Του Νίκου Μπελογιάννη //

 Εκτός από τους Ιταλούς, κανείς δεν παίρνει είδηση ότι το φεστιβάλ του Σανρέμο εξακολουθεί να υπάρχει κάθε αρχές Φεβρουαρίου (το φετινό αρχίζει στις 7.2) και να κάνει τηλεθέαση. Το περσινό 66ο π.χ. έκανε πάνω από 50% με 11 εκατομμύρια. Φυσικά έχει μετατραπεί σε πενθήμερο σόου και, περισσότερο από ποτέ και παρά την ενδοϊταλική εσωστρέφεια, γύρω του περιφέρονται συμφέροντα από πωλήσεις, δικαιώματα, διαφημίσεις κλπ. Γύρω από πωλήσεις και δικαιώματα είναι τρεις ιστορίες από την παλιά καλή εποχή αυτού του του φεστιβάλ.

1965 Το τραγούδι που πούλησε περισσότερους δίσκους από τον συνολικό πληθυσμό της Ιταλίας

-Ο βενετσιάνος τραγουδοποιός Πίνο Ντονάτζιο δεν ήταν ποτέ πρωτοκλασσάτος στο ιταλικό τραγούδι. Ηταν μελωδικός, συνεπώς μέσα στις προδιαγραφές της εποχής, αλλά χωρίς τον θόρυβο περί το άτομό του, που όμως ήταν κι αυτό μέσα στις προδιαγραφές. Το 1965 συμμετείχε στο Σανρέμο με το άσμα “Εγώ που δεν ζω χωρίς εσένα” (Io che non vivo senza te).

-Αν και η χρονιά ήταν σχετικά “άχρωμη” το τραγούδι δεν είχε πολλές ελπίδες. Όμως άνοιξε η τύχη του τραγουδοποιού. Το φεστιβάλ είχε τότε αρχίσει να δέχεται ξένους τραγουδιστές, αρκεί να τραγουδούσαν στα ιταλικά. Συμμετείχε λοιπόν το ’65 και η διάσημη τότε Εγγλέζα Ντάστυ Σπρίνγκφιλντ, η οποία μόλις άκουσε από τα παρασκήνια το τραγούδι, ζήτησε τα δικαιώματα στα αγγλικά. Την επόμενη χρονιά κυκλοφόρησε το άσμα στην Βρετανία ως “You Don’t Have to Say You Love Me”, με μεγάλη επιτυχία.


-Και πάλι όμως δεν θα υπήρχαν τόσα εκατομμύρια πωλήσεις χωρίς αμερικάνικο δάκτυλο. Την Σπρίνγκφιλντ άκουσε ο Ελβις Πρέσλεϋ, ο οποίος έβαλε τους μανατζαρέους του να πάρουν τα δικαιώματα στο Αμέρικα.

Ετσι το αθόρυβο τραγουδάκι του Σανρέμο βρέθηκε να πουλάει κάπου 80 εκατομμύρια δίσκους. Ο Ντονάτζιο δικτυώθηκε με το Χόλυγουντ, όπου άρχισε να γράφει το soundtrack για ταινίες, κυρίως θρίλερ του Μπράιαν ντε Πάλμα ή B-movies όπως τα “Ιπτάμενα πιράνχας”, συνολικά πάνω από εξήντα ταινίες.

 

1968 Μια ζαβολιά, που οδήγησε σε δικαστικές περιπέτειες για πνευματικά δικαιώματα

– Μέσα στους κανονισμούς του φεστιβάλ ήταν και ο περιορισμός του ενός μόνο τραγουδιού ανά συνθέτη και ανά τραγουδιστή. Την εποχή εκείνη ο Αντριάνο Τσελεντάνο είχε φτιάξει ένα ροκάδικο συγκρότημα ονόματι Clan. Εκεί συμμετείχε και ένας τραγουδοποιός με πραγματικό όνομα Άλντο Καπόνι, που συνέθετε με το ψευδώνυμο Ντον Μπάκι (Don Backy). Αυτός, λοιπόν, με πολλά σουξέ ήδη στο ενεργητικό του, είχε δηλώσει για το φεστιβάλ του 1968 ένα συμπαθέστατο τραγούδι με τον τίτλο “Canzone” και πρότεινε την ερμηνεία σε ένα από τα τότε τοπ ονόματα, την Ορνέλλα Βανόνι. Αυτής τής ξίνισε το άσμα, αλλά ενθουσιάστηκε με ένα άλλο δικό του, μάλλον μονότονο, με τίτλο “Ενα άσπρο σπίτι” (Una casa bianca). Ήταν τέτοια η επιμονή της, ώστε ο συνθέτης αναγκάστηκε: πρώτον να δώσει το “Canzone” να το τραγουδήσουν ο Τσελεντάνο και η Μίλβα. Δεύτερον, να κάνει φτιαξιά με ένα άλλο μέλος των Clan ονόματι Ελίτζιο ντελλα Βάλλε να εμφανιστεί ως συνθέτης του άλλου τραγουδιού. Τρίτον, να βρει για δεύτερο όνομα στο τραγούδι (ήταν υποχρεωτικές δύο εκτελέσεις) την άχρωμη και άοσμη Μαρίζα Σανία. Τελειώνει λοιπόν το φεστιβάλ με το νόμιμο τραγούδι, το “Canzone”

