του Γιάννη Παναγόπουλου //

Reality Τηλεόραση. Όταν μου πρότειναν τη δουλειά ήμουν άνεργος.  Μέχρι να βγω στην ανεργία δεν είχα πάρει τη δημοσιογραφία στα σοβαρά. Μάλλον καλά είχα κάνει. Τέλος πάντων. Σήμερα είναι μια άλλη μέρα. Και πιστεύω τόσο πολύ σ’ αυτό που λέμε σήμερα είναι μια άλλη μέρα. Όταν μπήκα στα γραφεία της εταιρείας παραγωγής τηλεοπτικών προγραμμάτων, και αργότερα στο γραφείο του διευθυντή παραγωγών, για να πιάσω δουλειά σε reality τηλεπαιχνίδι αισθάνθηκα πως δεν είχα να κάνω με άνθρωπο που γνώριζε την αξία της επικοινωνίας. Είχα να κάνω περισσότερο με έναν τύπο που βρέθηκε σε μια δουλειά για οποιονδήποτε άλλο λόγο πλην εκείνου που πραγματικά καλούνταν να εκτελέσει. Μπορεί να είχε γίνει διευθυντής παραγωγής γιατί ήταν συμμαθητής του αφεντικού. Μπορεί γιατί ήταν μαζί στο στρατό. Μπορεί γιατί πήδαγε την αδελφή του ή εκείνος τη δική του. Μπορεί γιατί το αφεντικό του διευθυντή παραγωγής ήθελε άσχετους κάτω από εκείνον για να ποζάρει στα περιοδικά ως γκουρού της Τ.V. Όμως ας επιστρέψουμε στον άνθρωπο που είχα απέναντι μου. Σκέψου έναν άσχετο λόγο για να πιάσει κάποιος δουλειά εκτός από τον κυρίαρχο, την επαγγελματική του αξία. Σκέψου έναν οποιονδήποτε άσχετο λόγο. Μπορεί να έχεις φαντασία μεγαλύτερη από τη δική μου. Όσο πιο άσχετος και απομακρυσμένος είναι εκείνος από την αντικειμενικότητα τόσο πιο μέσα θα είσαι στην πραγματικότητα.
Η εταιρεία παραγωγής ήθελε να επενδύσει σε ριάλιτι τηλεπαιχνίδια. Ήταν η εποχή που το Survivor έσπαγε ταμεία στην αμερικανική τηλεόραση και όλα τα κανάλια ήθελαν να χαιρετήσουν τη νέα τηλετρεντουριά. Οι παραγωγές που θα είχαν πραγματικούς ηθοποιούς, πραγματικούς σκηνοθέτες με πραγματικά κασέ θα περνούσαν σε δεύτερη μοίρα. Οι νέοι πρωταγωνιστές θα ήταν τα παιδιά της διπλανής καφετέριας. Θα έφερναν νούμερα τηλεθέασης και ικανοποιητικά πακέτα διαφήμισης χωρίς, ουσιαστικά, να πληρώνονται. Θα μιλούσε όλη η χώρα για πάρτη τους αν σε μια έκρηξη θυμού έσπαγαν μια πόρτα. Ή αν την ημέρα της αποχώρησής τους από το παιχνίδι δάκρυζαν. Άρτος και θεάματα για πάντα.
