Του Νικηφόρου Γκολέμη //

 

Εβδομάδα έντονου εξωτερικού ενδιαφέροντος αυτή που μας αφήνει, με τους απανταχού φουστανελάδες να προβάρουν τα τελευταία… τσαλίμια πριν την επίλυση του Σκοπιανού και την αναγκαστική πλεύση προς άλλα επικοινωνιακά τεχνάσματα. Στις (καθιερωμένες) εσωτερικές διαμάχες, στο επίκεντρο βρέθηκε η τέως πρόεδρος του Αρείου Πάγου, Βασιλική Θάνου με τον διορισμό της στη ΓΓ Πρωθυπουργού ως (άμισθης) προϊσταμένης της νομικής υπηρεσίας.

Η πάλαι ποτέ γιουγκοσλαβική επαρχία του Βαρδάρη αποφάσισε μετά από 70 χρόνια και μπροστά στον κίνδυνο της διάλυσης να απαγκιστρωθεί από το παραμύθι του Τίτο και να ακολουθήσει τη μόνη βιώσιμη – για τη διατήρηση της κρατικής της οντότητας – πορεία, αυτή που είναι σε μεγάλο βαθμό συνυφασμένη με τα συμφέροντα της Αλβανίας. Τα αγάλματα του Μεγαλέξανδρου – δυστυχώς – δεν παράγουν σοβαρή πολιτική και με το φάντασμα της αλβανικής προσάρτησης να πλανάται πάνω από τα Σκόπια, οι φίλοι… Σλαβομακεδόνες αναγκάστηκαν να ικανοποιήσουν όλα τα αιτήματα της αλβανικής μειονότητας στη χώρα, η οποία παρεμπιπτόντως συγκυβερνά πλέον στο σχήμα υπό τον Ζάεφ. Κι επειδή οι Αλβανοί δεν… ενθουσιάζονται ιδιαίτερα στο να προσφωνούνται ως Σλάβοι ή / και Μακεδόνες, τα αγάλματα οδεύουν προς ξήλωμα και σειρά παίρνει η ονομασία.

Οι εξελίξεις στη γείτονα χώρα ήρθαν επί της ουσίας να διαψεύσουν τόσο τους περήφανους φουστανελάδες όσο και τους τακτικιστές του γλυκού νερού, αφού σε τέτοιου είδους ζητήματα η λύση δίδεται κυρίως δια της… γεωπολιτικής οδού. Έτσι, η μόνιμη επωδός «η Μακεδονία είναι μία, ελληνική» αρκέστηκε στην εσωτερική κατανάλωση (ενδεικτικό το γεγονός ότι πάνω από 100 κράτη αυτή τη στιγμή αποδέχονται τη συνταγματική ονομασία της ΠΓΔΜ), ενώ και η άνευ όρων παραίτηση με την ελπίδα ότι «σε δέκα χρόνια κανείς δεν θα θυμάται τίποτα» διαψεύστηκε με τον πλέον πανηγυρικό τρόπο. Κοντά τριάντα χρόνια μετά, όχι απλώς θυμόμαστε τα πάντα, αλλά έχουμε περιέλθει σε εντελώς διαφορετικό επίπεδο, οικοδομώντας και γκρεμίζοντας ολόκληρες πολιτικές καριέρες πάνω στο ποιος θα… δακρύσει περισσότερο ή λιγότερο.

