γράφει η Αγγελική Κώττη //

Γιάννης Ρίτσος. H ποίησή του παραμένει παρούσα στον νου και στη ζωή μας. Σήμερα επιστρέφουμε στο αριστούργημά του η «Σονάτα του σεληνόφωτος», εξετάζοντας κάποιες νέες παραμέτρους. Το κείμενο παρουσιάστηκε σε συνέδριο για τον ποιητή που έγινε στο Γύθειο.

«Ύστερα ήρθε η Πανσέληνος της Μελισσάνθης», έγραφε ο ποιητής Δημήτρης Δούκαρης στο περιοδικό «Τομές», τον Σεπτέμβριο του 1979, αναφερόμενος στον Γιάννη Ρίτσο που πέθανε στις 11 Νοεμβρίου 1990, δύο μέρες μετά την ποιήτρια. «Όπως λέω εγώ, εκείνη την Πανσέληνο που το μαγικά ποιητικό χέρι του Ρίτσου ονόμασε ”Σονάτα του σεληνόφωτος”» συνεχίζει. «Ήταν τότε που είχε πεθάνει ο σύζυγος της Μελισσάνθης και έπειτα από σαράντα μέρες, μέσα στο βαρύ πένθος της, μας είχε καλέσει με τη Ζωή Καρέλλη ένα βράδυ στο σπίτι της. Με τα μαύρα κρόσσια παντού τριγύρω. Με τις μαύρες γάτες που απόμειναν για συντροφιά στην ευγενική μας ποιήτρια. Είχα συγκινηθεί με το πένθος της, με την επιμονή της να μας συνοδεύει μέχρι παρακάτω. Και το παρακάτω δεν τελείωνε. Τότε πρόσεξα ένα τεράστιο φεγγάρι κάτω από την πλάτη της Μελισσάνθης. Είχα φτάσει πια στις σκάλες εξόδου… και τελικά η Μελισσάνθη επέστρεψε ολομόναχη, με την Πανσέληνο, σπίτι της. Την άλλη μέρα το πρωί, ταραγμένος και συνεπαρμένος, ιστορούσα όλα αυτά στον Γιάννη Ρίτσο. Και το πραγματικό μαγικό χέρι του ποιητή τα μετέτρεψε σε ποίημα».

•Ποιος μπορεί να αντικρούσει τη μνήμη και την κρίση του αυτόπτη μάρτυρα; Πράγματι, όλα αυτά που αναφέρει ο Δημήτρης Δούκαρης συνέβησαν. Είναι όμως η Μελισσάνθη η έμπνευση του Γιάννη Ρίτσου για τη Γυναίκα με τα Μαύρα στη «Σονάτα του σεληνόφωτος»; Ή, ακριβέστερα, είναι μονάχα αυτή; Δεν θα αναρωτιόμασταν, καθώς ο αστικός μύθος φαίνεται ακριβής. Αλλά ένα σχεδίασμα επιστολής-απάντηση του Ρίτσου σε επιστολή της Ζωής Καρέλλη, η οποία επίσης μετείχε στην επίσκεψη, ωθεί να σκεφτούμε διαφορετικά. Οι επιστολές εκείνης και τα σχεδιάσματα απάντησης εκείνου βρίσκονται ανάμεσα σε άλλα κατάλοιπα του Ρίτσου, αταξινόμητα προς το παρόν

Επιστολή Ζωής Καρέλλη, λοιπόν, με την ένδειξη: Αθήνα, 22/1/57. Η «Σονάτα του σεληνόφωτος» έχει κυκλοφορήσει προ ολίγων μηνών. Λίγους μήνες μετά, θα λάβει το α’ κρατικό βραβείο ποίησης εξ ημισείας με ποιητική συλλογή του Άρη Δικταίου. Στο γράμμα της Καρέλλη διαβάζουμε:

«Να ξέρεις όμως πως στη ”Σονάτα του σεληνόφωτος” υπάρχει κάτι από μένα. Όχι στο πρόσωπο της στερημένης γυναίκας -η δική μου στέρηση και πειθαρχία έχει άλλην ιστορία, άλλη σημασία- μ’ όλο που ο Βασίλης Φράγκος, φαντάσου, μου είπε πως με θυμήθηκε, όταν διάβαζε το ποίημα, θυμήθηκε, λέει, και πώς του μιλούσα για σένα και την ποίησή σου. Λίγο μας γνωρίζουν ακόμα και κείνοι που κατά κάποιο τρόπο μας αγαπούν».