να βγαίνει τρίτο και το “παράνομο”

να βγαίνει δεύτερο! Ο συνθέτης-μαϊμού ούτε που συζητούσε να παραχωρήσει τα δικαιώματα από τις 320 χιλιάδες δίσκους που πούλησε και ο Ντον Μπάκυ αποχώρησε από το συγκρότημα. Ο Τσελεντάνο τού έκανε αγωγή για αθέτηση συμβολαίου και ο Μπάκυ απάντησε με αγωγή για μη πληρωμή των δικαιωμάτων για τα τραγούδια που είχε συνθέσει για το συγκρότημα. Κατέληξαν μετά από χρόνια σε κάποιον συμβιβασμό, αλλά τις απανωτές δίκες για τα δικαιώματα του… Λευκού Οίκου ο Μπάκυ τις έχασε όλες. Σήμερα πια στο ίντερνετ αναφέρεται ως συν-συνθέτης, αλλά ακόμη, στα 76 του χρόνια, από δικαιώματα μηδέν!

 

1988. Τη μια χρονιά στα σκουπίδια, την επόμενη πρώτο

 Το 1987 δυο τραγουδοποιοί είχαν στείλει στην οργανωτική επιτροπή ένα τραγούδι με τίτλο “Χάνοντας τον έρωτα” (Perdere l’ amore), με τραγουδιστή τον τριτοκλασάτο ναπολιτάνιο Τζάνι Νατσάρο. Η επιτροπή το απέρριψε ακόμη και από τα προκριματικά. Οι δυο συντελεστές ήταν σίγουροι ότι επρόκειτο για αδικία, αλλά και ότι έφταιγε και ο κακός εκτελεστής. Το τραγούδι είναι κάπως δύσκολο, δεν έχει ρεφραίν ούτε ενδιάμεση μουσικούλα. Είναι ολόκληρο ένας μονόλογος χωρίς ανάσα, κλαψουρίζει ένας μεσήλικας, ακριβώς τη βραδιά που τον παράτησε η μικρά και αυτός μένει μετέωρος και με υπαρξιακό πρόβλημα.

Μετέωροι λοιπόν και οι συντελεστές, σκέφτηκαν το απλό, τι χρειάζεται ένας τραγουδιστός μονόλογος; Φυσικά έναν ηθοποιό που να τραγουδάει. Και αφού ο Νατσάρο ήταν κακός, να βρούμε ένα γερό όνομα. Με αυτό το σκεπτικό ουσιαστικά φωτογράφιζαν τον Μάσιμο Ρανιέρι, ο οποίος όμως από δώδεκα χρόνια είχε παρατήσει το τραγούδι για να αφοσιωθεί στην ηθοποιία. Από φτωχή πολυμελή ναπολιτάνικη οικογένεια, ξεκίνησε να τραγουδάει από τα δέκα (!) του χρόνια για να βγει η προίκα μιας μεγαλύτερης αδελφής του. Στο Σανρέμο είχε από το 1969, δηλαδή 19 χρόνια να εμφανιστεί. Χρειάστηκε λοιπόν να τον πολιορκήσουν επί μήνες για να το δει κι ο ίδιος σαν μια ευκαιρία να αποδείξει ότι συνεχίζει να βρίσκεται σε τραγουδιστική φόρμα. Δεν ήταν δύσκολο στα 37 του χρόνια να μπει στον ρόλο του μεσήλικα και το αποτέλεσμα ήταν όντως πολύ καλό.

Τότε είχε αρχίσει να ψηφίζει και το κοινό, όχι μόνο η επιτροπή. Ώρες πριν την απονομή, ο Ρανιέρι (πραγματικό όνομα Τζάννι Καλόνε) ετοιμαζόταν να φύγει για Ρώμη, όπου είχε παράσταση, και τον σταμάτησαν γιατί από νωρίς είχε φανεί η σίγουρη πρωτιά. Το τραγούδι ακόμη και σήμερα είναι σημείο αναφοράς. Οταν ο Ρέντσι έπαθε το μεγάλο κάζο με το δημοψήφισμα, ο κωμικός και μίμος Μαουρίτσιο Κρότσα τού το αφιέρωσε διασκευασμένο σε “Χάνοντας τη δουλειά σου” (Perdere il lavoro).