Η διαφαινόμενη λύση στο ζήτημα της ονομασίας της γείτονος, απόρροια της… αλβανοποίησης της χώρας (ας μην εκπλαγούμε αν μακροπρόθεσμα δούμε και προσάρτηση) δεν δικαιώνει επομένως κανέναν και αποτελεί απλώς τον καρπό ενός δέντρου που φύτεψαν άλλοι και πέφτει σαν ώριμο φρούτο στα χέρια της ελληνικής κυβέρνησης. Οι πραγματικοί ζημιωμένοι από την εξέλιξη αυτή δεν είναι άλλοι βέβαια από τους «σκληρούς πατριώτες» που πλέον θα χρειαστεί να αναζητήσουν αλλού διέξοδο για το πλεόνασμα πατριωτισμού που παρουσιάζουν. Ίσως βέβαια και να τη γλίτωσαν στο παρά πέντε, διότι αν εξακολουθούσαμε να υιοθετούμε τη διαπραγματευτική τους «τακτική», πολύ πιθανόν να βρισκόμασταν σε λίγα χρόνια στη θέση του μόνου κράτους που δεν θα αποδεχόταν τη συνταγματική ονομασία της ΠΓΔΜ και θα παίρναμε την απόσυρση της αρνησικυρίας στο ΝΑΤΟ ως… προαπαιτούμενο για καμιά επόμενη δόση. Και τότε όχι απλώς θα βούρκωναν… καραμανλικά, αλλά, από την οργή του ελληνικού λαού, θα έκλαιγαν με μαύρο δάκρυ.

Αντίθετα με την περίπτωση του διορισμού της Βασιλικής Θάνου στη ΓΓ Πρωθυπουργού, όπου δεν ξέρουμε αν θα πρέπει να κλάψουμε ή να γελάσουμε… κλαίγοντας, αφού η τέως πρόεδρος του Αρείου Πάγου βγήκε να υπερασπιστεί τον εαυτό της στο ραδιόφωνο και μάλλον έκανε τα πράγματα χειρότερα. Η υπερασπιστική της γραμμή συνοψίζεται αφενός στο ότι θα εργάζεται αμισθί, αφετέρου στο ότι τέτοια κρούσματα παρατηρούνται και στο αντίπαλο… στρατόπεδο. Κατά τη γνώμη μου, το τελευταίο ζήτημα που προκύπτει από τον διορισμό ενός ανώτατου δικαστικού λειτουργού σε τέτοια θέση είναι ο μισθός που θα λαμβάνει για τις υπηρεσίες που παρέχει. Αν μάλιστα είναι και καλές, δεν βρίσκω τον λόγο να μην πληρωθεί. Το πρόβλημα έγκειται κυρίως στην περίεργη αντίληψη που κατά τα φαινόμενα έχει καλλιεργηθεί σε ανώτατους δικαστικούς ως προς τον ρόλο που αυτοί καλούνται να επιτελέσουν στο δημοκρατικό πολίτευμα. Διότι, όταν εν ενεργεία Αρεοπαγίτης κατεβαίνει στο Επικρατείας γεμάτος χαρά επειδή «ο κύριος Σαμαράς δείχνει έμπρακτα ότι ενδιαφέρεται για τη δικαιοσύνη» (!), όταν η τέως πρόεδρος του Αρείου Πάγου αναλαμβάνει δέκα μόλις μέρες μετά τη συνταξιοδότησή της θέση προϊσταμένου στη Γραμματεία του Πρωθυπουργού, μοιραία γεννιούνται ανησυχίες και για τη γενικότερη αποτελεσματικότητα του δικαστικού συστήματος.

Βέβαια, το πολίτευμα και η δικαιοσύνη δεν περιμένουν τον διορισμό της Θάνου για να πέσουν σε ανυποληψία, αφού χιλιάδες καθημερινά παραδείγματα έρχονται να πιστοποιήσουν ότι το βαρέλι – δυστυχώς – δεν έχει πάτο. Όπως η αυτοκτονία εργαζόμενης στα σούπερ μάρκετ Καρυπίδης. 15 μήνες απλήρωτοι εργαζόμενοι, 160 καταγγελίες, καμία αντίδραση από τη δικαιοσύνη. Και ο… μεγάλος επιχειρηματίας να κυκλοφορεί ελεύθερος και να «επενδύει» αλλού τα χρήματά του. Εξάλλου, ποιος νοιάζεται για τους εργαζομένους στο σούπερ μάρκετ; Ο Κόκε να πληρωθεί κι όλα τ’ άλλα έρχονται!