του Γιάννη Παναγόπουλου //

Τα πενήντα μέτρα της πεζοδρομημένης Τσακάλωφ ανήκουν στην κλαρινογαμπρια που προφανώς δεν έχει ιδέα για το τι είναι Κολωνάκι και τι μπορεί να σημαίνει αυτό για την Αθήνα. Της είπαν πως και εκεί μπορεί να μεταφέρει την αισθητική της και απλά το έκανε. Η πεζοδρομημένη Τσακάλωφ είναι πια σουβλατζίδικα, μπαρ χωρίς χαρακτήρα, γυναίκες με ουρανοξύστες γόβες και περήφανους φουσκωτούς κάγκουρες που φορούν σταυρουδάκι στο λαιμό. Ήταν μόλις προχτές όταν οι Δημοτικές Αρχές αποφάσισαν να δράσουν στο Κολωνάκι, στο παραπάνω σημείο α λα ελληνικά. Με άλλα λόγια, πριν την έφοδό τους, έπεσαν τα σχετικά τηλεφωνήματα κατηγορίας “εσωτερικής πληροφόρησης” και τα τραπεζοκαθίσματα ως δια μαγείας εξαφανίστηκαν, για να εμφανιστούν αμέσως μόλις οι ελεγκτικές αρχές ολοκλήρωσαν τη βόλτα τους βεβαιώνοντας κάποια πρόστιμα, προφανώς δεν έλυσαν το ζήτημα, και χάθηκαν στη νύχτα.

Η Τσακάλωφ και η Σόλωνος είναι μέρος από το σώμα της Αθήνας. Δεν είναι τα ιερά της μπουρζουαζίας, φυλής που η πόλη σπάνια φιλοξένησε. Είναι δρόμοι που στέγασαν κουλτούρες και αντικουλτούρες μιας πόλης που τις είχε, τις έχει, θα τις έχει ανάγκη. Κατα μία έννοια χωρίς Κολωνάκι δεν υπάρχουν Εξάρχεια. Και χωρίς Εξάρχεια δεν υπάρχει Κολωνάκι.

Η επαρχιώτικου στυλ ισοπέδωση των γειτονιών της Αθήνας τύπου “Η πόλη μάς ανήκει”. Η κατάληψη δημόσιου χώρου κάτω από την θρησκόληπτου τύπου λογική “Ε… στην Ελλάδα ζούμε, κάνουμε ό,τι θέλουμε” δεν είναι διάλογος. Είναι φόβος προς αυτόν. Η Τσακάλωφ είναι μια τεράστια ψησταριά όπου πανηγυρτζήδες τραμπουκίζουν αισθητικά.

Δεν είμαι από τους τύπους που αράζουν στο Κολωνάκι. Ούτε ποτέ ήμουν φαν της περιοχής. Κάποια εποχή δέκα – δεκαπέντε – είκοσι χρόνια πριν μου άρεσε που εκεί οι γκαλερί ήταν περισσότερες από τις ψησταριές. Τώρα συμβαίνει το αντίθετο. Η τσίκνα, φέικ νεοελληνική – αστικά ανιστόρητη – λίγκα που έχει καταλάβει τα πάντα στους δρόμους της γειτονιάς είναι το καμπανάκι της οριστικής απώλειας του αστικού χαρακτήρα μιας πόλης που θέλει να λέγεται μητρόπολη.