 Η πρώτη μέρα στη δουλειά με βρήκε στο στούντιο που θα γίνονταν τα γυρίσματα. Μετά από μήνες ανεργίας η ιδέα πως θα έμπαινα σε συνάντηση και το θέμα της δεν θα ήταν να πείσω τους από “πάνω” για το πόσο καλός, πόσο συνεργάσιμος, πόσο πιστός, πόσο δεδομένος είμαι στη δουλειά που θα μου δοθεί να κάνω με ηρεμούσε. Το μίτινγκ ξεκίνησε με τον διευθυντή παραγωγής να μπαίνει μέσα λέγοντας δύο πράγματα. Το πρώτο ήταν: “Βλέπεις αυτόν τον πάκο φωτοτυπημένες σελίδες. Είναι το φορμάτ του παιχνιδιού στα αγγλικά. Διάβασέ το και γράψε μου μια περίληψη.” Το δεύτερο, που ήταν σημαντικότερο του πρώτου, είχε να κάνει με ένα μίτινγκ που θα γινόταν σε ξενοδοχείο της Λεωφόρου Συγγρού. Ο διευθυντής παραγωγής είπε: “Aύριο έρχονται οι Άγγλοι. Αυτοί έγραψαν το παιχνίδι. Στις τέσσερις το απόγευμα θα συναντηθούμε μαζί τους.”
 Οι Άγγλοι που κάθονταν απέναντι μου έμοιαζαν περισσότερο με μεσαίας δυναμικής τραπεζικά στελέχη παρά με ανθρώπους της τηλεόρασης. Εκείνος που φορούσε γυαλιά θα μπορούσε να είναι γραμματέας του άλλου. Εκείνου που φορούσε βαθύ μπλε σακάκι και μέσα του έσκαγε ένα τραπεζομαντιλί πουκάμισο με χοντρό πορτοκαλί καρό. Η άποψή τους για τους παίχτες του θα έπαιρναν μέρος στο παιχνίδι ήταν συγκεκριμένη. “Κάντε τους να υποφέρουν. Θα δείτε πως για χάρη της διασημότητας θα κάνουν τα πάντα. Είναι άνθρωποι αχάριστοι. Η πείνα τους για δόξα είναι τεράστια.” Μετέφραζα στον παραγωγό όσα έλεγαν έχοντας την αίσθηση πως η στιγμή είχε τη δική της αυτοτέλεια γελοιότητας. Όταν ουσιαστικά έλεγαν πως ζητούμενο ήταν όχι απλά να εκθέσουμε τους ανθρώπους που θα πρωταγωνιστούσαν στο παιχνίδι αλλά να τους εκδικηθούμε για την επιλογή τους, ο Έλληνας παραγωγός έσκαγε στα γέλια με όσα του έλεγα. Τα θεωρούσε διασκεδαστικά. “Οι παίχτες δεν πρέπει να ηρεμούν ποτέ. Και όταν πάνε να το κάνουν πρέπει να τους απωθείτε από αυτό. Τιμωρήστε τους όταν δεν κάνουν όσα λέτε” μας έλεγαν και στο χρόνο που χρειαζόταν για να μεταφράσω μέχρι να σκάσει από τα γέλια ο παραγωγός, οι Άγγλοι υπερθεμάτιζαν στη λογική τους. Πρόταση την πρόταση βελτίωναν τις μεθόδους αφαίμαξης της ηρεμίας των συμμετεχόντων στο παιχνίδι. Αυτό δεν ήταν τηλεπαιχνίδι. Ήταν περισσότερο πείραμα εξάντλησης της ανθρώπινης υπόστασης, καταπάτηση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Θα μπορούσα να είμαι μέρος της;
 Μπαίνοντας στο σπίτι άνοιξα το σάκο και πήρα το φόρματ του παιχνιδιού στα χέρια. Δεν θέλω να μπω σε λεπτομέρειες. Κάθε λέξη. Κάθε πρόταση ήταν ύμνος στη εξόντωση των συμμετεχόντων. Μια οδηγία “έλεγε”: Το σπίτι που θα έμεναν οι παίχτες έπρεπε να βρίσκεται κοντά σε λεωφόρο που έχει κίνηση διαρκώς και ο θόρυβος των οχημάτων δεν σταματούσε ποτέ. Μια άλλη οδηγία αναφερόταν στη διαρκή έκθεσή τους σε εκτυφλωτικό φωτισμό. Οι συμμετέχοντες έπρεπε από τη στιγμή που θα ξυπνούσαν να είναι σε διαρκή και υπερβολική ακουστική και οπτική έκθεση. Τα δωμάτια που κοιμόντουσαν είχαν συγκεκριμένη λογική διαστάσεων. Οι διαγωνιζόμενοι δεν θα είχαν ελευθερία κινήσεων στο σπίτι. Ακόμα και πριν κοιμηθούν το να κάνουν κάτι άλλο εκτός από το να πέσουν στο κρεβάτι ήταν δύσκολο. Θα προϋπέθετε την επαφή με άλλο παίχτη.