Φαίνεται πως ο Βασίλης Φράγκος, διανοούμενος της εποχής και φίλος, προφανώς, της ποιήτριας, δεν έχει κάνει λάθος. Μπορεί η Καρέλλη να μην αναγνωρίζει στοιχεία της μορφής της πίσω από το προσωπείο της Γυναίκας με τα Μαύρα, όμως αυτό ακριβώς το απόσπασμα δίνει το κλειδί για να την αναγνωρίσει ο αναγνώστης. Ο Ρίτσος δίνει μια λιτότατη περιγραφή του σκηνικού και της ίδιας στην εισαγωγή της Σονάτας: «Ανοιξιάτικο βράδι. Μεγάλο δωμάτιο παλιού σπιτιού. Μια ηλικιωμένη γυναίκα, ντυμένη στα μαύρα, μιλάει σ’ έναν νέο. Δεν έχουν ξανάψει φως. Απ’ τα δυo παράθυρα μπαίνει ένα αμείλικτο φεγγαρόφωτο. Ξέχασα να πω ότι η Γυναίκα με τα Μαύρα έχει εκδώσει δυο-τρεις ενδιαφέρουσες ποιητικές συλλογές θρησκευτικής πνοής».

Η Ζωή Καρέλλη έχει εκδώσει παραπάνω από «δυο-τρεις ενδιαφέρουσες ποιητικές συλλογές» και όχι αποκλειστικά θρησκευτικής πνοής. Βεβαίως, το θρησκευτικό στοιχείο είναι έντονο στα ποιήματά της. Στη «Σονάτα», ο Ρίτσος μιλά με μεγάλη ένταση για τη δύναμη των στίχων της Γυναίκας με τα Μαύρα. Υπό το νέο πρίσμα, θα βρίσκαμε πως ταιριάζει απόλυτα η περιγραφή στους στίχους της Ζωής Καρέλλη:

«Άφησέ με,
γιατί τόσα χρόνια, μέρες και νύχτες και πορφυρά μεσημέρια,
έμεινα μόνη,
ανένδοτη, μόνη και πάναγνη,
ακόμη στη συζυγική μου κλίνη πάναγνη και μόνη,
γράφοντας ένδοξους στίχους στα γόνατα του Θεού,
στίχους πού, σε διαβεβαιώ, θα μείνουνε σα λαξευμένοι σέ άμεμπτο
μάρμαρο πέρα απ’ τη ζωή μου και τη ζωή σου, πέρα πολύ. Δε φτάνει.
Άφησέ με νάρθω μαζί σου».

Πριν περάσουμε στην απάντηση του ποιητή, είναι αναγκαία μια παρένθεση. Η Ζωή Καρέλλη (πραγματικό όνομα: Χρυσούλα Πεντζίκη και αδερφή του Νίκου-Γαβριήλ Πεντζίκη, αν και έχει επικρατήσει να την αναφέρουν με το επώνυμο του συζύγου της, δηλαδή ως Χρυσούλα Αργυριάδου) είχε γεννηθεί στη Θεσσαλονίκη το 1901 και εκεί έζησε σχεδόν μόνιμα, εκτός από μερικά χρόνια, οπότε και βρέθηκε στην Αθήνα. Το 1919 παντρεύτηκε τον Θόδωρο Αργυριάδη, διευθυντή του Πειραματικού Αγροκτήματος του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, με τον οποίο αποκτά δυο γιους. Το 1953 ο σύζυγός της αποβιώνει. Την επόμενη χρονιά η Καρέλλη εγκαθίσταται στην Αθήνα. Επιστρέφει στη γενέτειρά της το 1961. Όπως φαίνεται από τις τρεις επιστολές, αντίγραφο των οποίων η γράφουσα διαθέτει μετά από άδεια της Φαλίτσας Ρίτσου, συναντά τον Γιάννη Ρίτσο και τον συναναστρέφεται, άγνωστο πότε όμως. Πάντως, του αναφέρει πως όταν τέλειωσε τη «Σονάτα» (Ιούνιο του 1956) τής την είχε διαβάσει. Μάλλον δεν συζήτησαν ποτέ την αφήγηση Δούκαρη και τα περί Μελισσάνθης, διότι θεωρώ πως σε τέτοια περίπτωση κάτι θα αναφερόταν σε κάποια από τις δύο σχετικές επιστολές. Της δικής της και της δικής του.

