Από τον Μιχάλη Καφαντάρη //

Σχολικό έτος 1989-1990

΄Oκεη…

Εμείς ήμαστε το ιστορικό κέντρο, ακόμα σκαμμένο από τις ερπύστριες του τανκ που μπήκε στο Πολυτεχνείο το ’73, τα μέρη που σε κάνουν μάγκα ξέρω ’γω και τα βρώμικα αδιέξοδα μεταξύ Αριστοτέλους και Φυλής και να σκούζει η Γώγου “πάνω κάτω η Πατησίων” στο σάουντρακ της “Παραγγελιάς” και όλα αυτά που δεν θύμιζαν σε τίποτα όμως τον αμερικανικό “νοσταλγικό” κινηματογράφο της δεκαετίας του ’80, όταν η Αμερική του Ρήγκαν αποφάσισε να ξαναπλασάρει στη μόδα τα ανέμελα 50s με τις ροζ τεράστιες Κουπ ντε Βιλλ γεμάτες τινέιτζερς, επιγραφές νέον στο απογευματινό ημίφως και το “Μίστερ Σάντμαν” να παίζει σε ένα αόρατο τζουκ μποξ, σε μια ήσυχη καλοκαιρινή αμερικάνικη πόλη του ’50 βαμμένη απαλό βεραμάν όπως τα έδειχνε στο “Μπακ του δε Φιούτσερ”, δηλαδή με τον Μάικλ Φοξ στον ρόλο του Μάρτυ Μακ Φλάι να γυρνάει πίσω στον χρόνο και να προσπαθεί να μη γαμηθεί κατά λάθος με τη μάνα του.

Ας μην το κρύβουμε. Το ’89 ήμαστε ακόμα ένα μάτσο πιτσιρίκια ταϊσμένα μέχρι σκασμού με σκηνές τέτοιων ταινιών που στα δεκαπεντάχρονα μυαλά μας έκαναν το ροκ και ρολλ να μοιάζει μια υπόθεση αποκλειστικά καλοκαιρινή. Το αιώνιο εφηβικό καλοκαίρι των αστραφτερών αμερικάνικων 50s.

Kαι μιας και η Κυψέλη, η Βικτώρια και η Αγίου Μελετίου κάτω από τη Αχαρνών που μεγαλώναμε έμοιαζαν μόνιμα χειμωνιάτικες, σύντομα ψάξαμε να βρούμε αυτό το καλοκαίρι, τέρμα βόρεια. Στην Κηφισιά.

2η φωτο

Όσα έβλεπες στο “Μπακ του δε Φιούτσερ” ήταν εκεί.

Μονοκατοικίες, γκαζόν, Δημαρχείο, μπόουλινγκ, μεγάλοι ήσυχοι δρόμοι με δέντρα που μπορούσες να ξαπλώσεις στη μέση και να πεις ολόκληρη τη μελωδία του Ουάσινγκτον Σκουέαρ και πάλι αμάξι να μην έχει εμφανιστεί. Ακόμα και η πανάκριβη Ντελόριαν, που στην ταινία γύριζε μ’ αυτή πίσω στο χρόνο ο κάγκουρας ο Μακ Φλάι, ήταν κάπου εκεί παρκαρισμένη.

Πουθενά βρώμικα σκαλιά παλιών πολυκατοικιών, πουθενά πατσατζίδικα της Αχαρνών, πουθενά συνταξιούχοι, πουθενά αδιέξοδα.

Βάλαμε τα καλά μας, πολύ χαρούμενοι εκείνο το Σάββατο.

Περφέκτο τρία, το ένα ψεύτικο και τα άλλα δύο από επικίνδυνα αληθινό δέρμα, υποψήφια για φερμάρισμα δηλαδή όταν περπατούσες στα σκοτάδια στην περιοχή Λιοσίων-Θυμαράκια στα Κάτω Πατήσια, εδώ όχι.

Ο Κόχραν από την Πετρούπολη, ένα μωβ βελούδινο ντρέιπ κοστούμι που του έραψε η μάνα του με μακριά ψαλιδωτή ουρά, λαιμοδέτη και μπότες μέχρι το γόνατο σαν τσιφλικάς του Νότου στο “Όσα παίρνει ο Άνεμος”.

Πέντε “αμερικάνικα” κολεγιακά τζάκετ φτιαγμένα σε σκοτεινές βιοτεχνίες της Νέας Ιωνίας αντί της Νέας Υόρκης, με ένα μαύρο πένθος από το περίπτερο περασμένο στο λευκό πλαστικό μανίκι για τους νεκρούς ήρωες τού ροκ και ρολλ.

Ο Μ. φόραγε έναν “κάστορα” γιλέκο με κρόσσια, στυλ Μπλεκ, και μια τεράστια αγκράφα που με μεγάλα τρυπητά γράμματα έγραφε ELVI’S. Kανονικά έγραφε LEVI’S άλλα με πριονάκι και οξυγονοκόλληση είχε αλλάξει τη σειρά.

Ο N. φόραγε το γκρι “καπέλο λοχία του Αμερικάνικου Εμφυλίου” στυλ πλεϊμομπίλ με το μαύρο πέτσινο γείσο και τα διασταυρωμένα σπαθιά μπροστά, πολύ σπάνιο εκείνη την εποχή. Δύο μήνες μάζευε να το αγοράσει.

Τα δίδυμα, οι δυο μικροί της παρέας, φόραγαν με περηφάνια από ένα ζευγάρι μπλε ελεκτρίκ μυτερά παπούτσια κρίπερ, τα πιο μακριά που υπήρχαν στο εμπόριο του δυτικού ημισφαιρίου, με μύτες από σίδερο τόσο σκαλιστές που μόνο η αναπαράσταση του Μυστικού Δείπνου έλειπε. Οι υπόλοιποι μπότες βέρμαχτ, μαύρες ματ. Δεν ήταν ακόμα η μόδα τους.

