή !!!

και χάιδεψε μπροστά της επιδεικτικά το εντελώς ξυρισμένο κεφάλι του.

Η θεία κόλλησε, εμείς ξεσπάσαμε σε γέλια. Με ένα ύφος αηδίας απομακρύνθηκε ενώ εμείς γελάγαμε κι άλλο.

-Ρε πυροβολημένε.. την έστειλες, είπε ο Καρτελας, άκου «έχω καρκίνο», χαχαχαχαχχαχα…

– Αλήθεια είναι, έχω καρκίνο, γι’ αυτό ξυρίστηκα.

-Χαχαχαχαχαχαχαχαχαχχα…

-Μη γελάτε ρε μαλάκες…

Έχω καρκίνο…