Ας δούμε τώρα την απάντηση του Ρίτσου σε σχεδίασμα επιστολής του (στο αρχείο Ζωής Καρέλλη κατατεθειμένο στο ΕΛΙΑ Θεσσαλονίκης, δεν περιλαμβάνεται κανένα γράμμα του ποιητή προς εκείνη). Επομένως, στηριζόμαστε μονάχα σε ό,τι έχουμε δει. Της γράφει λοιπόν:

«Και στη ”Σονάτα” όχι μονάχα υπάρχει ”κάτι από σένα” μα δε θάχε γραφτεί καθόλου αν δεν είσουνα εσύ. Είναι δική σου. Στη δική σου, πάντα παρούσα για μένα τώρα, ευαισθησία και νόηση δοκιμάστηκε ο κάθε στίχος ακόμη και οι ολότελα δικοί μου (ξένοι για σένα;) με σένα μετρήθηκαν. Πολλά δικά μας χάθηκαν ή δεν ειπώθηκαν γιατί δεν υπήρχε κάποιος να τ’ ακούσει. Και η ”Σονάτα” γράφτηκε για να τη διαβάσεις αποκλειστικά εσύ».

Περισσότερες από έξι δεκαετίες μετά, χωρίς τη ζωντανή, θερμή παρουσία των ανθρώπων που αντάλλαξαν κάποτε αυτά τα θεσπέσια λόγια, προσπαθούμε να συλλάβουμε μια πραγματικότητα που, ωστόσο, είναι πλέον απαλλαγμένοι από τα πάθη και τους πόθους τους. Επειδή κανείς δεν είναι μονοδιάστατος και τίποτα δεν έχει μονάχα μια εξήγηση, ακόμα και αν κάποιος ομολογεί ή παρουσιάζει κάτι γράφοντάς το, δεν θα πρέπει να το λάβουμε εκατό τοις εκατό υπόψιν. Ο κάθε ποιητής, και οι δυο τους είναι αληθινοί ποιητές, συνενώνει πολλά, προσθέτει, αφαιρεί (κυρίως) και συνθέτει κι άλλα, στοιχεία που ίσως ούτε ο ίδιος υποπτεύθηκε. Ίσως η Γυναίκα με τα Μαύρα να προέκυψε από τη βαρυπενθούσα Μελισσάνθη. Ίσως από τη Ζωή Καρέλλη. Ίσως και από τις δύο μαζί ή και από άλλες, μα και από άλλους. Ποτέ δεν μπορούμε να είμαστε βέβαιοι για τίποτα. Η έμπνευση έχει τους δικούς της δρόμους. Οποιαδήποτε άποψη, καλό είναι να αποφεύγει τη βεβαιότητα.

Αν σήμερα αναφερόμαστε σ’ αυτό το θέμα, είναι επειδή ρίχνουμε ακόμα μια ματιά «από την κλειδαρότρυπα της Ιστορίας» στην ποιητική του Ρίτσου. Χάρη στην οποία, ίσως, αποκτούμε περισσότερα εφόδια για να κατανοήσουμε τη Γυναίκα με τα Μαύρα. Αλλά όχι μονάχα αυτήν. Το σημαντικότερο είναι πως η Καρέλλη και ο Ρίτσος, ο Ρίτσος και η Καρέλλη, είχαν, όπως κατανοούμε τώρα, έναν βαθύ, πνευματικό, διακειμενικό διάλογο πριν καν ανταμώσουν. Ενδεχομένως και πριν γνωρίσει ο ένας το έργο του άλλου. Από τη συγκεκριμένη αλληλογραφία τους προκύπτει πως εκείνη του ζητά να της βρει πάση θυσία κάποια παλαιότερα έργα του, τα οποία ίσως δεν ήταν σε κυκλοφορία εκείνη την εποχή, κι εκείνος της μιλά για παλιότερα ποιήματά της που διάβασε (ή ξαναδιάβασε) μόλις. (Δεν διευκρινίζεται από πότε τα γνωρίζει.)