Ο Δ. είχε δέσει το πορτοφόλι στην κωλοτσέπη με αλυσίδα από τις χοντρές που κλειδώνουν μηχανάκια. Του κρεμόταν πλάγια και έκανε θόρυβο σαν κροταλίας σε μεσημεριάτικες καύλες.

Όλοι μας με στριμμένα μπατζάκια μέχρι τον Θεό και με μαλλί κοκόρι στρωμένο με Γιάρντλευ στο επίσημο χτένισμα, μια παλάμη ύψος πάνω από το μέτωπο, οι μισοί με φαβορίτες “μπουγάτσα”, οι άλλοι μισοί με χνούδι βαμμένο με μάσκαρα κλεμμένη από τα καλλυντικά μαμάς και αδελφής, για να μοιάζουν αληθινές μέχρι να βγουν στα μάγουλα πραγματικά γένια. 12 άτομα κατεβήκαμε από το τραίνο στο τέρμα της Κηφισιάς και αρχίσαμε να περπατάμε προς το ΣΑΛΟΥΝ, ένα μαγαζί που μας είχαν πει πως παίζει ροκ και ρολλ. Το βορινό κλίμα της περιοχής μάς έφερε κατευθείαν στα μούτρα έναν ψυχρό αέρα που δεν του δώσαμε σημασία και σαν αόρατος θίασος με μουσικές εξαίσιες στον εγκέφαλο, σαν έτοιμοι από καιρό, σαν θαρραλέοι, που δεν τους απολείπειν ο Θεός Έλβις ρε συ Καβάφη, και ας πέσαν κάτι γέλια όπως περνάγαμε έξω από τα Γουέντις*. Εμείς συνεχίσαμε να περπατάμε, σχεδόν στη μέση του δρόμου, κάτω από τα φώτα και τις μαρκίζες να φαινόμαστε.

3η φωτο

Βασικά μάς έφτανε ότι είχε έρθει Σάββατο απόγευμα και αγαπούσαμε τον εαυτό μας και, το κυριότερο, είχαμε βρει επιτέλους το ροκ και ρολλ Καλοκαίρι μέσα στην καρδιά του Αττικού Χειμώνα.

Στην είσοδο τού ΣΑΛΟΥΝ δεν ήταν κανένας. Δεν ακουγόταν μουσική. Μόλις είχε ανοίξει. Βγάλαμε μια φωτογραφία πολύ πόζα κάτω από την ταμπέλα και μπήκαμε.

Πιάσαμε όλη την μπάρα 12 άτομα. Ένας λίγο βαριεστημένος μπάρμαν ρίχνοντας κλεφτές ματιές στα ρούχα μας, έβαλε τα ποτά και ο καθένας έφτυσε στο δικό του για να αποφύγει τράκες από τους υπόλοιπους.

Τα ήπιαμε και η ώρα κυλούσε

Ήμαστε έτοιμοι να παραγγείλουμε ξανά όταν άνοιξε μια πόρτα και βγήκε ένα λευκό πουκάμισο με γραβάτα. Ο Μάνατζερ.

-Παιδιά έγινε ένα λάθος …

-Λάθος…?

– Παιδιά το μαγαζί έχει στάνταρ κόσμο με στάνταρ στυλ. Δεν θα ήθελα να το πάρετε άσχημα αλλά κοιτάξτε… έτσι όπως είστε τρομάζετε τους πελάτες. Τέλος πάντων, έγινε ένα λάθος, έλειπε και το παιδί από την πόρτα, θα σας το έλεγε πριν μπείτε …

– Μα ποιον τρομάζουμε ρε φίλε; Μόνο εμείς είμαστε εδώ μέσα.

-Να φύγετε ήρεμα θα ήθελα. Θα σας κεράσουμε αυτά που ήπιατε και θα σας πληρώσουμε και την αξία τους.

4hφώτο για το φινάλε

 

Στο μυαλό μου ήρθε πάλι το “Μπακ του δε Φιούτσερ”

Ο μάνατζερ είχε βγάλει τρία πεντοχίλιαρα και μας τα βάραγε στο κούτελο για να φύγουμε, όπως στην ταινία τα κωλόπαιδα της πόλης βάραγαν στο κούτελο τον πατέρα του Μακ Φλάι, για να του πουν ότι είναι βλάκας φωνάζοντας του ειρωνικά: “Θινκ Μακ Φλάι, Θινκ …”

Σκέψου μαλάκα … σκέψου …

Και έτσι ξαφνικά, το σκέφτηκα.

Μέσα σε μια στιγμή το αιώνιο εφηβικό καλοκαίρι των αστραφτερών αμερικάνικων 50s πάγωσε για πάντα, έσβησαν οι επιγραφές από νέον, οι Κουπ ντε Βιλλ έπαθαν λάστιχο, τα τζουκ μποξ έφτυσαν τα σαρανταπεντάρια τους και η βεραμάν πολιτεία έγινε πάλι η σακατεμένη Κυψέλη, η Βικτώρια και η Αγίου Μελετίου κάτω από την Αχαρνών που μεγαλώναμε.

Από εδώ και πέρα το ροκ και ρολλ θα σήμαινε για μένα μονάχα μια λέξη:

Χειμώνας.

 

 

*Γουέντις: αλυσίδα φαστ φουντ διάσημη το 1989 για το χάμπουργκερ με τετράγωνο μπιφτέκι