 Λίγες μέρες αργότερα φτάνοντας στο κλαμπ, που είχε διαμορφωθεί σαν στούντιο, την ημέρα που θα επιλέγονταν οι παίχτες που θα έπαιζαν στο τηλεπαιχνίδι, συνάντησα υποψήφιους ανθρώπους γεμάτους αγωνία για το αν τελικά θα μπουν στο σπίτι των γυρισμάτων. Ας πούμε πως από τους εικοσιτέσσερις που είχαν επιλεχθεί θα έμπαιναν στο “σπίτι” μόνο οι δώδεκα. Οι υποψήφιοι έπεσαν πάνω μου ζητώντας να μάθουν αν γνώριζα ποιοι θα προκριθούν και ποιοι όχι. Το θέαμα ήταν γελοίο. Οι μανάδες, οι πατεράδες, οι φίλοι και οι φίλες τους ζούσαν το δικό τους τριπ αγωνίας λες και αν κατάφερνε ο δικός τους άνθρωπος να πάρει μέρος στο παιχνίδι η ζωή τους θα άλλαζε διαστάσεις. Δεν είχα ιδέα για το ποιοι θα έμπαιναν. Τους το έλεγα. Δεν με πίστευαν. Το σόου ξεκίνησε. Ο παρουσιαστής πήρε τη θέση του στο πλατό. Παρουσίασε την κριτική επιτροπή που θα επέλεγε την ομάδα που θα πρωταγωνιστούσε στο παιχνίδι.
 Η πρώτη εβδομάδα του σόου ξεκινά. Οι παίχτες κοιμούνται ελάχιστα το βράδυ και το πρωί δυσκολεύονται να ανοίξουν τα μάτια τους. Τους ξυπνάμε με μεγάφωνα που βρίσκονται στο σπίτι. Οι αποστολές που τους βάζουμε να εκτελούν είναι φαιδρές. Στο υπόγειο του σπιτιού που γίνονται τα γυρίσματα έχει στηθεί ένα μικρό στούντιο. Κάθομαι σ’ ένα σημείο που με περιβάλλουν οθόνες. Από εκεί παρακολουθώ τις κινήσεις τους. Η ώρα περνάει. Το βράδυ πέφτει. Σβήνουμε τα φώτα. Κάποια στιγμή ένας από τους συμμετέχοντες πλησιάζει μια κάμερα. Ζητά βοήθεια. Λέει φέρτε μου ψυχολόγο. Του απαντώ από το μικρόφωνο να κάνει λίγη υπομονή μέχρι να τον πάρω τηλέφωνο. Κάποιοι από την παραγωγή λένε “μη δίνεις σημασία”. Απαντώ πως κανένας δεν πρέπει να προσεγγίσει το “σπίτι” των παιχτών μέχρι να κάνω το τηλεφώνημα που μου ζητήθηκε. Μιλώ με τον ψυχολόγο της παραγωγής. Μου δηλώνει πως θα έρθει στο σπίτι το συντομότερο δυνατό. Επιστρέφω στο δωμάτιο που έχουμε τα μόνιτορ και βλέπω τον διευθυντή παραγωγής να χαμογελά. Του λέω πως θα έρθει ο ψυχολόγος σε λίγο. Μου λέει “όλα καλά, το πείσαμε το μαλακισμένο να κοιμηθεί.” Παραιτήθηκα.