Μέσα από τους στίχους του καθενός, φαίνεται πως πράγματι είχαν συναντηθεί πολύ πριν βρεθούν. Χρειάζεται πολλή μελέτη ακόμη ώστε να εντοπισθεί ο λογοτεχνικός, και τονίζω, διακειμενικός τους διάλογος. Ωστόσο, παρακολουθώντας βαθύτερα τις συνάφειες, όπως προκύπτουν μέσα από τα δικά τους λόγια, και χωρίς τα συγκεκριμένα ποιήματα να αναφέρονται στα γράμματά τους, θα πρέπει να διαβάσουμε προσεκτικότερα τα ποιήματα για τη Σελήνη και το σεληνόφως που περιλαμβάνονται στις ποιητικές συλλογές, τις οποίες η Καρέλλη εκδίδει το 1955 (Κασσάνδρα και άλλα ποιήματα – Το πλοίο – Παραμύθια του Κήπου). Πιθανώς να πυροδότησαν κάποια έκρηξη στον Ρίτσο μετά την αφήγηση του περιστατικού από τον Δούκαρη, της συνάντησης με τη Μελισάνθη στην οποία μετείχε και η Καρέλλη. Αρκεί κάποιος να διαβάσει την ανθολογία 15 ποιημάτων της με τίτλο «Για τη σελήνη» και θα κατανοήσει πως πολλοί στίχοι της έχουν παραπλήσια, ίδια, όπως και εντελώς αντίθετη ματιά με τη «Σονάτα». Λέει, επί παραδείγματι στο «Αισθήματα υπό το φως της Σελήνης»:

Τη φεγγαρόλουστη νύχτα, τότε,
άνοιξα το κρύο παράθυρο,
έξω η ψυχρότητα φεγγοβολούσε άσπρη
και κρυφά κυανή ήταν χιονισμένη
νυχτιά του Γενάρη, με πλήρη σελήνη.
Έβγαλα το λιγνό χέρι απ’ το άνοιγμα του σπιτιού,
ήθελα να αισθανθώ το φως εκείνο
της Σελήνης, ιδιαίτερο, ψυχρά δυνατό στην παλάμη,
περιμένοντας το μάγεμα και φώναξα
με τα λιγνά μου δάχτυλα «έλα, έλα».

Ίσως αυτό είναι το φανταστικό σκηνικό από το οποίο εκκινείται η επωδός της «Σονάτας του σεληνόφωτος»: Άφησέ με νάρθω μαζί σου… Σε άλλο τόνο και άλλο ύφος. Καθώς οι δυο τους είναι τόσο διαφορετικοί άνθρωποι και δημιουργοί. Ο μέγας Γιάννης Ρίτσος Ο άνθρωπος, με το άρθρο κεφαλαίο. Κι εκείνη, Η άνθρωπος, όπως αυτοπροσδιορίζεται μέσα από τους στίχους της:

«Εγώ γυναίκα, η άνθρωπος,
ζητούσα το πρόσωπό Σου πάντοτε,
ήταν ως τώρα του ανδρός
και δεν μπορώ αλλιώς να το γνωρίσω.
Ποιος είναι και πώς
πιο πολύ μονάχος,
παράφορα, απελπισμένα μονάχος,
τώρα, εγώ ή εκείνος;
Πίστεψα πως υπάρχω, θα υπάρχω,
όμως πότε υπήρχα δίχως του
και τώρα,
πώς στέκομαι, σε ποιο φως,
ποιος είναι ο δικός μου ακόμα καϋμός;

Ω, πόσο διπλά υποφέρω,
χάνομαι διαρκώς,
όταν Εσύ οδηγός μου δεν είσαι.
εγώ πια δεν του ανήκω
και πρέπει μονάχη να είμαι,
εγώ, η άνθρωπος».

 

πηγή: fileleftheros.gr